Σεισμός κι Ευάλωτοι

0

γράφει ο Κώστας Ζαφείρης

Ήρθε στο σπίτι μας ήταν αυτό το θερινό μεσημέρι. Μετά το τραπέζι και λίγο πριν τη σιέστα… Εκεί που πας και κάθεσαι λίγο μονάχος, παλιά για να κάνεις τσιγάρο, τώρα πια για να ψιλοχωνέψεις… Χαζολογούσες στο διαδίκτυο, μην το κρύβεις, αυτό έκανες. Παλαιικό το σπίτι. Άξαφνα το παλιό ξύλινο πάτωμα, έπιασε να πάλλεται, μια βουή έπιασε να αναδύεται, το τρίξιμο των τζαμιών ήταν το λιγότερο. Μια βουή που ολοένα δυνάμωνε. Όλοι καταλάβαμε. Σεισμός.

Μικρές, σε δευτερόλεπτα, μετριούνται οι στιγμές. Λες θα περάσει, λες να σηκωθώ; Σηκώνεσαι και λες που να πάω;, κάτω από το κούφωμα της πόρτας, πηγαίνεις και κουρνιάζεις. Τελείωσε. Τα γυαλικά ακέραια. Τα κάντρα στη θέση τους. Η ανάσα σου επανήλθε. Όλοι καλά;

Μια βιαστική κουβέντα στη γειτόνισσα, ένα δυο τηλέφωνα στους δικούς σου ανθρώπους. Όλοι καλά. Κι ύστερα ξαναφέρνεις στο νου σου, ό,τι πέρναγε από τα μάτια σου εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα: πόσο ευάλωτοι, πόσο ανυπεράσπιστοι, πόσο λίγοι και μικροί και ασήμαντοι είμαστε εμπρός στα στοιχεία. Στα στοιχεία της φύσης και στην, ας την πούμε, οργή τους.

Ο πατέρας σου, που είχε περάσει μπάρκα και ναυάγια, το σεισμό τον έτρεμε. Μόλις κούναγε λίγο έμπαινε στην καμάρα της πόρτας, πεταγόταν στην αυλή, ακόμα και κάτω από τραπέζι είχε μπει. Έλα ρε μπαμπά του έλεγες, δεν εφοβήθηκες τυφώνες, και φοβάσαι ένα 5αράκι; Η απάντηση; «Τη θάλασσα την παλεύεις αγόρι μου, τη γης πώς να την πολεμήσεις;»

Μετά μαθαίνεις νέα. Βλέπεις φωτογραφίες. Το διπλανό νησί το χτύπησε στ’ αλήθεια ο σεισμός. Είναι ένα πανέμορφο χωριό που το ρήμαξε στ’ αλήθεια. Με σπίτια γκρεμισμένα, με δρόμους κλεισμένους, με μια γυναίκα σκοτωμένη, με τραυματίες, με απελπισία. Λες πάλι καλά, εμάς δεν μας χτύπησε. Κι ας είδες το δρομάκι δίπλα στο πατρικό, γεμάτο πεσμένες πέτρες, από σπίτια που καταρρέουν. Έτσι κι αλλιώς. Πιάνεις κουβέντες με γειτόνους.

Σταυροκοπήματα και έχουμε όλοι και όλες την εικόνα στο μυαλό μας, την αποτρόπαια εικόνα. Να γίνουμε όλοι άστεγοι. Σκηνίτες. Διωγμένοι από τα σπίτια μας. Από τα κονάκια μας. Από τα λατρευτά μας αντικείμενα. Να περιμένουμε να μας φέρουν φαγητό στα συσσίτια. Να σκεφτόμαστε ένα αύριο που δεν θα υπάρχει. Κι έτσι στο ξεκούδουνο λες την παρόλα σου: «κι όμως δίπλα μας έχουμε τόσους μήνες, τους σκηνίτες… για φανταστείτε λίγο» . Στη Σούδα και στη ΒΙΑΛ.

Μετά σωπάσαμε. Πήγαμε ο καθένας στη δουλειά του. Καθόλου σοφοί, καθόλου καλύτεροι. Σίγουρα πιο ευάλωτοι.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Άφησε σχόλιο