Η σύνταξη

0

Κείμενο της Βίκυς Γεωργούλη γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Τα γράμματα δεν του άρεσαν, όχι πως ήταν χαζός, αλλά τον πισινό του κάτω δεν τον έβαζε, επέρναγε τις τάξεις με τα παρακάλια της μάνας του, μόνο το απολυτήριο να πάρεις, του ‘λεγε, τι σου ζητώ, για σένα το λέω, ούτε για γκαρσόνι δεν θα σε παίρνουνε. Το χαρτί έγραφε 12 και διαγωγή κοσμιοτάτη, ένα καλοκαίρι ζάχαρη πέρασε μέχρι να πάει φαντάρος και μέχρι να απολυθεί το έκανε το θαύμα της η μάνα. Κυρά Παναγιώτα να μη στεναχωριέσαι για τίποτα, εγώ θα στο τακτοποιήσω το παιδί, είπε ο υπεύθυνος του βουλευτικού γραφείου του Πασοκ, ανοίγουνε κάτι θεσούλες, φέρε μου τα χαρτιά του και μη σκας.

Με το απολυτήριο του στρατού στο χέρι, ο Σιδερής ούτε να πάρει ανάσα δεν πρόλαβε, πάει κι η Μύκονος που ονειρευόταν να πάει διακοπές με το κορίτσι, τα ξενύχτια και οι κατασκηνώσεις στην Ελίντα. Φορτώθηκε τη δερμάτινη τσάντα του ταχυδρόμου, εκεί τον έριξε το μέσον, ανέβηκε σε ένα μηχανάκι και την πρώτη μέρα στη δουλειά έψαχνε για τρείς ώρες να βρει στο Βροντάδο έναν Φαφαλιό κι έναν Γλύκα. Πέρασαν μήνες μέχρι να τους μάθει όλους, να ξεχωρίζει τα Γεμέλικα από του Μπούκιου, την Ερυθιανή από τον Άγιο Μάρκο, τα δρομάκια και τους παράδρομους, μέχρι που κλείσανε το γραφείο εκεί στην παραλιακή, ένεκα η κρίση κι οι περικοπές και τους κατεβάσανε όλους στην Χώρα. Άντε πάλι φτου κι απ’ την αρχή να μάθει την πόλη. Αυτός που έλεγε στη μάνα του να του πάρει παπούτσια από το στενό του Αυγουστάκη, ρούχα στου Κρόνου απέναντι και την έστελνε σούπερ μάρκετ στη λαχαναγορά πιο πάνω. Άλλος ένας χρόνος για να εμπεδώσει ποια οδός είναι η Τσιτσεκλή, η Πανταξίδου Ομήρου, η Καραβουρνών. Άκου, Γλυζουνίου, έλεγε στους φίλους του, ποιοι διαλέγουν αυτά τα ονόματα στους δρόμους και ποιοι είναι όλοι αυτοί που τους κάνανε δρόμους δεν ξέρω.

Απέκτησε γνωριμίες, ήξερε ποιος είναι ο γρουσούζης σε κάθε γειτονιά, ο ευγενικός, ο καλομίλητος, ο τσιγκούνης, ποιος έχει καλό σκυλάκι, ποιος άγριο. Καλέ, έλα μέσα, του φώναζε η κυρά Μαρία, μην τονε φοβάσαι το σκύλο, δεν δαγκώνει και διέσχιζε όλη την αυλή με το σκύλο να κρέμεται, από τα δόντια, στην τσέπη του παντελονιού του. Πολλοί τον νευρίαζαν, πολλούς συμπάθησε όμως κανέναν δεν έβαζε καλύτερο από την κυρία Χαρίκλεια, συνταξιούχο δασκάλα, θες που του θύμιζε τη γιαγιά του, θες που ήταν κοντούλα κι αδύνατη, το χαμόγελο της έβγαζε καλοσύνη και μια γλυκύτητα σαν τα κουραμπιεδάκια που τον εκέρναγε. Μέσα στην καρδιά του είχε μπει, από την πρώτη φορά που της έδωσε την σύνταξη. Πάρε 5 ευρώ του είπε κι αυτός κοκκίνισε, διαμαρτυρήθηκε, επουδενί να τα πάρει, με το ζόρι του τα ‘χωσε στην τσέπη του μπουφάν του και τον κέρασε κι ένα κομμάτι κέικ που μόλις είχε φτιάξει. Χήρα η κυρία Χαρίκλεια, πατημένα τα 80, χωρίς συγγενείς κοντά, με λίγες φιλενάδες για συντροφιά, ο γιος της στην Αμερική κι η κόρη στη Γαλλία. Δεν θέλει να φύγει από το σπίτι της, του λέει. Με παρακαλάνε τα παιδιά μου να πάω αλλά εγώ τους απαντώ πως ο κάβουρας στον τόπο του μεγάλος άρχων ήτο, δεν είμαι πια για ταξίδια, όσα μπορούσα τα έκανα όταν ήμουν πιο νέα, έλα πέρνα να σου δείξω τα εγγόνια μου. Τριαράκι το διαμέρισμα της κι οι τοίχοι γεμάτοι από βιβλία και του έκανε τόση εντύπωση που την ρώτησε αν τα ‘χει διαβάσει όλα, και να ‘ταν μόνο αυτά, του είπε, κι άλλα τόσα είχα μα τα έδωσα στις φυλακές να διαβάζουν οι κρατούμενοι κι έμεινε να την κοιτά έκπληκτος. Πάρε όποιο θες να διαβάσεις, μα ξεκίνα μ’ αυτό, την ιστορία της Χίου, θα σου λυθούνε οι απορίες για τα ονόματα στους δρόμους, του είπε.

Καμιά φορά, όταν ο Σιδερής δεν είχε ούτε πεντάλεπτο στη διάθεση του, έστηναν κουβεντολόι στα όρθια στην πόρτα. Παλιά επαίρναμε και κάνα γράμμα, καμιά κάρτα, τώρα μόνο λυπητερές μας έρχονται, έχουνε πάρει είδηση πως έχομε το κάτι τι για τα θαφτικά μας και πολεμάνε να μας το φάνε κι αυτό, του ‘λεγε. Έμαθε ιστορίες πολλές, πως ήταν όταν πρωτοδιορίστηκε δασκάλα σε ένα χωριό βόρεια και τι πόλεμο της κάνανε οι χωριάτες γιατί τη θεωρούσανε επικίνδυνη, και τι έλεγα Σιδεράκι μου, να πηγαίνουν και τα κορίτσια στο Γυμνάσιο, να σπουδάζουνε κι όχι να τα παντρεύουνε από τα 15 τους, της έλεγε κι αυτός τα δικά του κι έπαιρνε μια ανάσα από το τρέξιμο του δρόμου. Ένα απόγευμα, της πήγε την Ελένη, τη γυναίκα του, ήθελε να γνωριστούνε, πέρασαν ώρες με μια ασταμάτητη κουβέντα κι όταν πια καλές έντεκα έφυγαν του είπε η Ελένη: αυτή η γυναίκα είναι καλός άνθρωπος, καλή μάνα και καλή πεθερά, κλείνοντας του περιπαιχτικά το μάτι.

Φλεβάρης μπήκε κι ο Σιδερής πήγε με χαρά να της δώσει τη σύνταξη. Χτύπαγε, ξαναχτύπαγε το κουδούνι, απόκριση καμιά. Την επόμενη μέρα, κακόβαλε με το μυαλό του, χτύπησε δίπλα στη γειτόνισσα. Καλέσαμε ασθενοφόρο, στην κλινική την πήγανε, δεν ένοιωθε καλά. Σαν σχόλασε ο Σιδερής, πήγε να την δει. Ένα κουβαράκι σκεπασμένο στο κρεβάτι, σωληνάκια στο χέρι κι οξυγόνο στο πρόσωπο. Τα μάτια της γελάσανε όταν τον είδε μα εκεινού του ήρθαν δάκρυα, γιατί δεν πήρες εμένα ένα τηλέφωνο να έρθω αμέσως την ρώτησε. Της κράτησε το χέρι, το φίλησε κι εκείνη του έδωσε την ευχή της.

Τα παιδιά της δεν την πρόλαβαν ζωντανή και παραξενεύτηκαν όταν είδαν έναν άγνωστο στην τελετή, σα μικρό παιδί, να κλαίει στα πλαϊνά στασίδια.

Βίκυ Γεωργούλη

Άφησε σχόλιο