Μία «ανάγνωση» στο τραπέζι

2

της Μαρίας Βουχάρα

Δύσκολα μπορεί κανείς ν’ αφήσει να περάσει απαρατήρητη μια τόσο διαφορετική παράσταση. Ο λόγος φυσικά για την παράσταση «Στο τραπέζι» που είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε στις 6 και 7 Αυγούστου στο Μουσείο μαστίχας στο πλαίσιο του Chios Music Festival. Σ’ αυτό το φιλόξενο λοιπόν τραπέζι καθίσαμε αναπαυτικά, κάποιοι ανίδεοι και κάποιοι περισσότεροι υποψιασμένοι, κληθήκαμε στη συνέχεια να γίνουμε κοινωνοί σε μια μυσταγωγία που επισφραγίστηκε με τον οίνο και τους, σχεδόν συνωμοτικούς, ψιθύρους της χορωδίας των Ταξιδευτών

«Και των σοφών οι λόγοι θαρρείς πως είναι ψώρα
Αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα
Δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει
Πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη»,

για να γίνουμε εν τέλει όλοι μας συμμέτοχοι σε ένα μοναδικό μουσικοθεατρικό δρώμενο, σε ένα συμπόσιο με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ο Λευτέρης Βενιάδης, αντλώντας έμπνευση για άλλη μια φορά από τον σατιρικό μας ποιητή Γ. Σουρή, παρατηρεί με διεισδυτική ματιά, ανατέμνει προσεκτικά και σχολιάζει χωρίς αναστολές και περιστροφές το ελληνικόν «ίδιον». Το παράδοξο αυτό ελληνικό φαινόμενο, που αποτύπωσε με εκπληκτική πιστότητα και ενάργεια στην ποίησή του ο Σουρής πριν από 100-120 χρόνια, φαίνεται πως καλά κρατεί, ακόμη και σήμερα, τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του. Το σύνδρομο του παντογνώστη Έλληνα, οι γυρολόγοι πολιτικάντηδες ή κατ’ επίφαση πολιτικοί, οι μεσίτες και η παντός είδους μεσιτεία προς επιβίωση, ανέλιξη και καταξίωση. Το φαινόμενο όμως αυτό συμπληρώνεται και με πρόσθετα χαρακτηριστικά, που σκιαγραφούν την πιο μοντέρνα εκδοχή του: τον τραμπουκισμό στα γήπεδα αλλά και σε πλείστες όσες όψεις της κοινωνικής ζωής, τα δημοσιογραφικά καρτέλ, την καρμανιόλα των δρόμων ως μια σύγχρονη ομαδική αυτοκτονία ή θυσία στην άσφαλτο, τον εικονικό κόσμο του facebook και των κινητών. Ο συνθέτης όμως δεν σταματά εδώ, προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Με έναν άρτιο (αλλά και τόσο λανθάνοντα!) καλλιτεχνικά τρόπο, σβήνει σιγά σιγά το κωμικοτραγικό της ελληνικής πραγματικότητας (και τη γλυκόπικρη γεύση της) και στη θέση τους υψώνει κάτι πιο μεγάλο και βαθιά (παν)ανθρώπινο, το αναπόδραστο της ανθρώπινης μοίρας, τον σκεπτικισμό για την αξία της ζωής και την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου («να ζει κανείς ή να μη ζει;»), την αναζήτηση της ψυχής («πού να είσαι ω ψυχή μου!»), τα πάθη και το ευμετάβλητο της τύχης του ανθρώπου («Ω πόσο μεταβάλλονται αι τύχαι των θνητών, έσχατοι οι πρώτοι γίνονται κι οι τελευταίοι πρώτοι»). Η μεθοδική αυτή αποδόμηση του θλιβερού και του φαιδρού, κεντημένη πάντα με μια ειρωνεία λεπτή αλλά διαπεραστική, νομίζω πως είναι το μέσο που μετέρχεται ο συνθέτης για να μη μας αφήσει καθηλωμένους στην απόρριψη και εν γένει στην άρνηση αλλά να μας οδηγήσει τελικά στην αποδοχή και την κατάφαση της ίδιας της ζωής.

