Δυο στιχάκια για καληνύχτα

0

Πολυαγαπημένε μου αδερφέ, Γιώργη, ίντα κάμεις; Έλαβα το δέμα σου προχτές και έχε τις χίλιες μου ευχές, μα βρε γιε μου ευτό το λαχανί μπανιερό πως μου το πήρες, είναι πια η ηλικία μου για τέτοια, επήγα να το δοκιμάσω κι εσφήνωσε στο ένα μου ποδάρι, γεροντόπαχα αλλά είπα πια να αρχινήσω δίαιτα, ούτε ρακιά, ούτε αλμυρουδάκια, ούτε βούτες στη σαλάτα, να σκεφτείς πως μου δώκανε τριαντάφυλλο και φιστίκι και τα ‘καμα γλυκό που σ’ αρέσει κι ούτε τ’ απογεύτηκα.

Κατά τα άλλα, το χωριό είναι στις ομορφιές του, δεν έχει ακόμα κόσμο, ούτε πολλά αυτοκίνητα και σκουπίδια, τα λουλούδια είναι ολάνθιστα, οι μπαξέδες με τα ζαρζαβάτια έτοιμοι, στρατιωτάκια στη σειρά οι ντοματιές. Η θάλασσα λάδι κι ο ουρανός με τ’ αστρουλάκια του μας κάμνει κι ονειρευόμαστε, τσάμπα τα όνειρα ακόμα, Γιώργη μου. Σε όμορφο τόπο ζούμε αδερφέ, μόνο που κάποιοι δεν το βλέπουν, τα βράδια πάω εδωνά στο σοκάκι, εβγήκαν όξω οι παγκέτες,  λαχταρήσαμε τον καλό καιρό, κάμνει γλυκιές βραδιές μα ο μποξάς χρειάζεται.

Μ’ αρωτάς τι γίνονται οι αθρώποι, οι πρόσφυγες. Δεν ηξέρω να σ’ αποκριθώ, δύσκολα τα πράμματα γι’ αυτούς και πως να τους το πεις πως θα τους γυρίσουνε πίσω, είναι εδώ ένα χρόνο, τι θα πας να τους πεις, γυρνάτε στην Τουρκία, σε ποιόν να το πεις σ’ αυτούς από το Χαλέπι, στους Κούρδους, στους Αφγανούς; Άδικη η ζωή μαζί τους, άδικη η Ευρώπη, η κυβέρνηση, οι αρχές του τόπου. Φυλακή ετοιμάζονται να τους κάνουν με μεγάλη χαρά, φτάνει να κατασταλάξουν στον τόπο, τι Μερσινίδι είπανε, τι σκουπιδότοπο, τι στους Ολύμπους και καταλήξανε όλοι σύσσωμοι να φτιάξουν τη φυλακή στο 18, στο Αίπος. Σε έναν τόπο ιερό που θα τον καταστρέψουν, που δεν έχει ρεύμα, νερό, που είναι μέσα στο τραχώνι, με πολλή ζέστη και κρύο, εκεί θα σκάσουνε πολλά εκατομμύρια για να φτιάξουν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα στιγματίσουν το νησί, θα είμαστε η ντροπή της Ελλάδας και της Ευρώπης και θαρρούνε πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξαφανίσουν το πρόβλημα και θ’ ανοιχτεί ο δρόμος για τον τουρισμό και τη φυσιολογική ζωή. Δεν έχουνε πάρει χαμπάρι πως τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο σε τούτο το νησί. Πως κοιμούνται, βρε Γιώργη μου τα βράδια, τους πιάνει ύπνος; Η μάνα μας μας έλεγε ν’ αγαπούμε όλον τον κόσμο, να μην ξεχωρίζουμε το χρώμα, τη θρησκεία, τη ράτσα, θυμάσαι, ακόμα τα λε.

Οι ξένες ΜΚΟ φεύγουν από το νησί, έτσι είπαν, λυπηρό από τη μια γιατί ποιόν να εμπιστευτούμε το Δήμο ή το Κράτος, από την άλλη θα μείνουν άνεργοι τόσοι άνθρωποι, όμως βρ’ αδερφέ πολύ χρήμα χωρίς συναίσθημα, έλεγχος παντού, δεν θα πας σε διαδήλωση, δεν θα κάνεις παρέα με πρόσφυγες στη δουλειά ούτε μετά τη δουλειά, σούζα οι υπάλληλοι, τους φάγανε τα μίτινγκ, τα μηνύματα και τα μέηλ.  Οι άνθρωποι ζητάνε ζεστασιά, κουβέντα θένε, πληροφορίες για την κατάσταση, ενημέρωση, έχουν βαρεθεί τις ουρές και τις καρτέλες για συσσίτιο, ζωή ψάχνουν κι αξιοπρέπεια.

Το τι κατηγόριες ακούγονται για τους αλληλέγγυους δεν φαντάζεσαι, ότι πληρώνονται, ότι τα παίρνουν, όμως αυτό που βλέπω αδερφέ είναι ότι κοντά τρία χρόνια τώρα είναι αυτά τα παιδιά, που μετά τις δουλειές και τις υποχρεώσεις τους είναι απίκου, στέκονται δίπλα στους πρόσφυγες χωρίς ωράριο, τρέχουν σε γιατρούς και νοσοκομείο, συζητούν, δίνουν τρόφιμα και ρούχα, παίζουν με τα παιδιά, φιλοξενούν, κλαίνε στα αντίο, μπορεί να μην έχουν τη γνώση για να εξηγούν τι θα γίνει παρακάτω όμως δένονται με δεσμούς φιλίας και αγάπης.

Σ’ έπρηξα γιε μου, αλλά δε φταίω εγώ, εσύ μ’ αρώτησες, αφού το ξέρεις το χλε μου. Η μάνα τραγουδά όλην την ώρα γι’ αυτό σαν έρθεις να φέρεις μαζί την κιθάρα σου, να της παίξεις το έναν καιρό ήμουν άγγελος που της αρέσει, πάει η μάνα που άφηκες, όμως τη γλυκιά της τη φωνή καμιά δεν την έχει.

Ενύχτωσε για τα καλά, αδερφέ κι άρχισα να κατουμίζω κι αφού όλο τ’ απόεμα η μάνα μου ‘λεγε στιχάκια. θα σου γράψω δυο για καληνύχτα.

Τα μάτια μου στην ξενιτειά δεν φτάνουν να σε δούνε
μόνο με πένα και χαρτί σε διπλοχαιρετούνε.

Αν είσαι εσύ στην ξενιτειά κι εγώ στης Χιός τα μέρη
κλαίγε πουλί μου το πρωί κι εγώ το μεσημέρι.

Σας γλυκοφιλώ και σας προσμένω

Η αδερφή σου

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο