Ιστορία μιας Πλατείας

0

γράφει ο Κώστας Ζαφείρης

Την πλατεία του κάστρου τη γνωρίζω από παιδάκι. Είμαστε βλέπετε στη γειτονιά από το μακρινό 1980. Ακόμα και στην πρώτη μας ταχυδρομική διεύθυνση, πριν αποκτήσει δικό του όνομα το ταπεινό δρομάκι του πατρικού σπιτιού, Πλατεία Φρουρίου έγραφαν οι φάκελοι που έφερνε ο ταχυδρόμος στην πόρτα μας. Τη θυμάμαι με χώμα και αργότερα ασφαλτοστρωμένη, πολύβουη, γεμάτη αυτοκίνητα. Εντός της υπήρχαν φούρνος, επιπλοποιείο, μια αποθήκη με καφάσια μαναβικής, ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων ακόμα και σιδεράδικο. Θυμάμαι τα ΡΕΟ του στρατού να κάνουν μαγγιόρες μανούβρες για να φορτώσουν ψωμιά από το φούρνο. Θυμάμαι ακόμα σε ξαφνικές νεροποντές να γίνεται λίμνη κανονική και για να την παρακάμψουμε να πάμε στο σχολείο να κάνουμε του σκύλου τη βόλτα. Τέλος τα βράδια ήταν έρημη μέσα στο μισοσκόταδο, τότε που στεκόμασταν με φίλους να κουβεντιάσουμε τα κοσμοϊστορικά κάθε βραδιάς και να κάνουμε το τελευταίο τσιγάρο πριν πάμε σπίτια μας.

Με την έλευση του νέου αιώνα ήρθε η ανάπλαση. Ορθώς τότε ο δήμος Χίου αποφάσισε να κάνει μεγάλες παρεμβάσεις και με σειρά εργασιών να της δώσει τη σημερινή μορφή που όλοι γνωρίζουμε. Για τη μορφή των παρεμβάσεων μπορεί να είχαμε ενστάσεις αισθητικής ή άλλης φύσης. Ωστόσο όλοι χαιρετίσαμε το γεγονός που φώτισε μια ξεχασμένη κι υποβαθμισμένη γωνιά της πόλης. Εμείς οι καστρούσοι νιώσαμε και υπερηφάνεια για τη γειτονιά μας. Με τον καιρό οι οχλούσες δραστηριότητες απομακρύνθηκαν σταδιακά. Δεν ταίριαζαν στην καινούργια φύση της πλατείας.

Άνοιξε το πρώτο καφέ στην πλατεία. Αποδείχθηκε ευφυής επιχειρηματική κίνηση. Άπλωσε τα τραπεζοκαθίσματά του, αρκετά αραιά και υποδέχθηκε τον κόσμο του. Το πλεονέκτημα, αυτό που διαφοροποιούσε την πλατεία, ήταν ότι ήταν κέντρο απόκεντρο. Ήταν αισθητικά ωραία, ειδικά το βράδυ, δεν είχε την πολυκοσμία και την οχλοβοή της παρακείμενης Προκυμαίας, μπορούσες ήσυχα ακόμα και τις ώρες αιχμής να πιεις τον καφέ ή το ποτό σου.

Ύστερα άνοιξε και δεύτερο μαγαζί, και τρίτο, και τέταρτο. Νόμιμα άνοιξαν οι άνθρωποι με όλες τις προβλεπόμενες άδειες και τα σχετικά. Όμως η συνύπαρξη και ο ανταγωνισμός πολλαπλασίαζαν τα τραπεζοκαθίσματα που γέμιζαν ασφυκτικά σχεδόν κάθε πιθαμή ελεύθερου χώρου. Ακόμα κι οι διάδρομοι διάβασης στένεψαν. Οι επιχειρηματίες κοίταζαν όπως είναι φυσικό να εξασφαλίσουν περισσότερες θέσεις και την απόδοση της επένδυσής τους. Ωστόσο, άθελα τους, υπέσκαπταν το πλεονέκτημά τους. Η διαφορετικότητα της πλατείας σταδιακά εξαφανίστηκε. Τις καλοκαιρινές νύχτες ήταν ένας χώρος κορεσμένος ως τα μπούνια, με θόρυβο, με αλληλοσυγκρουόμενες μουσικές. Χωρίς ούτε μέτρο ελεύθερο για τον περαστικό, για τον διαβάτη, για τον επισκέπτη που θα ήθελε λίγο να ξαποστάσει χωρίς να καταναλώσει.

Η ιστορία που σας διηγήθηκα είναι διδακτική για τρεις λόγους: Πρώτον αποκαλύπτει την αδιαφορία που έχουμε εμείς οι πολίτες για το δημόσιο χώρο. Η πλατεία έγινε δημόσιος εκμισθωμένος χώρος. Εμείς ποτέ δεν ζητήσαμε ένα παγκάκι, δεν την αντιμετωπίσαμε ως κοινό αγαθό. Δεύτερον, οι θεσμοί, ο δήμος εν προκειμένω, δεν έβαλαν ποτέ κανόνες απλούς ισότιμους και εφαρμόσιμους. Δεν είπαν ας περιορίσουμε τα τραπεζοκαθίσματα, ας διατηρήσουμε το χαρακτήρα, ας σεβαστούμε την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα της πλατείας. Τρίτον, οι επιχειρηματίες δεν αυτοπροστατεύθηκαν, δεν υπεράσπισαν οι ίδιοι το προϊόν τους. Υπέσκαψαν με την αλόγιστη ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων τη διαφορετικότητα του χώρου που τους φιλοξενεί, αυτή τη διαφορετικότητα που τον έκανε ελκυστικό.

Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν με πολλή περίσκεψη και πολλή αγάπη για ένα χώρο που αποτελεί πολύτιμο κομμάτι της μνήμης του γράφοντος. Δεν κουνάω το δάχτυλο σε κανέναν και δεν θέλω να γίνομαι μάντης κακών, αλλά κάποια μαγαζιά έκλεισαν –πιθανόν για άλλους λόγους, αλλά εξίσου πιθανόν λόγω κορεσμού. Λέτε η πλατεία της ιστορίας μας να μπαίνει εκ νέου σε φάση παρακμής; Ειλικρινά ελπίζω όχι. Αλλά ας το σκεφτούν και όσοι πιο άμεσα από μένα εμπλέκονται.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Άφησε σχόλιο