Και να βαστά τα αποτσίγαρά του στα τασάκια για μήνες

0

Βροχερός ο καιρός… Ωραία μέρα ήβαλες πλύση κι άντε τώρα να στεγνώσουνε τα ρούχα…Και που να τ’ απλώσεις; Βουτάς την τσανάκα πας μια και δυό απάνω, τα στρίμωξες όπως όπως στα σύρματα στο σκεπαστό, να τα βλέπουνε κι οι χωριανές να λένε πως είσαι αξελέστατη και δε νογάς ν’ απλώσεις… Ας λένε…

zevgari-looking-sea

Η τηλεόραση από μέσα εντιντίνιζε, ήμπες να δεις ίντα κάμουν οι γονείς, μπας και κουφαθήκανε από την τόση φασαρία..

Στην πολυθρόνα  ο κύρης, δίπλα στο τζάκι… Στα ποδάρια του ένα άλμπουμ από τα πρωτινά, που κάποτε το κουρούντιζες κι ήβγαζε μουσική, ξύλινο και στο κέντρο κάτι γαλάζια βουνά, χιονισμένα… Σα να θυμάσαι πως το ‘χενε φέρει από τη Γιαπωνία μαζί με το καλό σερβίτσιο της προίκας σου, σαν ήσουνε τριώ… Η μάνα καθισμένη, δίπλα του, σε μια παγκέτα, εβλέπανε μαζί τις φωτογραφίες τις ασπρόμαυρες, όσες είχανε απομείνει… Από γάμους και αρραβώνες, από ταξίδια μακρινά, άλλες στημένες σε φωτογραφεία του Πειραιά:

Στον πολυαγαπημένο μου, για να μας θυμάται… 
Στα αγαπημένα μας ξαδέρφια, Γιάννη και Αλεξάνδρα για να θυμούνται το γάμο μας
Για ενθύμιον της ζωής μας εις το βαπόρι, Γένοβα, 29/7/48

Μια ξίκισα στην τηλεόραση ήλεγε πως σήμερα είναι του Αγίου Βαλεντίνου και γιορτάζουνε οι ερωτεμένοι και τι δώρο θα δώκετε στην αγαπημένη σας  κι αρωτούσε τους γέρους αθρώπους που τους έχουνε κόψει τη μισή σύνταξη… Κασκαμπάβλους…

Εχαμήλωσες τη φωνή, έκατσες  κοντά, ήβλεπες κι εσύ τις φωτογραφίες των νιάτων τους..  Ζούνε μαζί κοντά 60 χρόνια, εσκέφτηκες κι είναι ακόμα αγαπημένοι… Με τι τους εμπογιάζανε τότε και δεν εβαρεθήκανε;

Σαν ήσουνε μικρή κι αρώταγες τη μάνα πώς επαντρεύτηκε τον πατέρα, ήλεγενε: ‘’προξενιό, μου τον εκάμανε..’’  για να μην παίρνουν τα μυαλά  αέρα και ξεσηκώνεσαι με έρωτες… Σαν επεράσανε τα χρόνια, στην ίδια ερώτηση, η απόκριση ήταν άλλη: μόνο τον κύρη σου ήθελα, μου ‘φηνε κρυφά στο παραθύρι κάθε βράδυ γιασεμάκια κι άμα μου ‘στειλε μιαν αξαδέρφη προξενιά από τον Πειραιά, της ήγραψα αμέσως να μην ανακατεύεται, κι εμένα η καρδιά μου είναι αλλού κι ίμπα και το πει της μάνας μου, αλίμονο της..

Βλέπεις τις παλιές τις φωτογραφίες και σου ‘ρχονται στο μυαλό στιγμές…

Τη μάνα να κλαι στον  αποχωρισμό του κάθε ταξιδιού, να βαστά τα αποτσίγαρά του στα τασάκια για μήνες, τους θυμάσαι να γελούν πολύ, να την πειράζει και να της κάμει γκριμάτσες. Τη θυμάσαι με χαρά, να φεύγει μόνη, γυναίκα από χωριό, να πηγαίνει να τον βρίσκει στα λιμάνια, χωρίς να χάνεται, να μπερδεύεται στα αεροδρόμια. Θυμάσαι την κοινή τους ζωή στο σπίτι, την κοινή γραμμή στα παιδιά τως, το σεβασμό του ενός στον άλλον, μιαν αγάπη κι εχτίμηση στην οικογένεια που ‘χενε μέσα αδέρφια, γονείς, αξαδέρφια και θειούς σε μια καλή ισορροπία. Δεν ήκουσες ποτέ έναν καυγά, μια κακή κουβέντα.

Σε ξύπνησε η μάνα… ’’Μα για’δε, πάλι.. Είδες τονε; Πάντα, άμα πα στον μπαξέ θα μου φέρει λουλούδια. Χρυσή ζωή επέρασα στα χέρια του, χατήρι ε μου χάλασε, μ’ εγύρισε  σ’ όλον τον κόσμο; Γιάννη, ε με πήες και στο Πόρτο Καμπέγιο; Γιάννη, θυμάσαι τότε που επαίρναμε το δίπλωμα του γραμματικού που επήαμε στου Κεφάλα; Ποιος ετραγούδαγε; ο Χιώτης; Γιάννη, σβήσε πια το τσιγάρο, θα σε χωρίσω βρε, να δω ποια θα σε πάρει…’’ το λε και σου κλείνει πονηρά το μάτι..

Μέρα του θεού του έρωτα  σήμερα… α δε βαριέται, χρόνια του πολλά, να τον χαιρούμαστε… Όμως τον έρωτα και την αγάπη κάθε μέρα πρέπει να τους γλεντοκοπάμε.

Τα δώρα τ’ ακριβά στις σχέσεις είναι άλλα κι ας τα ‘βρει ο καθένας μονάχος του να τα χαρίζει, για να’χει τον άθρωπο του κοντά και να περνούνε αβάρετα μαζί… Ας κάμει και καμιά γκριμάτσα αστεία… Πιάνει και κάμει καλό…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο