Η αθρωπιά βραβεία δε θε

0

Ανεβασμένη απάνω στην εγιά κι επολεμούσες με το πριονάκι να φέρεις κάτω ένα κλαδί, να πάρει αέρα το δέντρο κι εκειδά στη μεγάλη ανέγκαση σου ’ρτενε στο νου η Λόντρα, μια φορά που ’χες πάει… Και σου ’χενε κάνει μεγάλη εντύπωση πόσες λατσιόνες εσυνάντησες… Αθρώποι απ’ όλον τον κόσμο κι εσκεβούσουνε πως η ζωή θα ’τανε πολύ ανεφέλετη αν υπήρχανε μόνο Εγγλέζοι εκειδά, μόνο Αμερικάνοι στην άλλη πάντα, μόνο Έλληνες εδωνά… πως άμα δε συναναστραφείς με άλλους αθρώπους ξένους, τίποτι ε μαθαίνεις…

Ήφερες το κλαδί κάτω, κάνα δυό εγιές είχανε δάκο κι ευτυχώς που δεν εραντίσανε… σάμπως ποιος ξέρει ίντα πράμα είν’ ευτό το φάρμακο, που ρίχνουνε στα δέντρα…

Ήκατσες στο τοιχογύρι να πάρεις μιαν ανάσα, ήκαμες και λίγη φασαρία με την κατσούνα ίμπα και εφανιστεί κάνας λαφιάτης με τις ζέστες τούτες κι ήπιασες το τελέφωνο να πάρεις τον Μοθένα και τη Ζεχρά, να δεις που βρισκούντενε, είναι στην Ειδομένη; Εφτάσανε; Επεράσανε; Οι ειδήσεις είναι αποκαρδιωτικές… Εκλείσαν τα σύνορα… Το τελέφωνο τως κλειστό… Ίντα θ’ απογίνει ο κόσμος;

Οι εγιές στο χώμα στρώμα… Πάνε και χωνούντενε μέσα στ’ αγκύλια… Μα τις αφήνεις τις χουρμάδες;

Ξεύρεις πως είναι, ίσως, ανούσιο να σκας, «γύρευε τη δουγιά σου» θα σου λέγανε άλλοι, αλλά με το ζευγάρι που εγνωρίσαμενε, από τη Βαγδάτη εδεθήκαμενε… Θε που εχάσανε το παιδί τως στα δικά μας τα νερά, που εθάφτηνε στο χώμα το δικό μας, θε που εκάτσαμενε στο ίδιο τραπέζι κι εφάγαμενε το ίδιο φαί, θε η αγκαγιά κι η καλή κουβέντα, το πένθος και το γέλιο της ανάγκης… Για έξι μέρες μας ήνωσενε μια παιδική ψυχή που εχάθηνε… Εμάθαμενε τα χούγια τως κι ευτοί τα δικά μας είπαμενε ιστορίες… σα να ’τανε συγγενείς που ’ρτανε από μακριά, που δεν τους είχαμενε ποτέ ξανά πακιαριστεί… Το κλάμα στον αποχωρισμό μας εβγήκενε μέσα από τη ψυχή μας…

Το ένα τσουβαλάκι εγέμωσε κι ανοιώνεις τη χαρά της κούρασης… Φυσάει και μια νοτιά τρελή, τα σύννεφα μαζεύουντενε… Αγαντάρεις για το δεύτερο… Θυμάσαι τη μανή που εμάζευενε εγιές μέχρι να σουρουπώσει… Ήναβενε και μια φωτιά κι ήψηνε τον καφέ της στο μπρικάκι… ήστρωνε το πεσκιράκι με το ψωμί και το τυρί και ξαπόσταινε… Άλλα χρόνια, άλλοι καιροί… άλλα κουράγια…

Ήρτενε η ώρα για το κουβάλημα και βλαστημάς ευτούς που ανοίξανε ένα δρομάκι άχρηστο, κακόβολο κι ετσιμεντώσανε χωρίς λόγο τη φύση… Σαν τη μανή κι εσύ… στον ώμο… εγιές και ξύλα για το τζάκι…

Κι αυτό το βάρος εν είναι τίποτα… ευτό που είναι βαρύ, κουρσούμι, είναι η υπόσχεση πως τον Αχμέτ, στο Μερσινίδι, θα τον έχομενε εμείς στο νου μας από δω κι εμπρός…

Κουβαλάς και σκέβεσαι ευτό που εδιέβασες κάπου και σου φάνηνε ανόητο και χωρίς ουσία: πως η Ύπατη Αρμοστεία θε να δώκει βραβεία στους εθελοντές, αντί να δώκει ένα πιάτο ζεστό φαί στους αθρώπους που πεινούν, αντί να βάλουνε τα δυνατά τως να σταματήσει όλη τούτη η λολάδα του πολέμου και του διωγμού… έτσι για να ησυχάσουνε τόσες ψυχές που χάνουντενε άδικα στη θάλασσά μας… Η αθρωπιά βραβεία δε θε… από που σας φέρανε;

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο