Σοφία Καρασούλη: Ο κύκλος της αγάπης μεγαλώνει ξεπερνώντας κρατικά σύνορα

1

Νιώθω ότι ανήκω, εκεί όπου ζουν εκείνοι που αγαπώ και μ’ αγαπούν. Πολλοί άνθρωποι έχουν την τύχη να έχουν περισσότερες από μια πατρίδες, κι ο κύκλος της αγάπης μεγαλώνει ξεπερνώντας κρατικά σύνορα

Δημοτική Βιβλιοθήκη Βανκούβερ
Δημοτική Βιβλιοθήκη Βανκούβερ

Τι κάνει μια Χιώτισσα στο Βανκούβερ;
Στο Βανκούβερ ήρθα το 1990 με τον Καναδό σύζυγό μου, με τον οποίο γνωριστήκαμε όταν φοιτούσαμε και οι δύο στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο υπάλληλος της καναδικής υπηρεσίας μετανάστευσης μού είχε πει τότε ότι έκανα ένα «άλμα πίστης», κι είχε δίκιο. Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στην επιλογή μου να ζήσω εδώ μαζί με το σύντροφό μου. Ύστερα από 26 χρόνια, το Βανκούβερ έχει γίνει πια για μένα μια δεύτερη πατρίδα, όπου έχω οικογένεια, καλούς φίλους και πολλούς γνωστούς. Στην αρχή είχα εργαστεί για λίγο στο ελληνικό σχολείο εδώ καθώς και στο UBC (Πανεπιστήμιο της Βρετ. Κολομβίας). Από το 1994 εργάζομαι στο κεντρικό παράρτημα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Βανκούβερ.

Στον καιρό της κρίσης, ποια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας expatriate;
Η κρίση στην Ελλάδα για κάποιον που βρίσκεται μακριά είναι «σαράκι», μια συνεχής έγνοια για την πατρίδα, τους συγγενείς και τους φίλους εκεί. Παρακολουθείς τις ειδήσεις, διαβάζεις αναλύσεις, μένεις ξάγρυπνη για τις ζωντανές μεταδόσεις κρίσιμων συνεδριάσεων (έχομε 10 ώρες διαφορά με την Ελλάδα)… Οι Καναδοί γνωστοί και φίλοι δεν σε αφήνουν σε ησυχία: ζητούν αναλύσεις, προσφέρουν τις ερμηνείες τους, θέλουν προβλέψεις, αναζητούν τις αιτίες… Θα έλεγα ότι η απόσταση σε κάνει να αισθάνεσαι χειρότερα γιατί δεν μπορείς να ψηφίσεις, να διαδηλώσεις, να συμμετέχεις ενεργά. Αλλά σκέφτομαι ότι θα ήταν ακόμη χειρότερα αν ζούσαν οι γονείς μου και βρίσκονταν στην Ελλάδα, γιατί η κρίση -όπως όλοι ξέρομε- πλήττει ιδιαίτερα τους συνταξιούχους και ηλικιωμένους.

Υπάρχει κάτι που θα σε έκανε να γυρίσεις κάποια στιγμή στο νησί;
Λένε ότι κανείς δεν μπορεί να γυρίσει ποτέ πίσω στην πατρίδα… Η νοσταλγία υπάρχει, αλλά η πατρίδα έτσι όπως ήταν όταν έφυγες, έτσι όπως τη θυμάσαι, έχει αλλάξει, όπως έχεις αλλάξει κι εσύ. Θα ήθελα, όμως, να μπορέσω κάποτε να επισκέπτομαι τη Χίο για αρκετούς μήνες κάθε χρόνο κι όχι μόνο για λίγες εβδομάδες.

Τι είναι αυτό που αγαπάς περισσότερο και τι είναι αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο στη Χίο;
Επειδή έχω ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, βρίσκω ότι με ενοχλούν ορισμένα πράγματα που παλιά δεν τους έδινα ιδιαίτερη σημασία, όπως τα αυτοκίνητα που σταθμεύουν πάνω στα πεζοδρόμια, τα αδέσποτα σκυλιά, ή τα σκουπίδια στις παραλίες. Αλλά είναι τόσο πολλά αυτά που αγαπώ: αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι, η γλυκιά ζεστασιά του χειμωνιάτικου ήλιου, τ’ανθισμένα περιβόλια στον Κάμπο, οι καμπάνες την Κυριακή, οι γειτόνισσες στην Ευαγγελίστρια που με φωνάζουν ακόμα «Σοφάκι»…

Πώς θα περιέγραφες τη Χίο της παιδικής σου ηλικίας;
Είχα μια πολύ ξένοιαστη παιδική ηλικία. Ο Σαιντ Εξυπερύ κάπου έγραψε ότι κάθε παιδί χρειάζεται καλούς κηπουρούς. Στάθηκα τυχερή κι οι «κηπουροί», οι αγαπημένοι μου γονείς, ήταν εξαίρετοι και με μεγάλωσαν με πολλή φροντίδα κι αγάπη. Δεν είχαμε τηλεόραση μέχρι που έγινα 12 χρονών, κι ακόμη και όταν αποκτήσαμε συσκευή τηλεοράσεως, το σήμα ήταν πολύ ασθενικό. Έτσι μεγάλωσα χωρίς τηλεόραση, με πολλά βιβλία, παραμύθια, κι ιστορίες στις βεγγέρες μας. Ακούγαμε και ραδιόφωνο. Θυμάμαι την πρωινή εκπομπή της θείας Λένας, κι αργότερα το θέατρο της Κυριακής. Παίζαμε με τις φίλες μου με τις ώρες στο δασάκι κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας ή κουτσό πάνω στο δρόμο. Σπάνια να περνούσε αυτοκίνητο ή άλλο τροχοφόρο να μας διακόψει το παιχνίδι. Μέναμε εκεί μέχρι αργά, ώσπου να βγουν οι μητέρες μας να μάς φωνάξουν για το βραδινό φαγητό. Τα βράδια του καλοκαιριού θυμάμαι να κατηφορίζομε στην προκυμαία με τους γονείς μου κι άλλη παρέα με τα πόδια. Μ’άρεσε να φορώ κολιέ ή βραχιολάκια που έφτιαχνα από γιασεμιά περασμένα σε κλωστή. Πιάναμε πάντα τραπεζάκι στο Κέντρο, κατά προτίμηση από τη μεριά του λιμανιού, πλάι στη θάλασσα. Οι μεγάλοι έπιναν το ουζάκι τους με την ποικιλία κι εμάς τα παιδιά μάς κερνούσαν πορτοκαλάδες ή γκαζόζες ή -τ’αγαπημένο μου!-παγωτό κασάτο.

Σοφία Καρασούλη
Παραλία Spanish Banks

Πατρίδα μου είναι εκεί…
…όπου νιώθω ότι ανήκω, εκεί όπου ζουν εκείνοι που αγαπώ και μ’ αγαπούν. Πολλοί άνθρωποι έχουν την τύχη να έχουν περισσότερες από μια πατρίδες, κι ο κύκλος της αγάπης μεγαλώνει ξεπερνώντας κρατικά σύνορα.

Έχεις βιώσει καθόλου τον ρατσισμό των Καναδών;
Ο Καναδάς σίγουρα ανήκει στις χώρες με λιγοστά κρούσματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Το Βανκούβερ, ειδικότερα, είναι μια πολυπολιτισμική πόλη όπου έχομε όλοι μας συνηθίσει να συμβιώνομε αρμονικά και να σεβόμαστε το θρήσκευμα, την κουλτούρα, και την ιδιαιτερότητα των άλλων. Ο Δήμος του Βανκούβερ εφαρμόζει πολιτική μηδενικής ανοχής έναντι του ρατσισμού και κάθε μορφής προκαταλήψεως. Οι διάφορες εθνικότητες έχουν πλήρη ελευθερία και υποστήριξη της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Για παράδειγμα, μόλις πριν λίγες ημέρες, οι Έλληνες του Βανκούβερ γιορτάσαμε την εθνική μας επέτειο στο Δημαρχείο της πόλης παρουσία της Δημοτικής Αρχής, με έπαρση της ελληνικής σημαίας η οποία ακόμη κυματίζει εκεί, τρισάγιο για τους πεσόντες, πανηγυρικούς λόγους, και γιορτή με παραδοσιακούς χορούς.

Από τότε που ζεις στο εξωτερικό, βλέπεις διαφορετικά την Ελλάδα και τους Έλληνες;
Είναι φυσικό ύστερα από τόσα χρόνια στο εξωτερικό να βλέπω την Ελλάδα και τους Έλληνες κάπως διαφορετικά. Η πολύχρονη απουσία κι οι γλυκιές αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών χρόνων με έχουν κάνει, όπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους Έλληνες του εξωτερικού, να έχω εξιδανικεύσει την Ελλάδα: το υπέροχο κλίμα, η ελληνική φιλοξενία, το όμορφο γαλάζιο της θάλασσας… Από την άλλη, διαπιστώνω με θλίψη ότι στην ελληνική κοινωνία έχει διεισδύσει τα τελευταία χρόνια ένας ανησυχητικός ρατσισμός και ξενοφοβία. Πρέπει όλοι μας να ξαναδιαβάσομε την πολύχρονη ιστορία μας των εθνικών καταστροφών, της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, και «να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε».

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο