05 Καμπιά

0

20150912

Από το νότο για να φτάσω στο βορρά το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής είναι ξυρισμένο από τις φωτιές, αλλά πλησιάζοντας στο Πελιναίο, κυρίως από τη Σπαρτούντα και μετά, η βλάστηση είναι πολύ πυκνή και πλούσια. Όσο ανέβαινα τόσο έκλεινε ο ουρανός από τα σύννεφα· με το τελευταίο φως έφτασα στο χωριό και κατηφόρησα προς την πλατεία, την ώρα που οι άντρες στα χωριά τελειώνουν τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες και συναντιούνται στο καφενείο. Στο καφενείο δέκα άνθρωποι, εννιά άνδρες και μια κυρία, «δέκα χρονών έφυγα από τον Αγρελωπό εδώ δίπλα, εκεί να πάτε για φωτογραφίες, και πήγα στην Αμερική». Χαρούμενη η παρέα, ακροβολισμένοι γύρω γύρω στη βεράντα του καφενείου για να βλέπουν όλοι, όλους. «Εγώ ήμουνα τσοπανάκος, δεκάξι χρονών πήγαινα με τα πρόβατα στη Πλάτη (σημ. βουνό μεταξύ Καλαμωτής και Πυργίου) περνούσαν από κει τα Πυργουσάκια για να πάνε στο γυμνάσιο στην Καλαμωτή περπατώντας, αλλά βγήκανε πολλοί γιατροί. Ογδόντα έξι είμαι τώρα, ένα χωραφάκι έχω μόνο, πάω σιγά σιγά και μετά γυρίζω να ξεκουραστώ. Τώρα… ηλιοβασιλέματα, ζω μόνο για να θυμούμαι». Πενήντα-εξήντα οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, τις επόμενες μέρες θα φύγουν και οι τελευταίοι που ήρθαν για καλοκαίρι από Αθήνα και Αμερική.

Το πρωί στο σχόλασμα της εκκλησιάς, εννιάμιση είχε τελειώσει «βιάζεται ο παπάς μας, τα λέει γρήγορα», οι περισσότεροι από τους χθεσινούς του καφενείου ήταν εδώ, ντυμένοι με τα ρούχα της Κυριακής. «Μπαρκάρησα δεκαέξι χρονών, αλλά ήθελα να πάω στην Αμερική, όλοι από δω στην Αμερική φεύγαν μετανάστες. Γύρισα έκανα το στρατιωτικό μου στο ναυτικό εικοσιεπτά μήνες, μπαρκάρησα πάλι και κάποια στιγμή που είμασταν στη Νέα Υόρκη, τράβηξα ένα σκοινί και έφυγα κρυφά απ’ το βαπόρι. Στους έξι μήνες παντρεύτηκα Αμερικανίδα, έβαλα δικηγόρο και έγινα νόμιμος· δούλεψα σκληρά, σαράντα χρόνια έκαμα να γυρίσω πίσω, ήρθα μόλις βγήκα στη σύνταξη. Θέλω να κάθομαι περισσότερο στο χωριό αλλά βλέπεις τα παιδιά παντρεύτηκαν, δουλεύουν, θέλουν βοήθεια με τα εγγόνια, καθόμαστε λίγο στο χωριό». Αναρωτήθηκα αν τόσα χρόνια στην Αμερική, ταξίδεψε καθόλου· «μπα, γιατί να ταξιδέψω; δεν προλάβαινα κιόλας, μετά ήρθαν τα παιδια, τα εγγόνια».

Τριγυρίσαμε στο χωριό· το χωριό μοιάζει τεράστιο για τον πληθυσμό που έχει απομείνει. Κάποιος επισκευάζει τον ηλιακό θερμοσίφωνα, «φύσαγε πρόπερσι ένα βράδυ πάνω από δέκα μποφόρ και τα σήκωσε όλα, μένω στη Χώρα, δεν προλαβαίνω να έρχομαι συχνά, αλλά μου αρέσει στο χωριό». Κοιτώντας το κάθε σπίτι μπορείς να καταλάβεις πότε περίπου εγκαταλείφθηκε. Άλλα είναι ερείπια από πολλές δεκαετίες, άλλα μοιάζει να έφυγαν πριν είκοσι-τριάντα χρόνια για να γυρίσουν σύντομα αλλά δεν επέστρεψαν ποτέ· άλλα είναι κάπως συντηρημένα σε μια τελευταία αναλαμπή, σαν κάποιος απόγονος κάποτε να προσπάθησε· να μην χαθεί το σπίτι. Και είναι κι αυτά που κατοικούνται, ανάμεσα στα χαλάσματα, καθαρά και φροντισμένα, με πολλά λουλούδια. «Τα βλέπετε αυτά στο δρόμο, δειλινά λέγονται, μόνα τους βγαίνουν, έχει γεμίσει ο δρόμος». Δεν ξέρω αν ερχόταν η πολεοδομία για έλεγχο, πόσες παραβάσεις μπορούσε να καταγράψει, πιθανόν πάρα πολλές, αλλά ίσως αυτές οι υπερβάσεις και οι αυτοσχεδιασμοί, κάνουν αυτόν τον οικισμό ιδιαίτερο, χωρίς να ενοχλούν. Παντού σ’ αυτή τη χώρα οι κάτοικοι κάνουν του κεφαλιού τους, το αποτέλεσμα συνήθως είναι άσχημο και ανιστόρητο, στηριγμένο μόνο στις εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων και στην ευκολία των υλικών της εποχής· αποκαλυπτικό όμως της μάχης του ανθρώπου με το χρόνο, με την εντροπία.

Ένα μικρό κορίτσι έρχεται στο καφενείο να αγοράσει γκοφρέτες, κάποιος την κερνάει· φέτος πάει σχολείο, είναι το μοναδικό παιδί του χωριού, όλοι οι συνταξιούχοι το προσέχουν σαν να είναι παππούδες και γιαγιάδες του.

Το επόμενο Σάββατο, οι Αμάδες και το Βίκι

Γεννήθηκε στην Καλαμωτή της Χίου το 1970

Άφησε σχόλιο