Επιστροφή στη Μπέλλα Βίστα

0

της Θάλειας Παντελίδη

O θείος Χαρίλαος γεννήθηκε το 1920 στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα χιώτη και μητέρα γαλλοελβετίδα. Η κλίση του προς την Ιατρική εκδηλώθηκε πολύ νωρίς. Σπούδασε στην Ιατρική της Πόλης και μετά συνέχισε την ειδίκευσή του στη ψυχιατρική στην Γενεύη όπου κι έκανε καρριέρα. Στα 86 του επέστρεψε στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί οριστικά. Είχε μείνει μόνος μετά απο τρεις γάμους και τρία διαζύγια. Με είχε βοηθήσει να ολοκληρώσω τις δικές σπουδές στη ψυχιατρική. Ημουν η αγαπημένη του ανηψιά και δέχθηκα να αναλάβω την περιποίησή του, διότι παρά τις αναρίθμητες ιδιοτροπίες του ήταν ένας άνθρωπος βαθειάς καλωσύνης και μεγάλης σοφίας.

Τις μέρες που ο καιρός ήταν γλυκός κάναμε σύντομες βόλτες στον κήπο της μικρής αριστοκρατικής μονοκατοικίας του στη Μπέλλα Βίστα. Εκεί είχε περάσει τα κατάφωτα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας. Τώρα πιά περπατούσε αργά, στηριζόμενος στο μπράτσο μου, και κάθε στιγμή ακουγόταν ο ήχος απο τα ξερά φύλλα που συνθλίβονταν κάτω απο τα βήματά μας, ενώ γύρω μας έτρεχε η Μπισκότ, το αγαπημένο του κανίς.

Μέχρι τα ογδονταοκτώ του του ήταν ακμαίος, κάπνιζε δέκα πούρα Αβάνας ημερησίως και έπαιρνε πέντε μικρά γεύματα στις 8 πμ, 12 πμ, 4.30 μμ, 7.30 μμ και 10 μμ ακριβώς, συνήθεια που δεν διακόπηκε ακόμη και όταν έχασε την αίσθηση του χρόνου. Τις ώρες υπενθύμιζαν πιά πέντε πανομοιότυπα ασημένια ξυπνητήρια, ρυθμισμένα και τοποθετημένα σε προκαθορισμένες θέσεις πάνω στον μπουφέ. Η ηλικία, καθώς και τα ολοένα αυξανόμενα κενά πρόσφατης μνήμης, επέτειναν την μανία του με την τάξη και την ακρίβεια, καθώς και τους φόβους του για την πολύτιμη συλλογή του από αυγά Φαμπερζέ την οποία και μου κληροδότησε. Κάποιες μέρες, κατέληγε να ανοίγει με εξαιρετική προσοχή, την βιτρίνα όπου ήταν φυλαγμένα, και να τα ξεσκονίζει αναρίθμητες φορές. Το ξεχνούσε αμέσως μετά και ξανάρχιζε. Φορούσε πάντα την κολόνια Vetiver από τότε που την λανσάρισε ο οίκος Carven το 1957, αλλά ξεχνώντας και πάλι ότι μόλις είχε αρωματισθεί, επαναλάμβανε την ίδια κίνηση, τόσο που όλος ο περιβάλλων χώρος είχε διαποτισθεί απο την μυρωδιά αυτή, που θα παρέμενε επι μακρόν μετά την αποχώρησή του.

Οι ζωτικές σημαντικές του λειτουργίες παρέμεναν ανέπαφες, αν εξαιρέσουμε κάποια δυσκολία στο περπάτημα, σε αντίθεση με τις διανοητικές και ψυχικές που έφθιναν διαρκώς. Τρία χρόνια πριν τον θάνατό του, αναγκάστηκα να απολύσω την οικονόμο του για λόγους που δεν θα ήθελα να αναφέρω εδώ. Στην θέση της προσλήφθηκε η Νάντια, γοητευτική σαραντάρα και πρώην χορεύτρια Αλκαζάρ Βουκουρεστίου, η οποία επιλέχθηκε λόγω των άριστων συστάσεών της. Παρά την μεγάλη ταραχή που προκάλεσε στον θείο η αλλαγή αυτή, κάποια σχετική ηρεμία αποκαταστάθηκε σύντομα, η τάξη και η καθαριότητα βασίλευαν. Οι ώρες γευμάτων τηρούντο ευλαβικά καθώς και το εβδομαδιαίο μενού. Ο θείος Χαρίλαος συννεννοείτο δύσκολα, ενώ όταν κάτι τον δυσαρεστούσε έντονα, έχανε εντελώς την ικανότητα του λόγου και εκφραζόταν με ελαφρά μουγκρητά. Ένα πρωί, γύρω στις 10 πμ δέχθηκα τηλέφωνο από την Νάντια σε έξαλλη κατάσταση – σύμφωνα με τα λεγόμενά της ο θείος της επιτέθηκε την ώρα που ζύμωνε κουλουράκια μαστίχας και πάλεψαν επάνω στην αλευρωμένη επιφάνεια του τραπεζιού. Όταν ερωτήθηκε – δεδομένης της ηλικίας – πως αυτό ήταν δυνατόν απάντησε ότι ήταν απολύτως δυνατό και απαίτησε την άμεση καταβολή τριών μισθών “αλλιώς θα δημιουργούσε σκάνδαλο”.

Αντικαταστάθηκε απο την Όλγα, ύπαρξη 107 κιλών και 1,85 ύψους η οποία ήταν ικανή να υπερασπίσει τον εαυτό της όπως δήλωσε και από τάγμα Ουσάρων της αυτοκρατορικής φρουράς του Τσάρου. Είχε μόλις έρθει στη Χίο, αναζητώντας δουλειά και όπως διαβεβαίωσε, η παρουσία της είχε ηρεμιστική επίδραση στους “παππούδες”, τους οποίους προτιμούσε έναντι των “γιαγιάδων”, ως πιο ήσυχους. Πράγματι ο θείος Χαρίλαος κοιμόταν ατέλειωτες ώρες, πράγμα που δημιούργησε εκ των υστέρων, υποψίες για χορήγηση χαπιών.

Οι ώρες γευμάτων τηρούντο ευλαβικά καθώς και η τάξη, δυστυχώς όχι όμως και η καθαριότητα. Ένα μεσημέρι, μετά την καθημερινή μου επίσκεψη, και παρά τα αρωματικά σύννεφα Vetiver γύρω μας, αντιλήφθηκα μια παράξενη δυσάρεστη οσμή η οποία έβγαινε από ένα κουβά στο μισάνοιχτο δωμάτιο της Όλγας. Όπως είπε η ίδια – όφειλε το ομολογουμένως θαυμάσιο για πενηντάρα δέρμα της σε κατάπλασμα, ουκρανικής πατέντας – που έφτιαχνε από ούρα και φύκια. Προσφέρθηκε δε να μου φτιάξει το ίδιο, όχι με δικά της ούρα αν δεν το επιθυμούσα, αλλά με δικά μου, προσφορά την οποία απέρριψα ευγενικά.

Δυστυχώς την περίοδο εκείνη εκτός της σωρείας προβλημάτων και κινδύνων που προκαλούσε η εξελισσόμενη άνοια του αγαπημένου μου θείου, είχα να διευθετήσω σχεδόν καθημερινά και ομηρικούς καυγάδες ανάμεσα στον ίδιο και στην Όλγα.

Παρ’ όλα αυτά, η Όλγα απεδείχθη πολύτιμη βοηθός στη διοργάνωση μιας μικρής τελετής αποχαιρετισμού προς τιμήν του, για την οποία προσκλήθηκαν οκτώ -δύο άντρες και έξι γυναίκες- αγαπημένοι μαθητές και συνεργάτες, οι οποίο ήρθαν από την Νέα Υόρκη και πέντε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Μια μέρα πριν, του εξήγησα υπομονετικά, δείχνοντάς του τις φωτογραφίες τους και υπενθυμίζοντας τη σχέση που διατηρούσε με τον καθένα ξεχωριστά.

Το τραπέζι στρώθηκε με κατάλευκο τραπεζομάντηλο με δαντέλλες Βρυξελλών, φίνο πορσελάνινο σερβίτσιο τσαγιού και ασημικά. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία τσαγιών, γλυκών και βουτημάτων από τα καλύτερα ζαχαροπλαστεία της Χώρας.

Οι καλεσμένοι έφθασαν 6 μμ ακριβώς και όλοι μαζί, ώστε να μην ταραχτεί από τις αλλεπάλληλες κωδωνοκρουσίες, κρατώντας μικρά αναμνηστικά δώρα.

Είχαν φάει και είχαν πιεί, και κατ’ ιδίαν πριν την συναντήσή μας, γνωρίζοντας, ήδη, ό,τι είχα προνοήσει να εξηγήσω. Η κατανάλωση υγρών και στερεών τροφών έπρεπε να γίνει με τρόπο απόλυτα διακριτικό, διότι η γνωστή απέχθεια του θείου Χαρίλαου σε μασουλίσματα τροφών, σε έστω απαλές εισροφήσεις ή πολύ χειρότερα σε γαργαριστούς λαρυγγικούς ήχους είχε επιταθεί στο μέγιστο, όπως συχνά συμβαίνει κατά τα γηρατειά. Είχε επίσης αναπτύξει τη φοβία ότι οι ομοτράπεζοι θα του ροκάνιζαν τα δάχτυλα. Έτσι, οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι ίσα που έβρεξαν τα χείλη τους με σπιτική λεμονάδα και μανταρινάδα. Εκοψαν με μεγάλη προσοχή λεπτές, σχεδόν διάφανες φέτες γλυκών ώστε να μη δημιουργηθεί το παραμικρότερο ψίχουλο. Απόλαυσαν μετά τα χιώτικα αμυγδαλωτά και τα γλυκά του κουταλιού, με τρόπο τόσο διακριτικό, ώστε ούτε το φαινόμενο της μάσησης, ούτε της κατάποσης γίνοντο ορατά. Οι κινήσεις όλων ήταν απαλές και αέρινες, το τρεμάμενο φως των κεριών γλυκό, τα χαμόγελά τους αδιόρατα, οι φωνές τους ψιθυριστές και τα βλέμματά που έστρεφαν προς τον δάσκαλό τους γεμάτα βαθειά συγκίνηση. Καθώς η μέρα έφευγε, το γαλάζιο της θάλασσας, όπως φαινόταν μέσα απο τα ψηλά παράθυρα της σάλας, γινόταν ένα με το σκοτάδι. Είχα την αίσθηση ότι ο χρόνος κυλούσε σε αργή κίνηση κι η ατμόσφαιρα γύρω μας ήταν σχεδόν απόκοσμη.

Εγώ καθόμουν στην κεφαλή του τραπεζιού, δίπλα στον αγαπημένο μου θείο και του έβρεχα τα χείλη με εκλεκτό τσάι με άρωμα περγαμόντου. Κατόπιν δημιουργούσα μικρά σφαιρίδια τσουρεκιού, τα τοποθετούσα σε ασημένιο κουταλάκι και τον τάιζα. Παρ’ ότι καταβεβλημένος και ανίκανος να μιλήσει, είχε ικανοποιημένο ύφος, γεγονός που επιβεβαίωνε ότι είχε και τα δυο του χέρια πάνω στο τραπέζι, άρα δεν φοβόταν για τα δάχτυλά του. Κάποια στιγμή μάλιστα, έπιασε το ελεύθερο χέρι μου και το έσφιξε τρεις συνεχόμενες φορές σε ένδειξη ευγνωμοσύνης πράγμα που με έκανε να δακρύσω και να συγκρατηθώ μετά βίας ώστε να μην αναλυθώ σε λυγμούς.

Οι προσκεκλημένοι μας αναχώρησαν στις 9 μμ ακριβώς, αφού τον ασπάστηκαν θερμά, διότι ουδέποτε έπασχε από μικροβιοφοβία.

Τον οδήγησα στο δωμάτιό του όπου και βοήθησα την Όλγα ώστε να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες πριν απο τον βραδινό ύπνο.

Μετά κάθησα στη καρέκλα μου με λιποθυμικές τάσεις από την υπερένταση και τότε μόνο θυμήθηκα ότι πεινούσα. Ήπια τρία φλυτζάνια ζεστό τσάι, και έφαγα έξι κομμάτια γλυκό με απίστευτη βουλιμία, προσέχοντας όμως να μην κάνω ψίχουλα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου καθώς αναπολούσα τις προηγούμενες ώρες.

Τον ξαναείδα μόνο άλλες δύο φορές, αφού το βράδυ της μεθεπόμενης μου τηλεφώνησαν ότι εξέπνευσε προ μόλις ενός τετάρτου, στην αγκαλιά της Όλγας, έχοντας καταναλώσει μια χορταστική ποσότητα από τα αγαπημένα του μπιφτέκια.

Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην κεντρική Αφρική. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και σύγχρονη λογοτεχνία στη Σορβόννη. Διήγημά της έχει διακριθεί στον διαγωνισμό των εκδόσεων Πατάκη για το Hotel Χάος (2013) και άλλο της διήγημα έχει δημοσιευτεί στη στήλη «Μικροιστορίες» του Books Journal. Ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται σαν καθηγήτρια ξένων γλωσσών. Αγαπά τα βιβλία, το κολύμπι, τις γάτες και τις εξωτικές κουζίνες, συμπεριλαμβανομένης και της χιώτικης.

Άφησε σχόλιο