Κεραμικά σκεύη από την Sarreguemines της Λορένης στη Χίο

1

Eισήγηση του Βασίλη Αγιαννίδη, που παρουσιάστηκε στα γαλλικά στο 11ο Διεθνές Συνέδριο AIECM3 (Association Internationale pour l’Etude des Céramiques Médiévales et Modernes en Méditerranée) για την Μεσαιωνική και Μοντέρνα Κεραμική στη Μεσόγειο, τον Οκτώβριο 2015 στην Αττάλεια

Μπολ με γραπτή και τυπωμένη διακόσμηση, (ιδιωτικές συλλογές)

Τα πιατικά της Sarreguemines που συναντά κανείς σε πολλά σπίτια στη Χίο, συνήθως σε περίοπτες θέσεις, κειμήλια με τα σημάδια ενός παρελθόντος ενάμιση αιώνα στην επιφάνεια τους, είναι στην πλειοψηφία τους σκεύη σερβιρίσματος του μοντέλου με τα φαιά άνθη Flore, τα οποία αποκαλούνται ακόμα στο νησί «Φλόρες», και μπολ «για το γιαούρτι» με γραπτή ή τυπωμένη διακόσμηση. Οι εύθραυστοι μάρτυρες του κοινωνικού σνομπισμού και της ανθρώπινης ανάγκης για εύχρηστα και καλαίσθητα αντικείμενα, ωθούμενοι από την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, ταξίδεψαν από την Λορένη της Γαλλίας περισσότερα από 2.000 χιλιόμετρα για να φτάσουν στην Οθωμανική Χίο.

Εξαρτήματα λαβομάνου για σαπούνι και οδοντόβουρτσες, (ιδιωτικές συλλογές)

Η Faïencerie de Sarreguemines

Η Κεραμοποιία της Sarreguemines ιδρύεται το 1790 από τους αδελφούς Nicolas-Henri και Paul-Augustin Jacobi και τον συνεταίρο τους Joseph Fabry. Παράγει φαγεντιανές (σκεύη από λεπτόκοκκο πηλό, faïences fines), κεραμικά και πορσελάνες. Γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη τον 19ο αιώνα και οι υψηλής ποιότητος δημιουργίες της βραβεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σε πολλές διεθνείς εκθέσεις. Το 1799 ο Paul Utzschneider, (1771-1844), κεραμίστας και αναγνωρισμένος ερευνητής, συνεργάζεται με τον Joseph Fabry και οι δυο τους καταλήγουν μόνοι ιδιοκτήτες και διευθυντές της επιχείρησης.

Το 1905 η Sarreguemines παράγει 5 με 6 εκατομμύρια κεραμικά κομμάτια. Στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καταγράφονται στους καταλόγους του εργαστηρίου 4,700 διαφορετικά αντικείμενα με περισσότερα από 1,000 διαφορετικά μοντέλα διακόσμησης. Το 1914 η Sarreguemines και οι θυγατρικές της απασχολούν περισσότερους από 5,000 εργαζομένους.

Το 1920 ο Édouard Cazal, συγγενής της οικογενείας Utzschneider, γίνεται γενικός διευθυντής των Faïenceries de Sarreguemines, Digoin et Vitry-le-François και το 1929 πρόεδρος της ένωσης κεραμοποιιών της Γαλλίας (Chambre Syndicale des Faïenceries de France). Το 1928 το ένα τέταρτο της γαλλικής παραγωγής κεραμικών προέρχεται από τα εργοστάσια της Sarreguemines. Ο γιος του Jean και ο εγγονός του Alain Cazal τον διαδέχονται με την σειρά τους έως το 1978.

Όστρακα και μπολ, μοντέλο Bryonia, (Εφορεία Αρχαιοτήτων Χίου)

Το 1978 ο Όμιλος Lunéville, Badonviller & Saint-Clément καταφέρνει να πάρει τον έλεγχο της εταιρίας και γίνεται βασικός μέτοχος της Sarreguemines.

Το 2002, κατόπιν ενός σχεδίου ανάκαμψης δεκαεννέα μετόχων, η επιχείρηση μετονομάζεται σε Céramiques de Sarreguemines. Δεν απομένουν παρά 130 εργάτες. Το 2005, τίθεται υπό δικαστική εκκαθάριση. Η παραγωγή συνεχίζεται με 60 εργάτες. Την 9η Ιανουαρίου 2007 το δικαστήριο αποφασίζει την εκκαθάριση και το τέλος δραστηριοτήτων την 1η Φεβρουαρίου. Η Κεραμοποιία της Sarreguemines δεν υπάρχει πια.

Βάσεις από σκεύη, (Εφορεία Αρχαιοτήτων Χίου)

Τα γυαλάδικα της Σμύρνης

Τα πρώτα χρόνια τα προϊόντα της Κεραμοποιίας της Sarreguemines πωλούνται στις αγορές της περιοχής από πλανόδιους πωλητές. Από το 1802 υπάρχει αντιπροσωπεία της εταιρίας στο Παρίσι.

Τα κεραμικά φτάνουν στη Χίο είτε χάρη στους ναυτικούς οι οποίοι ταξιδεύουν παντού στον κόσμο είτε μέσω εμπόρων από την γειτονική πόλη της Σμύρνης.

Η εμπορική και οικονομική σπουδαιότητα της Σμύρνης αυξάνεται σταδιακά την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την εγκατάσταση από τον 18ο αιώνα των φράγκικων, ελληνικών, εβραϊκών και αρμένικων κοινοτήτων, την κατασκευή των δύο πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών το 1856 και την δημιουργία του νέου λιμανιού το 1870.

Στους εμπορικούς καταλόγους της Σμύρνης των ετών 1893, 1894 και 1895 εμφανίζονται μεταξύ άλλων οι Villeroy et Boch, ήδη μέτοχοι της κεραμοποιίας της Sarreguemines από το 1838, ο Victor Tazartes ο οποίος έχει υποκατάστημα στη Χίο, καθώς επίσης και οι Γιάνναρος Δημήτρης, Γεωργίου Θ. και Χ., Διμίτογλου Νικόλας, Ζαλίδης Γρηγόρης, Ιωαννίδης Ιωάννης, Κρίτσας Ι.Π., Κωνσταντινίδης Δημήτρης και Ευστράτιος, Λιγόρος Παναγιώτης, Μαϊδώνης Α., Μαργετίδης Χριστόδουλος, Μαρκόπουλος Πέτρος, Oppitz B., Παπαδόπουλος και Στεφανίδης, Παπανικολής Ε. και Α., Παπαπέτρος Δ., Αδελφοί Πεσάρου, Πούλος Ιωάννης, Αδελφοί Ρούσου, Τσακίρογλου Δημήτρης, Τσουρουκτσόγλου Παντελής, Χαστάογλου Ιωάννης, Helzel Isidore. Τα περισσότερα καταστήματα βρίσκονται στην οδό Υαλοπωλείων της Σμύρνης.

Στη Χίο

Το εμπόριο στη Χίο αναπτύσσεται από τον 14ο αιώνα με την κατάκτηση του νησιού από τους Γενοβέζους. Οι εμπορικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις των Χιωτών ανθούν στην Σμύρνη από τον 18ο αιώνα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, την Αμερική και έως τις Ινδίες κατά την διάρκεια του 19ου. Αυτήν την εποχή εγκαθίστανται στην Γαλλία, στο Παρίσι και στην Μασσαλία, οι οικογένειες Βλαστού, Καλβοκορέση, Πετροκοκκίνου, Πιτσιπιού, Πρασσακάκη, Ράλλη, Ροδοκανάκη, Σκαραμαγκά, Τσιτσίνια και Χωρέμη. Το εμπορικό, τραπεζικό και ναυτιλιακό δίκτυο των Χιωτών του εξωτερικού διατηρεί στενούς δεσμούς με τους συγγενείς και τους συνεταίρους που παραμένουν στο νησί.

Σουπιέρες, πιατέλα και πιάτα σε διάφορα σπίτια στη Χίο, μοντέλα Flore και Bryonia

Οι έμποροι του νησιού είναι συνήθως καταστηματάρχες που αγοράζουν το εμπόρευμα τους χονδρικώς από την Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολή ή κατευθείαν από το εξωτερικό για να το πουλήσουν κατόπιν λιανικώς. Τα εμπορεύματα είναι βαμβακερά, υφάσματα, σεντόνια, πετσέτες, αποικιακά, είδη κιγκαλερίας, δέρματα, υαλικά, χαρτικά και άλλα. Με το εμπόριο υαλικών στη Χίο κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα ασχολούνται οι Αλάτσης Μ.Ε., Δεσσές Ν.Μ., Καλαγκιάς Ε.Ν., Καμίτσης Ιάκωβος, Μαμούνας Μ.Ι. και Χατζηπατέρας Κ.Ι.

Τα κεραμικά της Sarreguemines που υπάρχουν ακόμα σε διάφορα σπίτια στη Χίο διατηρούνται σε καλή κατάσταση και χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Κεραμικά όστρακα βρίσκονται σε ανασκαφές κυρίως στην πόλη και σε περιβόλια στον Κάμπο και στον Βροντάδο, τα προάστια όπου κατοικούσε παλαιότερα η αριστοκρατία και οι πλούσιοι έμποροι και καραβοκύρηδες του νησιού.

Σφραγίδες διαφόρων μοντέλων της Sarreguemines από βάσεις σκευών στη Χίο

Βιβλιογραφία

Benedick Alain, La Faïencerie de Sarreguemines, éditions ABM, 2009, D’Andria Jacob, Nalpas Joseph, Annuaire des commerçants de Smyrne et de l’Anatolie, 1893, Imprimerie G. Timoni & Co., Decker Émile, Thévenin Christian, Faïences de Sarreguemines, les arts de la table, 1992, 2002, Κοκκάλη Παντελή, Ανδρέας Ι. Πολεμίδης-Συμβολή εις την Ιστορία της Χίου, Αθήνα 1974.

Κατάγεται από τη Χίο, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Χίου. Πρόεδρος του Φιλοζωικού Συλλόγου Χίου (2002-2003, 2004-2005, 2008-2009, 2010-2011, 2014-2015), Πρόεδρος του Ροταριανού Ομίλου Χίου (2009-2010), Πρόεδρος της Τοπικής Επιτροπής Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (2011-2016), Μέλος της Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος, του Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου και του Συλλόγου Οικολογίας και Περιβάλλοντος Χίου.

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο