Η άδεια, ο οίκος, η πουτάνα κι ο έρωτας

0

Ας ακούγεται το Bocca di Rosa – του μεγάλου Fabrizio de Andre’

Χρόνια πριν. Σε γραφείο δημόσιας υπηρεσίας της μικρής μας πόλης, επιφορτισμένο εκτός των άλλων, να εγκρίνει άδειες για τη λειτουργία οίκων ανοχής. Ο, τότε, νεοδιόριστος υπάλληλος, έχει πέσει στα βαθιά νερά. Ζητείται μια καινούργια άδεια στο κέντρο της πόλης. Σωρεία αντιδράσεων. Κάτι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, κάτι θεούσες από κοντά, μαζί και γειτονικοί μαγαζάτορες που δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν την πελατεία. Και κάποιοι μεγαλόσχημοι πολιτικοί παράγοντες «δεν θα επιτρέψομε να…». Οι μισοί από αυτούς θα ήταν πελάτες του εν λόγω ενδιαιτήματος, αλλά δεν βαριέσαι.

Στο γραφείο λοιπόν του ατυχούς υπαλλήλου, εκτός από τα δικαιολογητικά του οίκου, σωρεύονται και αναφορές και καταγγελίες των αγανακτισμένων περιοίκων. Υποκριτές, γραμματείς και φαρισαίοι. Πάντα οι ίδιοι, εδώ και χρόνια. Τι χρόνια; Αιώνες. Από τον καιρό που λιθοβολούσαν τις μοιχαλίδες, τις παστρικές και τις άσεμνες. Μέχρι και σήμερα που λιθοβολούν τους ξένους, τους διαφορετικούς, τους «εισβολείς».

Ο νεαρός όμως υπάλληλος, πάει με το γράμμα του νόμου. «Με το σταυρό» καθώς λέγουν θυμόσοφα κάποιοι πιο παλιοί. Ανοίγει νομοθεσία, μελετάει εγκυκλίους και υπουργικές αποφάσεις, ανοίγει δυσεύρετους χάρτες της πόλης, μετράει με χαρακάκι την «ευθεία γραμμή 200 μέτρων» από σχολεία, ιερούς ναούς κ.λπ. Και καταλήγει ότι το αίτημα είναι απολύτως νόμιμο, ότι δεν διαταράσσει την ησυχία της πόλεως και τα χρηστά ήθη. Παίρνει λοιπόν την απόφαση και βάζει τη σφραγίδα της υπηρεσίας. Ήσυχος με την ταπεινή – και λοιδωρούμενη- δημοσιοϋπαλληλική συνείδησή του.

Μετά γίνεται ο χαμός. Έρχονται τηλέφωνα από τοπικούς πολιτικούς παράγοντες. Διακριτικές, άνωθεν πιέσεις. Και στην καλύτερη ατάκα από τοπικό κομματάρχη «είσαι μικρός, κι έχεις το μέλλον μπροστά σου, άστο να πάει στο διάολο το μπουρδέλο!». Πως έγινε κι ο υπαλληλάκος της ιστορίας μας, κράτησε χαρακτήρα. Δεν έκανε πίσω. Οπλισμένος με γερά χαρτιά και επιχειρήματα την κέρδισε την υπόθεση. Δεν μπορούσε και κανένας να την προσβάλλει. Η άδεια εδόθη, και το «σπίτι» λειτούργησε. Υποθέτω μάλιστα, ότι πολλοί από τους αντιδρώντες θα ήταν και καλοί πελάτες, φτάνει να μην τους έπαιρνε κανένα μάτι.

Πέρασαν μήνες. Ο κύκλος εργασιών θα είχε φαίνεται συμπληρωθεί. Έτσι πάνε αυτά τα πράγματα. Μάλλον καλοκαιράκι ήταν. Ο υπάλληλος με κάτι πίνακες και ποσά είχε μπλέξει στο γραφειάκι του, όταν άνοιξε η πόρτα. Θα ήταν καμιά 50αριά χρονών η γυναίκα. Μπλουζάκι, τζιν παντελόνι, βαρύ άρωμα. Όμορφη; Κουρασμένη θα την έλεγες. Άβαφη. Κρατούσε κι ένα κουτί γλυκά.

«Γεια σας, είμαι η κοπέλα…»
«Συγγνώμη;»
«Η κοπέλα είμαι λέω, ήρθα να πω ένα ευχαριστώ.»
«Συγγνώμη και πάλι, δεν κατάλαβα…»
«Η πουτάνα της οδού … είμαι αγόρι μου, ήρθα να πω ένα ευχαριστώ!»
«Α! με συγχωρείτε.» είπε ο υπάλληλος, κοκκινισμένος με κόκκινα μάγουλα και σηκώθηκε «Χαίρω πολύ, καθίστε»

Χαμογέλασαν.-

Σήμερα είναι του Αγίου Βαλεντίνου – αγαπήστε.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Άφησε σχόλιο