Δύο καφέδες και χιώτικα μανταρίνια

0

της Ρένας Πιτσάκη

Γεννήθηκα στη Χίο στις 16 Μαρτίου 1993. Γεννήθηκε στο Χαλέπι στις 25 Δεκεμβρίου 1984. Μεγάλωσα στη Χώρα, παρέα με τη μυρωδιά του χιώτικου γιασεμιού, που αρωμάτιζε σαν μπαχάρι, όλη τη γειτονιά. Μεγάλωσε σε ένα όμορφο σοκάκι στο κέντρο της πόλης, που συνοδεύει όλες τις εικόνες από τα παιδικά της χρόνια στη Συρία. Από αυτή την ηλικία θυμάται τον εαυτό της να ζωγραφίζει. Να παρατηρεί λεπτομερώς τον κόσμο γύρω της και να μεταφέρει ενστικτωδώς ό,τι βλέπει, ακούει, οσφρίζεται ή αισθάνεται σε μικρά τελάρα. Από παρόμοια ηλικία, ανακάλυψα μια ακατέργαστη επιθυμία να διαβάζω για την τέχνη και τους καλλιτέχνες που σημάδεψαν την ιστορία της μέσα στους αιώνες. Την επιθυμία μου αυτή την σπούδασα. Τα χρόνια κύλισαν και το έμφυτο ταλέντο της να δίνει χρώματα από λάδια και παστέλ και κάρβουνα στις μορφές, έγινε αντικείμενο των σπουδών της στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Χαλέπι. Λίγο αργότερα, άρχισε να διδάσκει σε μαθητές πώς να ανατέλλουν μια μορφή μέσα από τον πηλό και το μάρμαρο.

Στις 7 Αυγούστου 2016 στις 5:30 το πρωί, η βάρκα της έφτασε στις ακτές της Χίου, μετά από ένα δίωρο και αβέβαιο θαλασσινό ταξίδι. Την ίδια μέρα, επιβιβάστηκα μετά από μήνες στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου ‘Όμηρος. Το σούρουπο στο νησί, επέβαλε την καθιερωμένη μου βόλτα στη θάλασσα, τη βόλτα που με φέρνει κάθε φορά σε επαφή με την οικεία αλμύρα της Χίου, την αλμύρα που φέρουν οι ρίζες μου. Το βράδυ εκείνο, όπως και τα επόμενα πέντε βράδια, την βρήκαν να κοιμάται στο λιμάνι. Εκείνη, τα δύο αδέρφια της και μαζί πολλοί ακόμα. Δε συναντηθήκαμε ποτέ.

Δεκέμβριος. Εκείνη στη Χίο, καθηλωμένη σε ένα βραδυκίνητο πολιτικό αμαξίδιο, που της έχει ακούσια διαμορφώσει τη ζωή και την ελευθερία μετακίνησης. Ονειρεύεται να μεταβεί στο Μπορντό της Γαλλίας, αλλά πρωτίστως ονειρεύεται τη ζωή της με μια στοιχειώδη κανονικότητα. Συναντηθήκαμε στη Σούδα. Με υποδέχθηκε με μια εγκάρδια χειραψία, ένα ζεστό ποτήρι καφέ και μερικά χιώτικα μανταρίνια, που μου υπενθύμισαν πρώτα ότι ξαναβρίσκομαι στο νησί που μεγάλωσα. Στα λίγα μέτρα σκηνής, που καθορίστηκε ότι της αναλογούν, κυριαρχεί εκείνη, η Offa, και δύο πρόσφατοι πίνακες της. Τους παρατηρώ με προσήλωση, τη σύνθεση, τα χρώματα, την προοπτική. Δεν αργώ να ρωτήσω γι’ αυτούς. Αρχίζει να μιλάει έντονα, με ρυθμό και πάθος για τη ζωγραφική, τις σπουδές της και το ασφυκτικά γεμάτο με έργα εργαστήριο της στο Χαλέπι. Τα μάτια της βρίσκονται σε μια υπερλειτουργία και τα χέρια της συνοδεύουν εκφραστικά τις πληθωρικές περιγραφές της. Από τις προσωπικές της αφηγήσεις, περνάει άτακτα στα βιβλία που έχει διαβάσει για το Λεονάρντο και τον Μιχαήλ Άγγελο, συμπνέει τις ιστορίες της με τη συριακή κουλτούρα, το κλασικό, την ιταλική φινέτσα και την παγκοσμιότητα της τέχνης. Ξοδεύουμε σπάταλα τα λεπτά που μας απομένουν στη σκηνή για να πούμε κι άλλα για τα αγαπημένα μας ρεύματα στην τέχνη και τους αγαπημένους μας εικαστικούς.

Έπειτα ανοίγει με ευλάβεια μια ταλαιπωρημένη πλαστική σακούλα γεμάτη από δίσκους, μέσα στους οποίους έχει μεταφέρει φωτογραφίες από το εργαστήριο της στη Συρία. Με προϊδεάζει ότι λόγω εισροών στη βάρκα, τα περισσότερα μάλλον θα έχουν καταστραφεί. Ανοίγω το λάπτοπ και δοκιμάζουμε, επίμονα και αποφασιστικά έναν έναν τους δίσκους, χωρίς ανταπόκριση. Μετά από πολλές προσπάθειες, η φωτεινή εξαίρεση έρχεται να μοιράσει ένα λυτρωτικό χαμόγελο και στις δύο μας και ο φάκελος με όνομα “Aleppo” ανοίγει. Μαζί ανοίγεται μπροστά μας σε προβολή πλήρους οθόνης ένα βίντεο από το εργαστήριο της στη Συρία συνοδευόμενο από μια μελωδία, που επενδύει την ιεροτελεστία της δημιουργικής διαδικασίας. La Boite A Musique (Elias Rahbani and his Orchestra) μου διευκρινίζει.

Αναπόφευκτα συνοφρυώνεται. Γεμίζει για εμένα άλλη μια κούπα με καφέ. Ο πόλεμος, η εισβολή και η εκδίωξη από το σπίτι της, το λεπτό που μπροστά στα μάτια της καταστρέφονται “τα παιδιά της” -όπως αποκαλεί τους πίνακές της-, η στιγμή που πρωτοείδε τους “άνδρες με τα μαύρα και τα όπλα”, το βράδυ που επιβιβάστηκαν στη βάρκα, τα βράδια στους προσωρινούς καταυλισμούς που έχει μέχρι τώρα διαμείνει υπό την απειλή ενός νέου είδους “ανδρών με μαύρα”. Συζητάμε για τα προβλήματα της εδώ, τις ανασφάλειες και τις φοβίες της, τις ελλείψεις και τις ανάγκες της. Και ο δεύτερος καφές τελειώνει και έξω έχει νυχτώσει. Η αρχική θερμή χειραψία μας μετατρέπεται σε μια αληθινή αγκαλιά.

Φεύγοντας μου ζητάει μόνο ένα κουτί από κάρβουνα για να ξεκινήσει ένα καινούριο έργο.

Η Offa μένει ακόμα καθηλωμένη στη Χίο, αποτελώντας ένα ακόμη παράδειγμα εγκλωβισμού στο νησί λόγω της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, που επισυνάφθηκε έναν χρόνο πριν.

Η Ρένα Πιτσάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χίο. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Έχει εκπληρώσει ένα εξάμηνο φοίτησης στο Τμήμα Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας στην Ιταλία και έπειτα έκανε την πρακτική της ως βοηθός επιμέλειας εικαστικών project στη Θεσσαλονίκη. Έχει ασχοληθεί, σε συνεργασία με πολιτιστικούς φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού, με την οργάνωση και επιμέλεια εικαστικών εκθέσεων σύγχρονης τέχνης, πολιτιστικών δράσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Άφησε σχόλιο