Κάτι ξέραν

0

Κι αφού επέρασενε ο χειμώνας, εξέστρωσες τις κουρελούδες τις ήπλυνες και τις καλόθεκες… Κι άμα ήφτασες στην κουζίνα κι  ερχίνησες να σαπουνίζεις τα ντολάπια ανακάλυψες πως έχεις 3-4 λογιώ λεμονοστίφτες… τους απόθεκες στον πάγκο, τους εκοίταγες για κάνα μισάωρο κι εσκεβούσουνε ίντα διάβολο σου χρειάζουντενε τόσοι λεμονοστίφτες… κι εθυμήθηκες πως είχες κι άλλους δυό ηλεκτρικούς, μαζί με δυό ηλεκτρικά μαχαίρια, τρεις κρυστάλλινες φοντανιέρες και μια εξάδα μπωλ για φρουτοσαλάτα, δώρα ενός γάμου ξεχασμένου, μέσα σε μια κούτα στο πατάρι, αναμεταξύ του αντίσκηνου και της βαλίτσας Α, με τα σεντόνια τα κεντημένα…

Και σου ’ρτενε κούπαση, ένας ίδρωτας κατήβηκενε από το κούτελο λες και κάποιος σ’ ήπιασενε από το λαιμό κι εμπουρούρισες, ήρχισες ν’ ανοίγεις τις ντολάπες και να πετάς όξω πράμματα… άχρηστα κι ανώφελα… μπας και μπορέσεις να πάρεις αγέρα… Κι εκεί που καθούσουνε καταής δίπλα σε τάπερ και στα εφτά σεταρισμένα τσουκάλια μάρκας, σου ’ρτενε στο μυαλό η κουζίνα της μανής… με το ένα τηγάνι που ’τανε για το πετρογκάζι και τ’ άλλο το μαυρισμένο που το ’χενε για τη φωτιά όξω, με το ένα χαρανί και το ένα κατσαρολάκι, με τα τρία μαχαίρια που ακόνιζενε ο πάππους για να κόβει το ψωμί και το καρπούζι, τις 2-3 κούπες τις εμαγέ για το βραστικό, τον ένα νεμπότη και το ένα σιταρικό… Και δεν απορείς πως τα κατάφερνε η γιαγιά να ταΐζει 6 νοματέους και μουσαφίρηδες πολλούς, με τόσα λίγα τσουκαλικά και πιατοπότηρα, γιατί το έζησες κι  απλά γιατί τα κατάφερνε… κι ας μην είχενε το εργαλειάκι για να λιώνει το σκόρδο, ηλεκτρονική ζυγαριά και ρολογάκι για τα βραστά αυγά… Και βύσσινο γλυκό ήκαμνε χωρίς το εργαλειάκι για να βγάζει τα κουκούτσια… και σαλάτα ήκοβε, χωρίς τον ειδικό κόφτη. Σάμπως εν τη τρώγαμε και χοντροκομμένη;..

Και λογιάζεσαι και λες πως όσο γεμίζουμε τα σπίτια και τις ζωές μας με σαβούρες τόσο πιο δυστυχισμένοι γινούμεστε… Τα πηδηγούμενα μόνο και πάστρα στις καρδιές μας… κάτι ξέραν ευτοί οι σοφοί, οι παγιοί αθρώποι…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο