Ο Όλυμπος λοιπόν είναι…

0

Ο Όλυμπος λοιπόν είναι ο Παρθενώνας της Ελληνικής φύσεως.
Είδα ανατολές ηλίου απλησίαστες από την τέχνη και εχόρτασα δύσεις και φεγγαροβραδιές μα και ολόφωτα μεσημέρια.

(Από επιστολή του Βασίλη Ιθακήσιου)

Ακουμπώ την πλάτη στον κορμό ενός μοναχικού ρόμπολου*, αφού τρύπωσα στην αγκαλιά του, από ένα μικρό άνοιγμα, ανάμεσα από τα κλαδιά που αγγίζουν το έδαφος.
Από μακριά μου φάνηκε γερμένο προς την μεριά του νοτιά, ο επίμονος αγώνας του για ζωή είναι ξεκάθαρος.
Ρωμαλέο δέντρο, εύρωστο, στιλπνά πράσινο, αλλά χθαμαλό, δείχνει να ξέρει ποια είναι τα όριά του.
Εδώ στα ψηλά, κανείς δεν τολμά να σηκώσει κεφάλι στον δεσπότη κεραυνό και στον άρχοντα άνεμο, που διαφεντεύουν τα κορφοβούνια.

Λύνω τα κορδόνια από τα ορειβατικά μου παπούτσια και με ανακούφιση τα βγάζω από τα πόδια.
Μετά αργά, βγάζω τις κάλτσες και τα μαλακά, δροσερά χόρτα, χαϊδεύουν τις πυρακτωμένες, από την μακριά πεζοπορία πατούσες.
Κοιτάζω μια προς τα πάνω τα κομμάτια του γαλανού ουρανού, ανάμεσα από τους μαυριδερούς κλώνους και μια προς τα κάτω, εκεί που η γκρίζα νέφωση λιμνάζει στο βυθό μιας βαθιάς χαράδρας.
Απέναντι το τεφρό, πέτρινο μέτωπο, του αιώνιου βουνού.
Αμέτρητα χρόνια γραμμένα στις ρυτίδες του, τα είκοσι χρόνια της γνωριμία μου μαζί του, μια σταγόνα στον απύθμενο ωκεανό της ζωής του.

Το ημερολόγιο δείχνει καλοκαίρι πια, αλλά εδώ ο καιρός μοιάζει με πρώιμη άνοιξη.
Εδώ κι εκεί στα ανήλιαγα χάσματα, κρατιέται ακόμα, αστραφτερά λευκό, παρθένο, το χειμωνιάτικο χιόνι.
Το κρύο αεράκι που έπιασε να φυσά, με κάνει να αλλάξω σύντομα τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα ρούχα με στεγνά και να φορέσω ένα πανωφόρι.
Βολεύομαι καλύτερα στο κρυφό γιατάκι μου και ξαπλώνω, βάζοντας προσκεφάλι το σακίδιό μου, νιώθοντας σαν το λαγό που κυνηγημένος από το λύκο, χώθηκε κατατρογμαγμένος στην ασφάλεια της φωλιάς του.
Τώρα που το σώμα ξόδεψε την περισσή ενέργεια και η κούραση έρχεται λυτρωτική στα μέλη, η διάθεση ανθίζει και ο κόσμος γίνεται κόσμημα.
Κλείνω τα μάτια και ανασαίνω αργά, νιώθοντας την καρδιά να ηρεμεί, μετά την δοκιμασία της απότομης ανηφόρας, που την έκανε να βροντολογά στο στήθος.
Μυρίζω τις εξαίσιες βουνίσιες μυρουδιές, φρέσκο χορτάρι, γλυκό τριαντάφυλλο, βρεμένο χώμα και στο βάθος πάντα, το δριμύ ρετσίνι.
Ακούω ένα βουητό από κάποιο έντομο, που νιώθω κοντά στο πρόσωπο, μα είναι τόση η ηδονή της στιγμής, που δεν ανοίγω καν τα μάτια.
Μηρυκάζω την σημερινή μέρα από την αρχή της, φέρνοντας στο μυαλό, την είσοδό μου στο βουνό, μέσα από τις στοές, του δάσους με τις οξιές.

Τα κλαδιά τους είχαν αρχίσει να μαλλιάζουν με ένα τόσο τρυφερό και χαρμόσυνο πράσινο, που το φώς, περνώντας από μέσα τους, κατέληγε στο έδαφος, δημιουργώντας κατάστικτα μωσαϊκά φωτοσκίασης.
Ένα ελαφρύ αεράκι, περιπλανιόταν στις νεογέννητες απαλές κορυφές τους και σε κάθε πνοή του, το δάσος γέμιζε με κρυφούς ψιθύρους.
Σε κάποια κλαδιά, που ο ήλιος τα έβλεπε λιγότερο, τα φύλλα δεν είχαν ακόμα ανοίξει, τυλιγμένα σαν μικροσκοπικά πούρα, σε λεπτότατους λευκόχρυσους υμένες, που περίμεναν να εκτοξεύσουν στην ώρα τους, τα καταπράσινα πυροτεχνήματα.

Οι σπίνοι με όλη την δύναμη που φωλιάζει στα μικροσκοπικά στήθη τους, θριαμβευτικά απαντούσαν ο ένας στον άλλο ακούραστα και κεφάτα, καταποντισμένοι και αόρατοι στην αχανή και αδιαπέραστη παράταξη των υπόλευκων κορμών.
Ανεβαίνοντας λίγο πιο πάνω, τις ντροπαλές οξιές, άρχισαν να διαδέχονται τα πρώτα στιβαρά μαύρα πεύκα, γέροντες συνοφρυωμένοι και καχύποπτοι που ατένιζαν την πυκνή νέφωση, που ακινητούσε, στο απροσδιόριστο βάθος του φαραγγιού, που δημιουργούσε ο Ενιπέας.
Το βάδισμα στο μονοπάτι ξεκούραστο και ενθαρρυντικό, έμοιαζε με το περπάτημα σε παχύ χαλί, πατώντας ολοένα σε χοντρά στρώματα πεσμένων ξερών φύλλων, αφήνοντας σε κάθε πατημασιά ένα σιγανό υπόκωφο γδούπο.
Μια μικρή παράκαμψη οδηγούσε δίπλα στην κοίτη ενός ρέματος, που μετά από λίγο μου αποκάλυψε μια από εκείνες τις εκθαμβωτικές εικόνες του βουνού.

Μια βάθρα με πεντακάθαρα, τρεχούμενα νερά, τόσο ελκυστική, που ήταν αδύνατο να αρνηθώ να ενδώσω στην αναγεννητική δροσιά της.
Η τολμηρή είσοδος μέσα της ένα βάπτισμα, για τον μυούμενο στα μυστήρια του βουνού.
Γύρω από την κρυστάλλινη κολυμπήθρα, βλάσταινε όλο ζωτικότητα, μια πολυμελής παρέα από τα πιο χαριτόμορφα και κεφάτα φυτά.
Ατίθασα πολυκόμπια μουρμούριζαν σε λεπτόστυλες ιτιές, που έκλιναν τα ασημόλευκα φύλλα τους, προς τον καθρέφτη του πεντακάθαρου νερού.
Όστριες με τα γαλακτώδη άνθη τους, αναριγούσαν στους συνεχείς αναπαλμούς δροσιάς, που εκπέμπονταν από την ορμή ενός μικρού καταρράκτη.
Σφύζοντα από χαρά λαζαράκια, κηλίδωναν το κυρίαρχο πράσινο, με το στιλπνό τους κίτρινο, καθώς οι λογχοφόρες λυγαριές, ανέδιδαν την δυνατή μυρωδιά τους.
Νεαρές λεύκες φύτρωναν στα πρανή, συντροφιά με νεογέννητα πλατάνια.
Αθόρυβα έκαναν την εμφάνισή τους και χάνονταν πάλι σαν μικροσκοπικές οπτασίες, κυανές ιριδίζουσες λιβελούλες, συνεπείς φύλακες της ομορφιάς, που παρουσιάζονταν να σιγουρευτούν αν όλα πάνε καλά, για να εξαφανιστούν πάλι μυστηριωδώς.
Αποχωρίστηκα την ειδυλλιακή τούτη γωνιά, ρίχνοντας πίσω μου συνεχείς ματιές σαν τους πρωτόπλαστους.

Η πορεία συνεχίστηκε ανηφορική, διαπιστώνοντας αργότερα, πόσο διαφορετικό μπορεί να γίνει, το πρόσωπο του βουνού.
Σε ένα ξέφωτο στην απέναντι πλαγιά, κορμοί ελάτων γδαρμένοι και σπαρμένοι σαν σπιρτόξυλα η κόκαλα, θάμνοι ξεριζωμένοι, ανεσκαμμένοι βράχοι, λες κι ένα γιγάντιο ερπυστριοφόρο, οδηγούμενο από πλάσματα τερατώδη, ισοπέδωσε με ατσάλινα σαγόνια, τα πάντα στην διάβα του, θυμωμένα και αναίτια.
Το πέρασμα μιας χιονοστιβάδας.

Ανοίγω τα μάτια ξανά, με την αίσθηση κάποιου να με παρατηρεί και μετά ένας σιγανός θόρυβος από σύρσιμο χαλικιών.
Βρίσκομαι απροσδόκητα να ανταλλάσσω αμήχανα βλέμματα, με μια συντροφιά ντροπαλών αγριοκάτσικων, που φανερώθηκαν σιωπηλά στο διπλανό ύψωμα.
Δύο λευκές ρίγες χρωματίζουν τα μάγουλά τους, εντείνοντας την έκπληκτη έκφραση, καθώς με κοιτάζουν τα βελούδινα μάτια τους.
Ένα από αυτά, το νεαρότερο ίσως, ακροβατεί στο χείλος ενός γκρεμού, παγώνοντας ξαφνικά την κίνησή του και ξαναβρίσκοντάς την μετά από λίγο, θυμίζοντας παιδικό παιχνίδι ή χορευτικό σκέρτσο.
Η τόσο χαριτωμένη και αθώα όψη τους, ενστικτωδώς με κάνει να κινηθώ προς αυτά, με την ελπίδα να τα πλησιάσω η- το ξέρω δυστυχώς είναι αδύνατο- να τα αγγίξω.
Αποχωρούν κομψά με διακεκομμένες ματιές προς τα πίσω και η απόχρωσή τους, ίδια με το χώμα του βουνού, σε λίγο θα τα εξαφανίσει από τα μάτια οριστικά, λες και δεν υπήρξαν ποτέ, λες και τα φαντάστηκα.

Σηκώνομαι ξανά, αφήνοντας το φιλόξενο στρώμα μου, για να πάρω το δρόμο της επιστροφής.
Τα αχνά κουδούνια που ακούστηκαν, θα είναι η συντροφιά μου για την κάθοδο, αφού συναντώ την πομπή των μουλαριών που εφοδιάζουν τα ψηλά καταφύγια.
Η νέφωση που τα απογεύματα χαμηλώνει, αφήνει τις προεξέχουσες μύτες των κορυφών, να φαίνονται νησιά που επιπλέουν σε ένα βαμβακερό πέλαγος.

Σε μια διασταύρωση του μονοπατιού αποφασίζω να περάσω από την σπηλιά που έζησε ο Βασίλης Ιθακήσιος, μια ψυχή που ερωτεύτηκε παράφορα τούτο το βουνό.
Κάθομαι στην είσοδό της καθώς τα φώτα της μέρας σβήνουν σιγά-σιγά.
Φέρνω στο νου μου ξανά το τέλος της ζωής του, καθώς υπέργηρος πλέον και βλέποντας την τελευταία ελπίδα του, για επίσκεψη στον αγαπημένο του Όλυμπο να εξανεμίζεται, αποφάσισε ένα πρωινό, φορώντας τα ορειβατικά ρούχα και παπούτσια του, δρασκελώντας από το παράθυρο στο κενό, να πάει να τον συναντήσει οριστικά.
Τέτοιοι έρωτες αξίζουν και περισσότερα…


* «Πεύκη η λευκόδερμος», είδος πεύκου που απαντάται σε μεγάλο υψόμετρο

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Άφησε σχόλιο