Τα σκαριά

0

Κείμενο της Δέσποινας Φυριππή με παράλληλη ηρωίδα που αναδύθηκε από το κείμενο «Άνθρωπος Πατρίδα», γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Ο Λωλοστεφανιάς έχωσε στην τσέπη του, την απόδειξη εκείνου του επεισοδιακού δελτίου τζόκερ. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από το πρακτορείο, όπου συνέβη η διατάραξη της ιεροτελεστίας εκείνη την Κυριακή κι είχε περάσει πια η τρεμούλα του φόβου που του προκαλούσαν οι αλλαγές. Ο ασυντόνιστος και υποτονικός βηματισμός του, κατά την επιστροφή, επί της οδού Τύχης, δεν θύμιζε τον γνωστό σε όλους παικταρά που παρήλαυνε ενδεδυμένος την κόκκινη φανέλα του Ολυμπιακού, κατά τον ερχομό του στο πρακτορείο.

Πάντα τον ηρεμούσε το περπάτημα και το ψάξιμο στους δρόμους πεταμένων άδειων μεταλλικών κουτιών. Σαν τα εντόπιζε η σκυθρωπή ματιά του, τα πόδια του τα κλότσαγαν με επιδέξια χτυπήματα αριστερά και δεξιά. Κύλαγε τότε μαζί με κάθε αδειανό κουτί και το μυαλό του Λωλοστεφανιά σε γήπεδα γεμάτα φίλαθλους, που αποθέωναν το παικταρά τους.

Στη μοναχική πομπή της επιστροφής του εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα, η θεά τύχη που υπηρετούσε πιστά ο Λωλοστεφανιάς έστειλε στα πόδια του, το αλουμινένιο κόκκινο κουτί της coca cola. Τα πυρετικά του μάτια ζωντάνεψαν. Με ανοιχτά τα πόδια, για να στηρίζεται πότε στο ένα και πότε στο άλλο, περπατούσε και κλότσαγε μαζί την κόκκινη απομίμηση μπάλας. Ακολουθούσε το κατρακύλισμά της στα ήσυχα κατηφορικά σοκάκια που οδηγούσαν στην προκυμαία χαμένος στο κόσμο το δικό του, εκεί που είχε εκπαιδευτεί να κλοτσάει και τις μέρες του, για να κυλάνε στο πέρασμα του χρόνου.

Κλότσα – κλότσα ούτε που το κατάλαβε πως βρέθηκε στο παραλιακό χωματόδρομο, μπροστά στο καρνάγιο του Παπόρια. Μόνο σαν σκάλωσε η μπάλα σε μια από τις πολλές λακκούβες του κυματόδερτου δρόμου σταμάτησε. Η ασκοθαλασσιά που τρύπωσε στα πνευμόνια του τον συνέφερε από την πλάνη της εμμονικής φαντασίωσής του. Η θαλασσινή αλμύρα κόλλησε πάνω του την κόκκινη φανέλα διαγράφοντας το καλά γυμνασμένο κορμί του. Ο Στέφανος, σαν δρομέας σε εκκίνηση, πήρε φόρα κόντρα στο απογευματινό μελτέμι, για να σουτάρει στη θάλασσα το αδειανό κουτί. Μα δεν ήταν γραφτό να σκοράρει, αφού ο Ερμής πιο γρήγορος του ΄κλεψε την κάλπικη μπάλα. Την άρπαξε με τα σκυλίσια δόντια του και γεμάτος καμάρι έτρεχε προς το αφεντικό του τον Κωκωκωστή τον ταχυδρόμο.

* Γεια σου Στεφανή! Καλή τύχη απόψε στο Τζακ ποτ! Τι θα κάνεις τα λεφτά άμα κερδίσεις!

* Όλα τα γήπεδα του κόσμου θα γυρίσω. Θα βγάζω εισιτήριο για κάθε αθλητικό πανηγύρι του πλανήτη. Δεν θα αφήσω αγώνα για αγώνα. Διεθνής φίλαθλος θα γίνω.

* Και εγώ Στεφανή άμα κερδίσω, ταξίδια θέλω να κάνω. Να γυρίσω όλο τον κόσμο, να γνωρίσω νέους τόπους αλλιώτικους ανθρώπους. Όπου γη και πατρίδα. Θα έχω μαζί μου τον Ερμή και τη…….τη………….σκάλωσε πάλι η γλώσσα του Κωκωστή σαν σκέφτηκε την όμορφη Ρεβέκκα και την προχθεσινή πρώτη τους ερωτική βραδιά.

Ο Τάκης ο Παπόριας τους άκουγε κρυμμένος πίσω από το μπανταρισμένο σκαρί που καλαφάτιζε. Δεν μίλησε στους φίλους του . Ήξερε πως θα μπαίναν και οι δυο μες στο ταρσανά του, όπως το χαν συνήθεια. Στο καραβομαραγκούδικο του, μια ξύλινη

παράγκα όλη και όλη, μαζεύονταν οι ανδροπαρέες θαλασσινοί και στεριανοί, τα πίνανε βρίζοντας άφοβα για να ξεθυμάνουν από τα βάσανα της δουλειάς, από τη γκρίνια της κυράς. Άλλοι μαέστροι της θάλασσας και άλλοι καπεταναίοι στη στεριά, μα όλοι στο ίδιο μετερίζι της ζωής πάλευαν. Ήταν καλός ακροατής ο Τάκης στο πόνο του αδερφού. Ήξερε να μερεμετίζει τα σκαριά που έρχονταν σε εκείνον λαβωμένα. Πρώτα τα σήκωνε ψηλά, να φαίνονται τα σώψυχα τους μέσα και έξω. Λάδωνε με σούμα το μακαρά της ψυχής τους, για να βιράρει το σκοινί τους χωρίς δισταγμό. Τους έπαιρνε το βάρος και αυτοί ξαλαφρωμένοι από το μεθύσι, του αποκάλυπταν τις χαραμάδες τους και εκείνος μπεσαλίδικα τις καλαφάτιζε με το σεβασμό, που άρμοζε στη λεβεντιά και στο μεράκλωμά τους. Μόνο σαν σιγουρεύονταν πως τους στερέωνε το πέτσωμα, τους φόρτωνε στα βάζα για να γλιστρήσουν και πάλι μόνοι στα φαλάγγια της ζωής, ο καθένας για το δικό του ταξίδι.

Στον Παπόρια μοναχά εξομολογήθηκε ο Κωστής το γλυκό αντάμωμα με τη Ρεβέκκα και εκείνος πολύ το χάρηκε, γιατί γνώριζε πως από το γερό σκαρί του Κωστή έλειπε η γοργόνα κυβερνήτρα του. Το φρενάρισμα της γλώσσας του, πάνω στη κουβέντα με τον Λωλοστεφανιά, ήταν σημάδι πως ο φίλος του βρισκόταν σε ανάγκη. Το ΄ξερε πως ήταν ντροπή για τους άντρες να μην μπορούν να κρύψουν την καρδιά τους. Πετάχτηκε μπροστά τους με το στουπί στο χέρι και φώναξε και στους δυο.

«Να πάρετε και εμένα μαζί στα θαλασσινά ταξίδια, μπας και σας φέρω πίσω στη στεριά».

Πρώτος ο Ερμής έδειξε τη χαρά του σαν εμφανίστηκε ο Τάκης, αφού στα πόδια του γυρόφερνε η Σόνια, η σκυλίτσα του Τάκη. Τράβηξαν μαζί κατά τη θάλασσα να σβήσουν τις ορμές τους. Για την ανδροπαρέα, το σβήσιμο των παθών και των ορμών έγινε με τη σούμα του Παπόρια και τα μεζεδάκια της Δροσούλας που παρήγγειλαν.

Τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, κατέβαζαν χωρίς ρέγουλο στο λαρύγγι τη μια γουλιά μετά την άλλη, σαν που κατεβαίνει η καδένα του παλάγκου για να σηκώσει το φορτίο. Βγήκαν στον αφρό ο Κωκωκωστής και ο Λωλωστεφανιάς. Τρίκλιζαν σαν μεθυσμένα τα σκαριά τους, από τα κύματα που τους έδερναν. Μα κατάφεραν και στάθηκαν ορθόπλωροι στα ποδόσταμα των σκαριών τους. Ο Κωκωκωστής στερέωνε την ξυλόγλυπτη γοργόνα που του χάρισε ο Παπόριας και ο Λωλοστεφανιάς τη νικητήρια εξάδα της κυριακάτικης κλήρωσης που του χάρισε η τύχη.

Άφησε σχόλιο