Αλλόκοτo φθινοπωρινό μεσημέρι…

0

69 γάτες στείρωσε ο Φιλοζωικός σύλλογος την Κυριακή κι απ’ αυτές οι τρεις λιάζονταν χαρούμενες την Τρίτη στην πλατεία του Κάστρου. Με ξυρισμένη, στο πλάι, την κοιλίτσα κι έναν σταυρό νημάτινο στην τομή, παίζανε αναμεταξύ τους, η Βούλα η αρχηγός με τη βούλα στο κούτελο κι όλες μαζί με ανοικτό το στόμα περίμεναν να πέσει μέσα του το κεφαλάκι μιας σαρδέλας από τη μια και μοναδική παρέα σ’ όλον τον χώρο των  κενών τραπεζοκαθισμάτων.

Οι εργαζόμενοι και τ’ αφεντικά  των ταβερνείων  πιάσανε καρέκλα και τοίχο, με έναν καφέ στο χέρι και το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο κι ήταν αλήθεια μεγάλη η πρόκληση του ντελιβερά, από μαγαζί εκτός των τειχών, να μπαίνει στο γκέτο  με μια σακούλα σφιχτοδεμένη και να ρωτά σε ποιο σπίτι της πλατείας μένει η κυρία Μαρία,  βλαστήμιες δεν ακούστηκαν, σηκώθηκε το φρύδι και τα βλέμματα παίξανε γύρω γύρω.

Οι τάφοι στο τούρκικο νεκροταφείο γερμένοι, σαν να ήταν έτοιμοι να κατουμίσουν μπρούμυτα ή ανάσκελα, να ρίξουν έναν υπνάκο μέσα στα αγριόχορτα και τα πεταμένα πλαστικά μπουκάλια, τη στιγμή που πέρασαν από μπροστά τους τέσσερις αρχαιολόγοι με ντοσιέ στο ένα χέρι και μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών στο άλλο, ξύπνησαν και σώθηκαν, από τρομάρα και σεβασμό. Μια παρέα από έφηβους πρόσφυγες πέρασε, να και το σχολικό, είπε ένας σερβιτόρος, μια ζουμερή γκαρσόνα καλαματιανή, μίλαγε με τη μάνα της και ναι, της είπε, είμαι στη δουλειά, μου βάζουν ΙΚΑ, καλά είμαι μαμά, προσέχω είπε, της έστειλε φιλιά και θα την πάρει είπε πιο μετά  τηλέφωνο και απευθύνθηκε στη μοναδική παρέα που καθόταν μπροστά της και τους περιέγραψε πόσο σοκαρίστηκε ο πατέρας της όταν την είδε να στρίβει τσιγάρο και πως στην Καλαμάτα υπάρχει ένα μαγαζί με γλυκά, που μένει ανοικτό ως αργά το βράδυ και κερνά τους θαμώνες χαρτάκια μεγάλων διαστάσεων για να στρίβουν τρίφυλλα, αφού το τσιγαράκι το πονηρό συνοδεύεται πάντα με γλυκό και πόσο έξυπνος μαγαζάτορας είναι.

Η ώρα πέρασε, ο ήλιος έκαιγε κι οι μπύρες ζεστάθηκαν, πληρώθηκε ο λογαριασμός, η παρέα χώρισε με βήματα κουρασμένα και με μια φαντασίωση ενός στρωμένου κρεβατιού σε ένα σκοτεινό δροσερό δωμάτιο. Είπαν γεια, θα τα πούμε αύριο κι ο ένας πέρασε  το στενό για την πόρτα Ματζόρε κι ο άλλος τράβηξε για τη  φτωχιά  προκυμαία.

Κοντοστάθηκε λίγο έξω από τα τείχη, αριστερά μια προσπάθεια ανάπλασης από τον Δήμο, για όλα θα φταίει το γκαζόν σκέφτηκε, δεξιά πέτρες ρημαγμένες, τέντα προσφύγων καμιά, δικαιολογία καμιά, κάδοι ανακύκλωσης χαρτιού και καταής πεταμένες φωτογραφίες μιας ζωής, γάμοι και βαφτίσια, κοντοστάθηκε, είπε να τις πιάσει στα χέρια του, να τις πάρει μαζί του, να νοιώσει τις στιγμές μιας καλοντυμένης χαράς που έφυγε, μα το μετάνιωσε, κάποιος επέλεξε να πετάξει τη ζωή του στα σκουπίδια, να σεβαστείς, είπε και πλάσε ό,τι ιστορία θες.

Αλλόκοτα που είναι κάποια φθινοπωρινά μεσημέρια…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο