Εκεί που η ψυχή ηρεμεί

1

του Μιχάλη Μελαχροινούδη

Ναι το ξέρω, απολογισμοί κι άλλοι απολογισμοί, κι όχι άλλη μουρμούρα, γιορτινές μέρες έρχονται και μέσα στον θόρυβο των γεγονότων μπήκα σε σκέψεις προχτές το απόγευμα, όταν αποφάσισα να πάω με τα πόδια από το σπίτι που μένω στο κέντρο της πόλης, στην Απλωταριά.

Σε μία σχετικά μεγάλη διαδρομή, περίπου 3,5 χλμ, υπάρχει ασφάλεια ή ας πούμε, κάτι όμορφο, για όποιον αποφασίσει να περπατήσει; Μάλλον όχι. Πόσες φορές πρέπει να κάνεις ζιγκ-ζαγκ από το πεζοδρόμιο στο δρόμο και ξανά εξαιτίας των συστάδων των δέντρων και των κλαδιών που εμποδίζουν τη διέλευση του πεζού ή από το ανύπαρκτο σχεδόν πλάτος του; Τι να κάνει και εκείνος ο δύστυχος πατέρας με το καροτσάκι που το σπρώχνει σχεδόν στη μέση του δρόμου ή εκείνος ο παππούς, με το μπαστουνάκι, που δε χωράει να περάσει από το αυτοκίνητο, παρκαρισμένο, πάνω στο «ολίγον» από πεζοδρόμιο…

Σε ποιους να ρίξεις ευθύνες για τα σκονισμένα, εγκαταλελειμμένα πεζοδρόμια, βρώμικα, γεμάτα φύλλα και χώμα – αλήθεια έχουν καθαριστεί ποτέ; Μήπως όμως δεν φταίνε και οι «αρμόδιοι»; με τι προσωπικό, πρώτα ποιες ανάγκες; Λέω πάλι, μήπως είναι το είδος του δρόμου; Πρόκειται για τον βασικό δρόμο που οδηγεί στα νοτιόχωρα, πολλή κίνηση, οχήματα όλων των ειδών, συνεργεία στα πέριξ στενά. Από την άλλη, μήπως είναι η περιοχή; είναι «υποβαθμισμένη» σε σχέση με άλλες συνοικίες της πόλης, και τι θα πει υποβαθμισμένη; Ποιος την έκανε; Πώς έγινε έτσι; Μήπως εξαιτίας κάποιου προγραμματισμού που έγινε ή κάποιου που δεν έγινε; Εσάς, η γειτονιά σας, τα πεζοδρόμια σας, η πρόσβαση στην πόλη είναι εύκολη, είναι ελκυστική;

Και ο ιδιώτης τι να κάνει; Πώς να ομορφύνει το μαγαζί του, μέρες που είναι, όταν οι δημόσιες υποδομές ανύπαρκτες, χρήμα δεν υπάρχει και μία γενικευμένη μιζέρια και εγκατάλειψη που δεν την σώζουν ούτε οι κάποιες, έστω και καλαίσθητες, πινελιές, σποραδικά και πού!

Μ’ αυτές και μ’ αυτές τις σκέψεις επιτάχυνα το βήμα. Είναι ένα μέρος, ναι είναι καλαίσθητο – αν και αυτό έχει χτυπηθεί από την λαίλαπα της κρίσης – χώρος και του πολιτισμού, έστω και ιδιωτικός, αλλά πολύ περισσότερο από αυτά είναι εκεί που η ψυχή ηρεμεί, γλυκαίνει, ευφραίνεται γιατί – για μένα τουλάχιστον – το νόημα βρίσκεται εκεί που επικοινωνείς με τους άλλους, που αισθάνεσαι ότι σε δέχονται όπως είσαι, που σε ακούν, που μαθαίνεις τον άλλον και σε μαθαίνει μέσα από το διάλογο και την κουβέντα, που αναπτύσσεις τις ιδέες και τα επιχειρήματά σου, που περνά η ώρα χωρίς να το καταλάβεις, ανάμεσα σε βιβλία και ανθρώπους, και όταν έρθει η στιγμή να φύγεις δεν βλέπεις την ώρα να ξαναπάς! Δεν μπορεί κάπου παραφυλάει σε τούτη την «άδεια» πόλη, ένα μέρος, ένας άνθρωπος να σου μεταδώσει αυτή τη γλύκα, βάλσαμο για την καρδιά και τον νου, τον ταλαιπωρημένο, από τα τόσα και τόσα, ειδικά τώρα που στο τέλος του χρόνου μετράς, ξαναμετράς και δεν βγαίνει. Για μία χρόνια που φεύγει δύσκολη, σκοτεινή, ρημαδιασμένη, τι άλλο ακόμα να γράψεις; Και από την άλλη για αυτή τη νέα που οσονούπω μπαίνει, μακάρι να σηματοδοτήσει μία κάποια αλλαγή, για τον απλό κόσμο, τον εργαζόμενο, τον άνεργο, τα παιδιά μας, τους ηλικιωμένους, όλους μας, μακάρι, ποιος δεν το εύχεται!

Ας είναι, ανεβαίνω τα σκαλιά, καλέ μου Γ., κράτα μου μία κούπα ζεστό καφέ, φτάνω!

Χιώτης που μαστορεύει και καταγίνεται με τις λέξεις προσπαθώντας να τις βάλει σε μία σειρά

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο