Μοίρα καλή

0

Κείμενο της Κίτσας Μπενοβία γραμμένο με αφορμή την πρόσφατη πτώση αεροπλάνου σε χωριό του Κιργιστάν και την λογοτεχνική άσκηση «Φτιάξτε μια ιστορία που να τελειώνει με αεροπορικό δυστύχημα», η οποία προέκυψε από αυτό το δυστύχημα και τέθηκε στο εργαστήρι λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Ο Περικλής Λάπας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, καλλιεργημένος, εύπορος και καλόκαρδος άνθρωπος ήταν υπερήφανος για τρία πράγματα στη ζωή του. Την αμιγώς Αθηναϊκή καταγωγή του, τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις και το αρχαιοελληνικό του όνομα, όντας συνονόματος και συντοπίτης του μεγάλου πολιτικού και στρατηγού. Το προσωνύμιο Ολύμπιος όμως δεν κατάφερε ποτέ να διεκδικήσει ο πρώην γυμνασιάρχης. Εκνευριζότανε εύκολα, φούντωνε, ένοιωθε εκείνο το μυρμήγκιασμα στο κεφάλι, οι λέξεις ξεχύνονταν ποτάμι φουσκωμένο από το στόμα του κι η λογική του στη γωνιά θρηνούσε για την ανημποριά της.
Είχε αναψοκοκκινίσει ήδη ο Περικλής, το ένοιωθε το αίμα που ανέβαινε, και έκοβε βόλτες μήπως και ηρεμήσει.
– Θα γίνει μεγάλη φασαρία σήμερα, κορόιδα είμαστε να περιμένουμε τόσοι άνθρωποι τις«κυρίες»; απειλούσε, στολίζοντας με μπόλικη ειρωνεία την τελευταία λέξη.
Οι τόσοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου ήταν 9 τον αριθμό και κουνούσαν σε σιωπηλή συμφωνία τα κεφάλια τους, περιμένοντας τις δύο γυναίκες που θα συμπλήρωναν την μικρή ομάδα.
Το γκρουπ είχε συγκεντρωθεί στο γκισέ της Ukranian Airlines από τις 11, το ρολόι έδειχνε 11.30 και θα έπρεπε να έχουν ήδη τσεκάρει τα εισιτήρια για την πτήση προς Κίεβο με τελικό προορισμό την Αλμάτυ του Καζακστάν. Έντεκα άνθρωποι, πέντε άντρες κι έξι γυναίκες, ξεκινούσαν ένα 17ημερο ταξίδι στις χώρες της Κεντρικής Ασίας.
Πρώτα φάνηκε το καρότσι φορτωμένο βαλίτσες, σακβουαγιάζ, τσάντες και τσαντάκια. Δύο γυναίκες ξεπρόβαλαν πίσω του, ξανθιά, ευπαρουσίαστη και καλοντυμένη η πρώτη, παχουλή, μέτριου αναστήματος, καστανή με έντονα χαρακτηριστικά και διεισδυτικό βλέμμα η δεύτερη. Σε δευτερόλεπτα σκανάρισε τους πάντες και πέταξε ένα απότομο καλημέρα αφήνοντας την φίλη της να ζητήσει συγγνώμη για την καθυστέρηση και να κάνει τις συστάσεις. Έφη και Κάλλια φίλες από παλιά.
Ο Περικλής κατάλαβε αμέσως ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μ’ εκείνο το βλέμμα, κατάπιε τις απειλές του και περιορίστηκε σ’ ένα σιγανό μουρμούρισμα.
Μέχρι να επιβιβαστούν, η Κάλια είχε περάσει τους συνταξιδιώτες της από μια πρώτη ανάκριση και μέχρι να φτάσουν στην Αλμάτυ, είχε αποδειχθεί εκνευριστικά περίεργη, νευρική, αφηρημένη και λαίμαργη. Οι συνταξιδιώτες της αντιμετώπισαν με ανεκτικότητα την ιδιαιτερότητά της. Της παραχώρησαν την πρώτη θέση στο πούλμαν, φρόντισαν να εφοδιάζεται καθημερινά με φρέσκα φρούτα, τα οποία κατέληγαν συνήθως πατημένα στο πάτωμα, την περίμεναν να τελειώσει τα θηριώδη πρωινά της και την έψαχναν στα δαιδαλώδη παζάρια, όπου συχνά χανόταν. Ένα μεγάλο παιδί ήταν και σαν τέτοιο την αντιμετώπιζε κι ο Περικλής, ως τυπικός εκπαιδευτικός, θέλοντας ωστόσο να την συνετίσει, προκαλώντας λεκτικές μονομαχίες εξαιρετικά απολαυστικές, όπου προς μεγάλη του στεναχώρια δεν είχε ο ίδιος τον τελευταίο λόγο ποτέ.
Η Έφη ήσυχη και διακριτική, προσπαθούσε με χιούμορ να ελαφρύνει το κλίμα μεταξύ των μονομάχων όταν βάραινε επικίνδυνα. Φίλες με την Κάλια από τα φοιτητικά τους χρόνια στην Ιατρική μετρούσαν τέσσερεις και πλέον δεκαετίες αδελφικής φιλίας, αναλαμβάνοντας ωστόσο συχνά και τον ρόλο της μαμάς που καλύπτει της αταξίες της κόρης της.
Ανόμοιες χάντρες στο ίδιο κομπολόι οι χώρες των -στάν, ήταν για όλους ένας άλλος κόσμος μ’ ατέλειωτες στέπες, δασωμένα χιονισμένα φαράγγια, ερήμους άμμου κι αλατιού, ορεινές λίμνες, απέραντα βαμβακοχώραφα.
Τυρκουάζ τζαμιά και ψιλόλιγνοι μιναρέδες, μεντρεσέδες και παλάτια, ταπεινά χωριά, σκηνές νομάδων, σκεπαστά παζάρια, ερείπια κάστρων, απομεινάρια πολιτισμών κι αυτοκρατοριών που ο χρόνος σάρωσε κι έθρεψε η φαντασία, η πραγματικότητα τους αποκάλυπτε με την αυθεντικότητα της ανατολής.

Μα το πιο όμορφο ήταν εκείνο το πολύχρωμο πλήθος των ανθρώπων. Μογγόλοι, Τουρκμένοι, Πέρσες, Ρώσοι μία ζωντανή γεωγραφία χαρακτηριστικών, έχοντας κοινό το εκτυφλωτικό χαμόγελο των χρυσών δοντιών τους.
Η Κάλια ρωτούσε, ψώνιζε, δοκίμαζε, χανόταν, με διαφορετική σειρά κάθε φορά, κι όταν δεν θύμωνε, τους διασκέδαζε με πικάντικα ανέκδοτα και ιατρικές ιστορίες, δημιουργώντας αντιφατικά συναισθήματα με την εκρηκτική προσωπικότητά της.
Τελευταία μέρα στο Κιργιστάν, τελευταία και του ταξιδιού σταμάτησαν σ’ ένα μικρό χωριό παρασυρμένοι από ένα τσούρμο παιδιών που έπαιζαν στην άκρη του χωματόδρομου.
Μέσα στα παλιά παρδαλά τους ρούχα, τα φεγγαρένια πρόσωπα με τα σχιστά μάτια και τα ροδοκόκκινα μάγουλα παράτησαν το παιχνίδι για να πρωταγωνιστήσουν στην φωτογράφηση της ζωής τους. Δεν γελούσαν, κοιτούσαν με περιέργεια τους ξένους και στήνονταν με σοβαρότητα μπροστά στους φακούς που τα σημάδευαν.

Μπουγάδες στέγνωναν στα σχοινιά και χρωμάτιζαν τα ξεβαμμένα από τους ατέλειωτες χειμώνες σπίτια του χωριού και τα ξεγυμνωμένα δέντρα. Μικρό ζωικό βασίλειο κάθε αυλή και δίπλα πρασίνιζαν δειλά οι λαχανόκηποι, πηγές τροφοδοσίας κι ευημερίας για κάθε νοικοκυριό. Όλα τους τα πλούτη, η εξασφάλιση της επιβίωσής τους.
Περιφέρονταν οι ταξιδιώτες, σύγκριναν κι αμφισβητούσαν την ζωή που «κατέκτησαν», όταν τους πλησίασε ένας ηλικιωμένος άντρας, περιποιημένος στο γκρι κουστούμι του φορώντας καλπάκι, το παραδοσιακό άσπρο καπέλο.
Τους συστήθηκε με τα λίγα αγγλικά του ως Ραϊσμπέκ Ταμπίγιεφ, πρόεδρος της κοινότητας κι ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι ήταν Έλληνες.
Η σοβιετική παιδεία του έθρεψε τον θαυμασμό του για την αρχαία Ελλάδα και τους επιφανείς άνδρες της, επεκτάθηκε με γνήσια εγκαρδιότητα και στους τωρινούς που κολακευμένοι δέχτηκαν την πρόσκλησή του και τον ακολούθησαν στο σπίτι του.
Ασβεστωμένοι πλίνθοι οι τοίχοι του και λαμαρίνα φαγωμένη από το χιόνι η στέγη του, μα καθαρό και περιποιημένο σαν τον νοικοκύρη του, είχε μόνα στολίδια του τα ζωηρόχρωμα χαλιά και την πελώρια σόμπα.
Η γυναίκα του Γκισάρ έβαλε αθόρυβα στο τραπέζι όλα τα αγαθά της παραγωγής τους και την τέχνη της ντόπιας κουζίνας κι εκείνοι ένοιωσαν σαν ν’ αντάμωσαν τους άγνωστους συγγενείς.
Επιστρατεύτηκαν τα ρώσικα του ξεναγού και οι γνώσεις του ειδήμονα Περικλή για να παρελάσει λαμπρό μέσα σ’ εκείνο το ταπεινό δωμάτιο το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού. Πετούσε στα ουράνια ο κ. Γυμνασιάρχης, ποιος θα του έλεγε ότι θα έβρισκε στο Κιργιστάν τον ιδεώδη μαθητή, άφησε εκεί μέσα την ψυχή του, αλλά και την θήκη της μηχανής του.
Επέστρεψαν στο ξενοδοχείο πανευτυχείς από το συναπάντημα με τον Ραϊσμπέκ και συμφώνησαν να φύγουν νωρίτερα την επομένη για να περάσουν από το χωριό να την πάρουν.
Ο ήλιος δεν φάνηκε στον ουρανό την ημέρα της αναχώρησής τους, σύννεφα γκρίζα τον έκρυβαν κι η ομίχλη μπλέχτηκε στις σημύδες και σκαρφάλωσε στις λαμαρινιένες στέγες. Ανησυχία έζωσε τους ταξιδιώτες, θα πετούσαν αεροπλάνα με τέτοιο καιρό ;
Ήθελαν να φύγουν, τώρα πια για όλους το ταξίδι είχε ουσιαστικά τελειώσει. Είχαν ήδη αρχίσει να νοσταλγούν αυτούς που τόσες μέρες είχαν ξεχάσει, θυμήθηκαν τις υποχρεώσεις που τους περίμεναν κι άρχισαν να αναρωτιούνται για τα τελευταία νέα στην πατρίδα.
Το αεροδρόμιο της Μπισκέκ δεν ήταν πολύ μακριά κι είχαν διανύσει μία διαδρομή αρκετών χιλιομέτρων όταν ένα βροντερό και μακρόσυρτο «στοπ» τρόμαξε τον οδηγό που φρενάρισε απότομα και τίναξε από τα καθίσματα τους μισοκοιμισμένους επιβάτες.

