Ο Αντώνης δεν είναι σπίτι

0

Κείμενο της Μαρίνα Σ. γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Μυρίζει καμένο. Πως βρέθηκα έτσι μπλεγμένη; Και το ‘χα το κακό προαίσθημα να πεις πως δεν το ‘χα; Ο Αντώνης φταίει. Με έφαγε με τη γκρίνια του. Δύο εβδομάδες με ψήνει πάμε και πάμε, Πρωτοχρονιά είναι, να το ρίξουμε λίγο έξω, να μας μπει καλά ο καινούργιος χρόνος, όλοι θα πάνε, ο Μπάμπης, η Ελένη, η Αλίκη, η Μαίρη, όλοι, πάμε, μην είσαι τόσο μίζερη. Μέχρι την τελευταία στιγμή τσακωνόμασταν, με τράβαγε να σηκωθώ από τον καναπέ, ντύσου, πάμε, Πρωτοχρονιά είναι. Εγώ ανένδοτη. Δεν έρχομαι, τόσα γίνονται να του λέω, δεν συνωστίζομαι σε κλαμπ, φοβάμαι. Έφυγε μόνος του στο τέλος. Βρόντηξε και την πόρτα πίσω του. Εγώ άνοιξα την τηλεόραση και ξάπλωσα να κοιμηθώ στον καναπέ δίπλα στο αναμμένο τζάκι όπως κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Δεν μου κόλλαγε όμως ο ύπνος. Γρουσουζιά να μας βρει η νέα χρονιά χώρια και χολωμένους σκεφτόμουνα και στριφογύριζα, μου μπήκε και η ιδέα μην λάχει και γνωρίσει καμιά πιτσιρίκα εκεί μέσα και τον χάσω και λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος το πήρα απόφαση, έβαλα το κόκκινο φουστάνι που του αρέσει, πήρα ένα ταξί και ήρθα. Τι το ήθελα; Το μαγαζί είναι ασφυκτικά γεμάτο, μυρίζει καμένο και κανείς δεν αντιδρά. Πίνουν, καπνίζουν, χορεύουν σα να μην συμβαίνει τίποτα. Μονάχα εγώ ανησυχώ. Και το ‘χα το προαίσθημα να πεις πως δεν το ‘χα; Πως έμπλεξα έτσι;

Τραβάω τον Αντώνη από το μανίκι, κάτι καίγεται του λέω. Δεν ακούω μου φωνάζει και μου δείχνει τα μεγάφωνα. Η μουσική είναι στη διαπασών, η οχλαγωγία εκκωφαντική, που να ακούσει; Ακουμπάει το ποτήρι του στο τραπέζι και με τραβάει να χορέψουμε. Έχει ψιλομεθύσει και λικνίζεται άχαρα. Εκνευρίζομαι. Ξεγλιστράω. Απομακρύνομαι. Με κοιτάει θυμωμένος, τα φρύδια του σμίγουν, η φλέβα στο λαιμό του χτυπάει ρυθμικά, μου γυρίζει την πλάτη και κατευθύνεται στην πίστα με τους άλλους. Κάτι τους λέει και χειρονομεί έντονα. Μου γυρίζουν όλοι την πλάτη. Για καλό ήρθα; Κάθομαι μόνη στο τραπέζι και ρουθουνίζω σα λαγωνικό. Μυρίζει έντονα καμένο. Το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος. Ιδρώνω. Ανεβαίνω όρθια στο τραπέζι και ατενίζω τη γεμάτη αίθουσα. Ένας νεαρός πλησιάζει και μου πετάει γαρίφαλα. Μυρίζει καμένο του λέω από ψηλά. Φωτιά στα κόκκινα μου απαντάει, ανοίγει τα χέρια και χορεύει σαν αρκούδα στα πόδια μου. Που να του εξηγήσω; Καιγόμαστε δεν προλαβαίνω. Ψάχνω τριγύρω για φωτιά και καπνό. Δεν βλέπω κάτι. Κατεβαίνω.

Κάθομαι. Να είναι η ιδέα μου; Κι αν δεν είναι; Θα πρέπει να βρίσκονται πάνω από οχτακόσιοι άνθρωποι μέσα στο μαγαζί. Αν χρειαστεί να φύγουμε όλοι μαζί γρήγορα τι θα γίνει; Αν ξεχυθεί όλη αυτή η πλημμυρίδα ανθρώπων πανικόβλητη στις εξόδους κινδύνου πόσοι θα τα καταφέρουν; Με κόβει κρύος ιδρώτας. Τα χέρια μου μουδιάζουν δεν τα αισθάνομαι. Πως έμπλεξα έτσι; Γιατί κανείς δεν αντιδρά; Κοιτάζω τριγύρω με αγωνία, ψάχνω το ανήσυχο βλέμμα κάποιου θαμώνα να επιβεβαιώσει τους φόβους μου. Τίποτα. Κανείς. Πίνουν καπνίζουν, χορεύουν και διασκεδάζουν αμέριμνοι.

Ίσως το φαντάζομαι πάλι. Η αλήθεια είναι πως δεν θα είναι η πρώτη φορά. Από μικρή απέφευγα τα πλήθη. Δεν άντεχα τον συνωστισμό. Με άγχωνε. Μου κοβόταν η αναπνοή και άσθμαινα σαν άλογο μέχρι να απομακρυνθώ. Πάντα είχα ένα δυσοίωνο προαίσθημα ότι κάτι κακό θα μου συμβεί μέσα σε πλήθος. Συχνά έβλεπα στον ύπνο μου ότι εγκλωβιζόμουνα στην καρδιά μιας ανθρώπινης μάζας που έκλεινε γύρω μου και με πίεζε ασφυκτικά μέχρι να σπάσουν τα κόκαλα από τα πλευρά μου και να εκραγούν τα πνευμόνια μου. Ξυπνούσα κάθιδρη και λαχανιασμένη. Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Δεν θέλησα ίσως. Έμαθα με τόση ευκολία να ζω με αυτό που σχεδόν με καθόρισε. Έγινα μονόχνοτη, εκκεντρική, κουλτουριάρα. Έκανα τη φοβία μου πεποίθηση και στάση ζωής και την υπερασπίστηκα. Αγάπησα τις δυσκολονόητες θεατρικές παραστάσεις που δεν έχουν περισσότερους από δέκα θεατές και τις αργές, μακρόσυρτες ταινίες που παίζονται σε αίθουσες άδειες. Τις εκθέσεις αφηρημένης ζωγραφικής και αφαιρετικής γλυπτικής, την κλασική μουσική και τη τζαζ. Τα μικρά, συνοικιακά, ξεχασμένα μπαράκια με την πλούσια ιστορία, την εξεζητημένη κάβα και τους λιγοστούς πελάτες. Τα βιβλία, τις γάτες, τα φυτά. Διάλεξα το επάγγελμα του μεταφραστή για να μπορώ να δουλεύω απ’ το σπίτι και συνήθισα να περπατάω πολύ γιατί δεν θέλω να χρησιμοποιώ μετρό, τρόλεϊ και λεωφορεία. Δεν μπαίνω σε αεροπλάνα, δεν ανεβαίνω σε τρένα, δεν ταξιδεύω με πούλμαν και δεν σαλπάρω με πλοία υπεράριθμα τον Δεκαπενταύγουστο. Δεν πηγαίνω σε συναυλίες, στάδια και μαζικές εκδηλώσεις. Το φέρω βαρέως, αλλά δεν κατεβαίνω ούτε σε διαδηλώσεις. Δεν συμμερίζομαι γιορτές και κοινωνικές υποχρεώσεις. Επιλέγω τους φίλους μου προσεκτικά, τους εραστές σχολαστικά, δεν μπερδεύω στη ζωή μου πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα γιατί δεν το αντέχω και απεχθάνομαι τις άσκοπες συγκεντρώσεις, την οχλαγωγία και τη φλυαρία. Ο Αντώνης ισχυρίζεται ότι αυτή η φοβία μου στερεί τη ζωή. Εγώ αντιθέτως πιστεύω ακράδαντα ότι με κρατάει στη ζωή.

Σήμερα έκανα την υπέρβαση και παραβίασα όλους τους προσωπικούς μου κανόνες για χάρη του και ήρθα. Και τώρα αισθάνομαι πως κάτι τραγικό θα συμβεί και θα το πληρώσω ακριβά.

Μεσάνυχτα παρά κάτι, κι εξακολουθεί να μυρίζει καμένο. Το μαγαζί έχει πάρει φωτιά και γύρω μου επιδίδονται σε ακρότητες, σε γελοιότητες, ενόψει της έλευσης της καινούργιας χρονιάς. Να ζήσουμε να τη δούμε σαρκάζω και ψάχνω τον Αντώνη με το βλέμμα, δεν τον βρίσκω πουθενά, ούτε τους άλλους βλέπω, έχουν χαθεί μες το πλήθος. Θυμώνω. Μυρίζει καμένο, φοβάμαι και είμαι μόνη. Στοιβαγμένη σαν το πρόβατο δίπλα σε εκατοντάδες αγνώστους που μετράνε ανάποδα να φύγει ο χρόνος, να μπει ο επόμενος. Δέκα. Αηδίες. Μια ευθεία είναι ο χρόνος ούτε μπαίνει ούτε βγαίνει, εμείς μπαινοβγαίνουμε σε αυτόν. Γεννιόμαστε, πορευόμαστε, πεθαίνουμε. Μόνοι. Γιατί να συναθροιζόμαστε κάτι μέρες σαν κι αυτή; Εννέα. Δεν θέλω να μετράω τον χρόνο με τρομάζει. Νιώθω ότι ξοδεύεται πιο γρήγορα, ότι κάτι κακό θα συμβεί. Οκτώ. Μυρίζει καμένο που να πάρει και δεν υπάρχει τίποτα που να φοβάμαι περισσότερο από τη φωτιά. Που είναι ο Αντώνης; πρέπει να φύγω, δεν νιώθω καλά. Επτά. Μια νεαρή κοπέλα ξεκόβει από το πλήθος και απομακρύνεται. Πηγαίνει προς την έξοδο. Την βλέπω σαν σανίδα σωτηρίας και την ακολουθώ.. Έξι. Φοράει ένα εξώπλατο φόρεμα κι ένα μακρύ μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό. Οι άκρες του χύνονται στην πλάτη της, χαϊδεύουν τη μέση της. Είναι ροζ και ανεμίζει. Πέντε. Το φουλάρι πιάνεται στο βραχιόλι μιας γυναίκας με σγουρά χρυσαφένια μαλλιά, τεντώνεται, σφίγγει στο λαιμό της και την πνίγει, εκείνη το τραβάει απότομα και συνεχίζει. Βιάζεται. Θέλει να φύγει. Το ίδιο κι εγώ. Τέσσερα. Το βραχιόλι ανοίγει και πέφτει στο δάπεδο. Η γυναίκα τσιρίζει. Σκύβει και το ψάχνει. Η κοπέλα σταματά. Το πλήθος παραμερίζει. Κοιτάζει έκπληκτο την γυναίκα με τα χρυσά μαλλιά που μπουσουλάει ανάμεσα στα πόδια τους. Τρία. Σκύβει και ο συνοδός της, σκύβει και η κοπέλα, απολογείται στη γυναίκα που κλαψουρίζει και ψάχνει μαζί τους στο σκοτάδι. Έχουν απλώσει τα χέρια μπροστά σαν τυφλοί και ψηλαφούν με αγωνία το δάπεδο. Δύο. Δεν το βρίσκουν. Σηκώνονται. Η κοπέλα έχει χαμηλωμένο το κεφάλι και ζητάει συνέχεια συγνώμη. Η γυναίκα βρίζει. Το πλήθος αδιαφορεί και κλείνει πάλι γύρω τους. Καταπίνει την κοπέλα που ήθελε να φύγει όπως κατάπιε και τον Αντώνη και συνεχίζει να μετρά. Ένα. Οχτακόσιοι άνθρωποι και πλέον αναδεύονται, αλαλάζουν, συσφίγγονται γύρω μου σε έναν πνιγερό εναγκαλισμό. Τα πλευρά μου πονάνε, η αναπνοή μου κόβεται, που είναι ο Αντώνης; μυρίζει καμένο, πρέπει να φύγω.

Καπνοί βγαίνουν από αριστερά. Πυκνοί καπνοί. Απλώνονται. Δεν βλέπω τίποτα. Πνίγομαι. Να φύγω. Σπρώχνω τον κόσμο. Να φύγω. Τρίβομαι πάνω σε αγνώστους, σε υφάσματα, κοσμήματα, κουμπιά, ιδρώτες, αρώματα, σπρώχνω, γραπώνομαι, αρπάζω, πατάω, δεν με νοιάζει τίποτα μόνο να φύγω, να φύγω μακριά από δω.

Φτάνω στην έξοδο και ξεχύνομαι στο δρόμο. Ξεμαλλιασμένη, ιδρωμένη, λαχανιασμένη. Μόνη. Κοιτάζω πίσω μου. Δεν με ακολουθεί κανείς. Το κλαμπ δεν φλέγεται. Τίποτα περίεργο δεν συμβαίνει και τίποτα δεν διαταράσσει τη σιγαλιά της πρώτης νύχτας του χρόνου. Μόνο τα βήματά μου ακούγονται στην άσφαλτο καθώς απομακρύνομαι βιαστική και ντροπιασμένη. Η καρδιά μου χτυπάει ακόμα δυνατά και έχω το ίδιο δυσοίωνο αίσθημα κινδύνου με πριν. Συνεχίζω να απομακρύνομαι. Φτάνω μακριά, αρκετά μακριά. Τα γόνατά μου τρέμουν και δεν με βαστάνε. Κάθομαι σε ένα πεζούλι να ξαποστάσω και κοιτάζω πίσω ξανά. Ένας άντρας με στολή Άι Βασίλη κατευθύνεται τρέχοντας προς το κλαμπ. Κρατάει κάτι που δεν μπορώ να διακρίνω. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Ένας σκύλος τρομαγμένος ξεχύνεται αλλόφρων σαν εμένα στο δρόμο και χάνεται στο σκοτάδι. Ακούγονται πυροβολισμοί.

Ξυπνάω κάθιδρη, ασθμαίνοντας. Πρώτη μέρα του χρόνου. Η τηλεόραση είναι ανοιχτή και μεταδίδει την αιματηρή επίθεση που σημειώθηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα σε γνωστό κλαμπ της πόλης. Το τζάκι έχει σβήσει και καπνίζει. Όλο το σπίτι έχει ντουμανιάσει και μυρίζει καμένο. Ο σκύλος του γείτονα αλυχτά. Και ο Αντώνης… Ο Αντώνης δεν είναι σπίτι.

Μαρίνα Σ.

Άφησε σχόλιο