Ας δούμε όμως και κάποια πιο ειδικά χαρακτηριστικά, πέρα από το γενικό περίγραμμα. Ηθοποιοί, μουσικοί και χορωδοί επιχειρούν τη μουσικοθεατρική σύνθεση περιφερόμενοι ελεύθερα γύρω από το τραπέζι ή και πάνω σ’ αυτό, στοχάζονται φωναχτά, στηλιτεύουν και αυτοσαρκάζονται, αφηγούνται και διαλέγονται μεταξύ τους, αλληλεπιδρώντας με έναν τρόπο ξεχωριστό. Ο φορέας του νοήματος δεν είναι (σχεδόν) ποτέ ένας και μοναδικός και το νόημα αυτό καθ’ αυτό ποτέ μονοσήμαντο. Οι ηθοποιοί για παράδειγμα εκφέρουν λόγο και ο λόγος αυτός «σχολιάζεται» από τις νότες των μουσικών, που αρθρώνοντας το δικό τους μουσικό σχόλιο, λειτουργούν προσθετικά στο αφήγημα ή το ακυρώνουν, η σοπράνο τραγουδάει και οι ηθοποιοί κινούνται, χειρονομούν ή μορφάζουν, οι χορωδοί τραγουδούν και χορεύουν την ίδια ώρα που κάποιος ηθοποιός συμπληρώνει ή αναιρεί με τη δική του παρέμβαση το γίγνεσθαι. Η πολυφωνία όμως αυτή και η φαινομενική αποσπασματικότητα δεν δρα διαλυτικά, τα επιμέρους κομμάτια κουμπώνουν μεταξύ τους, συντίθενται και αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργικά, ενώ το διαρκές αυτό πέρασμα από τα μέρη στο όλον κρατάει σε συνεχή εγρήγορση τον θεατή-κοινωνό και του αφήνει μια επίγευση μέθεξης και ευφορίας.

Εκτός από το παλίμψηστο αυτό των φωνών και των δρώμενων, υπάρχει κι ένα δεύτερο θεμελιώδες γνώρισμα της παράστασης. Πρόκειται για την αντίθεση, την αντίστιξη, που φαίνεται πως αποτελεί σταθερό (αν κρίνω και από προηγούμενες παραστάσεις) γνώμονα δημιουργίας για τον νεαρό συνθέτη και διαπερνά το συγκεκριμένο έργο καθολικά: το παρελθόν και το παρόν, η ελληνική γλώσσα από την καθαρεύουσα έως τη γλώσσα του δρόμου και του καφενέ, η μνήμη ως μια συνεκτική πορεία αλλά και ως θραύσμα, το λογικό και το παράλογο, το σοβαρό ή σοβαροφανές έναντι του φαιδρού ή ακόμη και του γελοίου, η ποίηση και ο αποτρόπαιος τούτος κόσμος, η προσφυγιά ως ανάμνηση και ως σύγχρονο βίωμα, η φανερή και η βαθύτερη φύση των πραγμάτων και των ανθρώπων, η ζωή και ο θάνατος.

Ας κλείσω με την τελευταία σκηνή του έργου, ένα εύγλωττο στιγμιότυπο, ιδιαίτερα δηλωτικό του σουρεαλισμού που ενίοτε μας περιβάλλει: ο πρόσφυγας που μόλις έχει βγει στη στεριά και ο παρακείμενος λουόμενος που με περισσή ζέση σπεύδει για τα δέοντα, για την απαραίτητη δηλαδή selfie…

Λευτέρη Βενιάδη, σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς που αναπνέεις δημιουργικά και σ’ αυτόν (και γι’ αυτόν) τον τόπο. Πάντα θα περιμένουμε το επόμενο έργο σου. Θερμά συγχαρητήρια και σ’ όλους αυτούς τους ταλαντούχους μουσικούς και ηθοποιούς που έφερες μαζί σου.

Κατερίνα Τσίτσα, σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς που κάθε χρόνο παρατάς τα πάντα-όλα κι έρχεσαι με όλη σου τη θετική ενέργεια και αύρα στο νησί, για να μαζέψεις έναν-έναν και να κουρδίσεις τους Ταξιδευτές σου, τους Ταξιδευτές μας, προσφέροντάς τους πολύτιμες εμπειρίες ζωής.

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. Βαγιάνου Κυριακή

    Βαθιά στοχαστικό και κριτικό κείμενο που σκιαγραφεί ολόπλευρα το στίγμα αυτής της εκδήλωσης! Το πιο σημαντικό όμως είναι τα συναισθήματα που καταστάλαξε μέσα σε όλους μας, άμεσα συμμετέχοντες και μη. Αυτά θα μας συντροφεύουν μέχρι το Νοέμβριο, στο επόμενο ραντεβού με το Λευτέρη και τους Ταξιδευτές για ένα ζεστό χειμωνιάτικο αντάμωμα….

  2. Ένα καταπληκτικό κείμενο που περιγραφει ακριβώς την υπέροχη εμπειρία αυτής της βραδιάς με εξαιρετική μουσική,ηθοποιια και πολλές αναμνήσεις!!

Reply To Βαγιάνου Κυριακή Cancel Reply