– Ξέχασα το διαβατήριο μου στο χρηματοκιβώτιο, ανήγγειλε με ένοχο ύφος η Κάλλια και με μια επιτόπου στροφή πήραν τον δρόμο του γυρισμού για το ξενοδοχείο.
Σαν βουητό μελισσών απλώθηκε η μουρμούρα στο μικρό πούλμαν, ο ξεναγός αναστέναξε βαθιά, μάλλον για να μη βάλει τις φωνές και μόνο ο Περικλής που έβλεπε την θήκη του να κινδυνεύει να μείνει στο Κιργιστάν ξεκίνησε ένα μεγαλόφωνο μονόλογο περί ανευθυνότητας που ανάγκασε την ξεχασιάρα να προσηλωθεί στη μελέτη του τοπίου.
Ξαναχαιρέτησαν τον ξενοδόχο και ξαναέκαναν την ίδια διαδρομή με μεγαλύτερη ταχύτητα αυτή τη φορά. Έτρεχαν σ’ έναν έρημο δρόμο κι άφηναν πίσω δέντρα, αγροικίες και ζώα, θολά σχήματα και φιγούρες να χάνονται στην ομίχλη, μέσα σε μία ατμόσφαιρα ονείρου.
– Εφιάλτης στο δρόμο με τους σημύδες είπε κάποιος και σαν απάντηση ένα δυνατό βουητό, αεροπλάνου μάλλον που δυνάμωνε πλησιάζοντας, έστρεψε τα μάτια τους στον λευκό αδιαπέραστο ουρανό.
Τρομακτικός έγινε ο θόρυβος, έτριξαν τα τζάμια του αυτοκινήτου που τραντάχτηκε, κοιτάχτηκαν αλαφιασμένοι, δεν είδαν, ένοιωσαν τον δράκο που φτερούγησε πάνω από τα κεφάλια τους κι άκουσαν, στα πιο τρομακτικά λεπτά; δευτερόλεπτα; της ζωής τους την πρόσκρουσή του.
Πετάχτηκαν έξω από το αυτοκίνητο και σωριάστηκαν χωρίς ανάσα στην άκρη του δρόμου. Μια κοπέλα άρχισε να κλαίει υστερικά, λέξη δεν βγήκε από κανένα στόμα, κανείς δεν ξεστόμισε το ανείπωτο.

Σειρήνες έσκισαν την θανατερή σιωπή, περιπολικά και νοσοκομειακά έτρεχαν σε μια μάταιη κούρσα προς τον θάνατο.
Αποφασίστηκε να συνεχίσουν τον δρόμο τους, αλλά δεν μπόρεσαν καν να φθάσουν στην είσοδο του χωριού. Ή ότι απέμεινε από εκείνη την βουερή κυψέλη που μόλις χθες έσφυζε από ζωή.
– Έπεσε στο χωριό, πάνω στα σπίτια επιβεβαίωσε τους φόβους τους ένας γαλονάτος και τους ζήτησε να φύγουν.
Μαύροι καπνοί, κραυγές και κλάματα, μυρωδιά φωτιάς και θανάτου, όλα κάτω από το λευκό πουπουλένιο πάπλωμα. Δεν έβλεπαν, μάντευαν κι έκλαψαν για όλους τους γνωστούς και άγνωστους που έφαγε ο φτερωτός δράκος.
Που είναι ο Ραϊσμέκ ; που είναι η Γκισάρ ; Που είναι όλα εκείνα τα παιδιά με τα σχιστά μάτια και τα κόκκινα μάγουλα ; Γλύτωσαν ; πέθαναν ;
Κι εκείνοι ; που θα τους έβρισκε το κακό ; Θα είχαν προλάβει να φύγουν από το χωριό ; Όφειλαν τις ζωές τους σ’ αυτήν την αφηρημένη γυναίκα ;
Έφυγαν με καθυστέρηση για Ελλάδα, χωρίς να έχουν μάθει λεπτομέρειες για την τραγωδία, παίρνοντας μαζί τους την υπόσχεση του οδηγού ότι θα τους ενημέρωνε για την τύχη των ανθρώπων που είχαν γνωρίσει.
– Μας έσωσες Κάλια μου, εσύ και το ξεχασμένο διαβατήριο σου, την αγκάλιασε με ειλικρινή εγκαρδιότητα ο Περικλής αποχαιρετώντας την.
– Για να πω την αλήθεια δεν ξέχασα το διαβατήριο μου, αλλά το μεταξωτό φουλάρι που αγόρασα στη Μπουχάρα. Και να σου πω και κάτι άλλο είπε με χαμόγελο λίγο σκανταλιάρικο, λίγο ειρωνικό. Το όνομά μου είναι Καλομοίρα.

Άφησε σχόλιο