Ναυτικοί και λογοτεχνία: με αφορμή τα βιβλία του Φάνη Φαντέμη

2

Την Τετάρτη 13 Ιουλίου στο Κέντρο Ναυτικής Έρευνας και Παράδοσης «Μαρία Τσάκος» έγινε η παρουσίαση δύο βιβλίων του αείμνηστου Χιώτη ναυτικού συγγραφέα Φάνη Φαντέμη. Ακολουθεί η παρουσίαση του βιβλίου «Στα βαθιά νερά» όπως την έκανε ο Κώστας Ζαφείρης, ενώ είχε προηγηθεί η αναφορά του Δημήτρη Φρεζούλη στο έτερο βιβλίο του Φάνη Φαντέμη «Ίντα λέγουσι στην πλώρη».

Στο βιβλίο «Ίντα λέγουσι στην πλώρη» που μόλις παρουσιάστηκε από τον αγαπητό Δημήτρη Φρεζούλη, βλέπουμε σελίδες από το «σημειωματάριο του καλλιτέχνη». Βλέπουμε σκίτσα. Σκίτσα με δυνατές και σταθερές γραμμές, σκίτσα γρήγορα που πιάνουν τη στιγμή. Στα διηγήματα της συλλογής «Στα βαθιά νερά» για την οποία θα σας μιλήσω, τα σκίτσα αυτά έχουν γίνει πίνακες. Θαλασσογραφίες. Ολοκληρωμένες και ζωντανές. Αυτό εξηγείται και από τον υπότιτλο που επέλεξε ο αείμνηστος συγγραφέας: «Πέντε μεγάλα διηγήματα – συν ένα».

Θα ήταν μια εύκολη, έως απλουστευτική, προσέγγιση να χαρακτηρίσει κανείς τα έργα του Φαντέμη «ναυτική ηθογραφία». Χωρίς να λείπουν τα ηθογραφικά στοιχεία, πως θα μπορούσαν άλλωστε;, στα έξι διηγήματα μπορούμε να μιλάμε για ολοκληρωμένη λογοτεχνική παραγωγή. Με στιβαρή αφηγηματική δομή, ολοκληρωμένους χαρακτήρες, λεπτομερή απεικόνιση, λόγο που κυλάει αβίαστα. Πρόκειται για ιστορίες που ξεχωρίζουν για την αφηγηματική τους ωριμότητα και για το ρεαλισμό τους. Κι εδώ είναι ένα στοιχείο που διαφοροποιεί το Φαντέμη από παραπλήσιες αφηγήσεις. Το στοιχείο του ρεαλισμού που δεν υποκύπτει σε ωραιοποιήσεις ή στην ανάγκη μυθοποίησης.

Χωρίς φτιασίδια: Η ζωή στο βαπόρι

Η ζωή στο βαπόρι, παρουσιάζεται γυμνή, χωρίς αφηγηματικά φτιασίδια, χωρίς «παραμύθι». Η ζωή στο βαπόρι είναι δύσκολη, μονότονη, κουραστική. Οι σχέσεις ισορροπούν σε δύσκολες καταστάσεις. Η οικονομική εκμετάλλευση είναι παρούσα, οι ανταγωνισμοί επίσης. Όμως αυτός ακριβώς ο ρεαλισμός, η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, είναι στο βάθος ο πλούτος της γραφής του Φαντέμη. Ίσως επειδή το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες οι ιστορίες του είναι από μόνο του τόσο πλούσιο και δυνατό που δεν έχει ανάγκη από ωραιοποιήσεις. Ίσως ακόμα επειδή οι χαρακτήρες έχουν τέτοια ζωντάνια μέσα στην απλότητά τους που δεν χρειάζονται παραφόρτωμα. Χαρακτήρες ολοζώντανοι όπως τα παρατσούκλια τους. Η Σκουλόπετρα, ο Κοντοστούπης, ο Κάπρος, ο Καραβάς, ο Γιουρίκος, ο Τζιβαέρης.

Σε αντίθεση με ένα κοινό στερεότυπο, οι ναυτικοί δεν μιλούν πολύ για τα ταξίδια τους και κυρίως για τη ζωή τους στο πλοίο. Η στερεότυπη απάντηση του πατέρα μου στην τυπική ερώτηση «πως τα πέρασες;» ήταν «βαπορίσια». Ίσως επειδή, εμείς οι στεριανοί πολύ συχνά έχουμε τη θέση του θεατή στη ζωή τους. Το περιγράφει πολύ παραστατικά ο Φαντέμης στο διήγημα «Στεριανοί Ανεμοστρόβιλοι» όταν το πλοίο περνώντας από τις λίμνες του Καναδά έχει το «κοινό» που το χαιρετάει από τη στεριά παρατηρώντας τους ναυτικούς στην κουβέρτα.

«Κόσμος και κοσμάκης. Κι από δω κι από κει. […] Ένα πολύχρωμο πλήθος που μας χαζεύει, που μας χαιρετά, ανεμίζοντας λευκά μαντηλάκια και μας φωτογραφίζει. Γίναμε θέατρο. Κοίτα το παλιοβάπορο τι του ‘μελλε να πάθει. Αύριο θα ποζάρει και στις εφημερίδες.»

Υπάρχει ένας βαθύς διαχωρισμός που διατρέχει την αφήγηση. Το «μέσα» και το «έξω». Ο ναυτικός γνωρίζει ότι ανήκει στο «μέσα», στο εντός του πλοίου, αυτό που αθροίζει τις μέρες που περνούν απαράλλαχτες. Αυτό το «μέσα» πολύ δύσκολα μπορεί να το εξιστορήσει στους έξω, πολύ δύσκολα μπορούν να το καταλάβουν. Κι αυτή είναι η πρόκληση για το συγγραφέα που αποφασίζει να το αφηγηθεί.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οικοδομούνται οι ανθρώπινες σχέσεις οι οποίες αποτελούν και τη σταθερή βάση των ιστοριών του Φαντέμη. Ανθρώπινες σχέσεις πλούσιες, αιχμηρές, συντροφικές ή ανταγωνιστικές, αληθινές ή ψεύτικες. Ο μικρόκοσμος του βαποριού που ζωντανεύει είναι πριν απ’ όλα ένα δύσκολο και σκληρό εργασιακό περιβάλλον. Το βαπόρι όπου κι αν βρίσκεται δεν είναι πεδίο ρομαντικής απόδρασης, είναι πεδίο σκληρής δουλειάς. Είναι πεδίο αγώνα κι αγωνίας, για να εξασφαλιστούν τα μεροκάματα, για να αντιμετωπιστούν κομπίνες και εξαπατήσεις, για να ξεπεραστούν κίνδυνοι και δυσκολίες. Αυταπάτες δεν υπάρχουν. «Ευχαριστημένος; Και ποιος είναι ευχαριστημένος περικαλώ με τη δουλειά του για να ‘μαι κι εγώ;» διαπιστώνει αποστομωτικά ένας ήρωας. Πρόκειται για τη βαθιά επίγνωση, συνειδητή ή όχι, ότι τα ταξίδια είναι πηγή βιοπορισμού κι όχι απόδρασης.

Εκείνο όμως που διαφοροποιεί ριζικά την ζωή του ναυτικού είναι η αναγκαστική συνύπαρξη για ατέλειωτα 24ωρα με όσους του έφερε η τύχη να δουλεύουν και να ταξιδεύουν μαζί. Γι’ αυτό και τα συναισθήματα πολλαπλασιάζονται, αποκτούν άλλη βαρύτητα. Οι συγκρούσεις είναι μεγαλύτερες όταν υπάρχουν, οι φιλικές σχέσεις αποκτούν άλλο βάθος. Ταυτόχρονα το στοιχείο της απόστασης, από οικείους και αγαπημένους ανθρώπους, πολλαπλασιάζει το βάρος της μοναξιάς. Σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά διηγήματα του βιβλίου «Στα λασπόνερα των λιμανιών» ο ήρωας είναι ξέμπαρκος ναυτικός και ταυτόχρονα πολιτικός εξόριστος. Οι ομφάλιοι λώροι με την πατρίδα έχουν κοπεί βίαια, ο πρωταγωνιστής, μόνος και χαμένος μέσα στο πλήθος των λιμανιών της Βόρειας Ευρώπης, με ελάχιστα χρήματα, με την απροσδιόριστη ελπίδα να συναντήσει παλιούς φίλους πρέπει να περάσει όπως όπως την παραμονή Χριστουγέννων.

Η γυναικεία παρουσία-απουσία

Υπάρχει μια διαρκής παρουσία-απουσία στις σελίδες του βιβλίου. Παρούσα- απούσα είναι η γυναίκα. Βρίσκεται παντού, στις αφηγήσεις, στη σκέψη, στις ιστορίες που ζουν οι πρωταγωνιστές. Αλλάζει πρόσωπα, αλλά παραμένει στο βάθος η ίδια: η Μαριάνθη, η αρραβωνιαστικιά που περιμένει την επιστροφή, η Χουανίτα η παλιά αγαπημένη που ο ήρωας την εγκατέλειψε για να τη συναντήσει ερείπιο χρόνια μετά, η Άννα που απροσδόκητα διαλέγει τον πιο άσχημο απ’ όλους, η Μαρίτσα που «δεν έδινε πεντάρα» για την αγάπη του Τζιβαέρη.

Η πιο ολοκληρωμένη και συγκλονιστική γυναικεία μορφή είναι η Βαρβάρα στα «Λασπόνερα των λιμανιών». Γερμανίδα, θύμα του τρομακτικού βομβαρδισμού του Αμβούργου στον πόλεμο, θύμα βιασμού, ανύπαντρη μητέρα, που ζει στα μπαρ του λιμανιού. Μια φιγούρα μάνας ερωμένης, με συναρπαστικές περιγραφές, που ισορροπεί ανάμεσα σε μια εσωτερική διαταραχή, σε μια σκληρή πραγματικότητα και σε όσα κρύβει μέσα της για να τα αποκαλύψει όταν έρθει η ώρα. Με μια περίπλοκη σχέση αγάπης μίσους με τους ναυτικούς, ειδικά με τους έλληνες: «Πότε-πότε τους κάνω κέφι γιατί μου μοιάζουν, είμαστε της ίδιας πάστας. […] Τους μισώ, μα και τους αγαπώ κιόλας. Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.».

Όπως είναι αναμενόμενο, από τις σελίδες του βιβλίου δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο κίνδυνος. Ο συγγραφέας και οι ήρωές του έχουν επίγνωση ότι ο βιοπορισμός τους, ο αγώνας για το μεροκάματο συνεπάγεται αναμέτρηση με τα στοιχεία της φύσης και όχι μόνο μ’ αυτά. Ειδικά σε όσους έζησαν την εμπειρία του πολέμου, και ο Φαντέμης ήταν από εκείνους, τα ταξίδια ήταν διαρκής αναμέτρηση με τα υποβρύχια και τους τορπιλισμούς. Χιλιάδες οι χαμένοι ναυτικοί εκείνη την περίοδο. Ο συγγραφέας αφηγείται την πολεμική ιστορία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο με κοφτό λιτό τρόπο, χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς θεατρινισμούς. Ίσως γιατί εκείνο που προέχει είναι η αφήγηση της ιστορίας κι όχι η επένδυση σ’ αυτήν. Όπως ακριβώς ο καπετάν Καραβάς, ο κεντρικός ήρωας, προτιμά να πιει το ουίσκι και να σκεφτεί τα περιστατικά, τα δραματικά περιστατικά, αφήνοντας τις σελίδες που του έχει φέρει ο αδηφάγος δημοσιογράφος λευκές…

Τελικά όμως ένα κοινό στοιχείο που διακρίνει και τις 6 ιστορίες του βιβλίου, είναι η αισιοδοξία. Μια αισιοδοξία που περνάει μέσα από βάσανα και ταλαιπωρίες, μέσα από καταστάσεις δύσκολες κι οριακές. Όχι μια αισιοδοξία μεταφυσική και απροσδιόριστη αλλά μια αισιοδοξία γήινη βαθιά ανθρωποκεντρική. Οι ήρωες θα βρουν, με τρόπο συχνά απροσδόκητο, το δρόμο τους. Θα βρουν τον προορισμό τους, έχοντας αντιπαλέψει τα στοιχεία της φύσης, τις τύχες του πολέμου, την απάνθρωπη φύση της εκμετάλλευσης, την απελπισία της μοναξιάς. Θα βρουν το δρόμο για τη σωτηρία στη σωσίβια λέμβο, το δρόμο για την αγαπημένη γυναίκα, το δρόμο της επιστροφής στους δικούς τους ανθρώπους, ή ακόμα και το δρόμο της εξαφάνισης σε μακρινούς προορισμούς. Θα τον βρουν σε πείσμα των δυσκολιών βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις. Αυτή η πίστη στον άνθρωπο, στις δυνάμεις και στις δυνατότητες του, διακρίνει τη γραφή του Φαντέμη και αποτυπώνεται στην τύχη των ηρώων του. Ακούστε πως αντηχεί αυτή η αισιοδοξία στο διήγημα Bona Fortuna.

Επιτρέψτε μου μια γενικότερη παρατήρηση πριν κλείσω κι αφού σας προτρέψω να διαβάσετε τα βιβλία για τη χαρά της ανάγνωσης. Η ναυτική παράδοση, οι ιστορίες των βαποριών, είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της πνευματικής μας κληρονομιάς εδώ στη Χίο. Ένα στοιχείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς που μας χαρακτηρίζει και μας διαφοροποιεί. Εμείς έχουμε την υποχρέωση να το γνωρίσουμε, να το διαφυλάξουμε και να το εμπλουτίσουμε. Κι ακόμα να κάνουμε τη ναυτική παράδοση, και τον απίστευτο αφηγηματικό πλούτο που κρύβεται μέσα της, ευρύτερα γνωστή. Αυτή είναι η συμβολή εκδόσεων όπως αυτές που παρουσιάζουμε, και εκδηλώσεων όπως η αποψινή και οι άλλες εκδηλώσεις της Ναυτικής Εβδομάδας και αξίζουν συγχαρητήρια στους οργανωτές. Σ’ αυτό το μεγάλο έργο ο αείμνηστος Φάνης Φαντέμης έχει τη δική του ξεχωριστή θέση. Και είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ

    ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΕΧΩ ΣΥΓΓΡΑΨΕΙ 2 ΝΑΥΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ, ‘Η ΡΑΔΑ’ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΡΔΙΑΣ ΣΚΕΨΕΙΣ’.
    ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

  2. Φραντζεσκάκης Στέλιος

    Θα επιθυμούσα να προμηθευτώ τα βιβλία σας παρακαλώ επικοινωνήσετε μαζί μου στο 693 68 69 912 ευχαριστώ

Άφησε σχόλιο