Πώς γράφτηκε, πώς έγινε παράσταση η “Βγερού»

0

του Γιώργου Χατζόπουλου

Βγερού

Πολλοί που διαβάζουν το βιβλίο ή ακούνε για την παράσταση “Βγερού γλυκά φανού” με ρωτάνε αν είμαι Χιώτης. Όχι, δεν είμαι Χιώτης, είμαι Θεσσαλονικιός, αλλά πλέον νιώθω τη Χίο ως δεύτερη πατρίδα μου, καθώς, πριν από τριάντα χρόνια περίπου, ως φοιτητής είχα την τύχη να γνωρίσω δύο Xιώτες και να ζήσουμε μαζί τα φοιτητικά μας χρόνια τη δεκαετία του ’80. Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, ένα καλοκαίρι, επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη Χίο και έκτοτε την ερωτεύτηκα.

Μέσω αυτών των δυο φίλων γνώρισα και έκανα πάρα πολλούς φίλους Χιώτες. Μία εξ αυτών είναι και η Στέλλα Τσιροπινά, η οποία πριν δύο καλοκαίρια μου έδωσε να διαβάσω ένα καταπληκτικό βιβλίο, γραμμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, «Η Σφαγή της Χίου εις το στόμα του Χιακού λαού», του Στυλιανού Γ. Βίουi.

Ο Στυλιανός Βίος έχει καταγράψει, 45 αφηγήσεις για τη σφαγή της Χίου και τη δουλεία που την ακολούθησε, 17 από αυτές από ανθρώπους που επέζησαν από τη Σφαγή και οι υπόλοιπες παιδιών ή συγγενών τους που τις άκουσαν από τους πρωταγωνιστές. Η ανάγνωση του βιβλίου είχε σαν συνέπεια όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι να ψάχνω ντοκουμέντα, αφηγήσεις για τη Σφαγή και να ταυτόχρονα να συζητώ με φίλους Χιώτες, όσους δεν ήρθαν από “απέναντι”, αν γνώριζαν πως σώθηκαν οι πρόγονοί τους από τη Σφαγή.

Ενώ βρήκα πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό, από τις συζητήσεις που έκανα διαπίστωσα πως πολλοί λίγοι Χιώτες γνώριζαν πώς έγινε και υπήρχαν! Δηλαδή, με ποιο τρόπο σώθηκαν οι πρόγονοί τους; Κρύφτηκαν, διέφυγαν, πιάστηκαν δούλοι και επέστρεψαν…; Στα 1822 το νησί είχε 117 χιλιάδες πληθυσμό. Απ’ αυτούς οι 42.000 περίπου σφαγιάστηκαν, 50.000 περίπου πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως δούλοι, 23.000 χιλιάδες ξέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και τη δυτική Ευρώπη. Πολλοί απ’ αυτούς επέστρεψαν δύο, τρία χρόνια μετά, ενώ ύστερα από πέντε μήνες σφαγών, από τις 1 Απριλίου του 1822, που συμπτωματικά είναι και οι πρεμιέρα της παράστασης, μέχρι τα τέλη Αυγούστου, γλύτωσαν και παρέμειναν στη Χίο μόνο 1.500 άνθρωποιii.

Η διαπίστωση και απορία ταυτόχρονα, αυτής της -να την ονομάσεις άγνοια; λήθη; αμνησία; – ενός τόσο σημαδιακού για την προσωπική ιστορία του καθενός όσο και για την ιστορία του νησιού, γεγονότος, σχεδόν μόνο τέσσερις γενιές μετά, και ταυτόχρονα η γοητεία που μου άσκησαν οι προφορικές αφηγήσεις ανθρώπων της εποχήςiii, ακόμα και του Βαχίτiv που οργάνωσε τη Σφαγή, και ένα πλήθος αναμνήσεων και αφηγήσεων που μου ήρθαν στον νου από τους δικούς προγόνους που έζησαν την αγριότητα της ανταλλαγής των πληθυσμών του 1922 και της βαρβαρότητας του εμφυλίου, έγιναν οι τρεις πυρήνες του κειμένου που γράφτηκε τον χειμώνα του 2014.

Στο κείμενο συναντάμε δυο Χιώτισσες, την Αγγελική, μια πενηντάχρονη γυναίκα που ζει στο σήμερα και έχει όλα τα προβλήματα που έχει μία σύγχρονη γυναίκα, και την Βγερού, την πρόγονό της που επέζησε της Σφαγής στα 1822, να «συνδιαλέγονται». Αποδέκτης του διαλόγου τους η εικοσάχρονη κόρη της Αγγελικής, η Ανθή. Δυο διαφορετικές γυναίκες συνδιαλέγονται κουβαλώντας η καθεμία το δικό της κόσμο, τη δική της ιστορία, τα δικά της τοπία, ακόμα και τα δικά της ζώα, μια αλεπού στο διάβα της Βγερούς, ένα γεράκι πάνω από το κεφάλι της Αγγελικής…

Πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω πως ένας τέτοιος διάλογος μεταξύ του παρελθόντος, ειδικά ιδωμένο μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών του και όχι της επίσημης ιστορίας που επηρεάζεται πιο εύκολα από διάφορα ιδεολογήματα, και του παρόντος, θα μας βοηθούσε να αξιολογούμε καλύτερα την επικαιρότητα και τους εαυτούς μας, να επαναπροσδιορίζομε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε και σαν άνθρωποι και σαν λαός. Αυτή η πίστη μου είναι μάλλον και εμμονή μου, γιατί, τώρα εκ των υστέρων – μετά τη συγγραφή της νουβέλας “Βγερού γλυκά φανού” – συνειδητοποιώ πως είναι το κοινό χαρακτηριστικό και των άλλων δύο έργων που έχω γράψει, το θεατρικό “Μοργκεντάου”, που ανέβηκε από την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης από τη Χριστίνα Χατζηβασιλείου και “Πόσο καλό είναι το φως ή η Πλατεία Εμπορίου”, θεατρικό επίσης.

Πολύτιμοι βοηθοί στη συγγραφή της “Βγερού γλυκά φανού”, Στέλλα Τσιροπινά, που βήμα βήμα, κεφάλαιο κεφάλαιο παρακολουθούσε τη συγγραφή του και με βοηθούσε τόσο με τα τοπωνύμια, την ντοπιολαλιά, όσο και δραματουργικά και η γυναίκα μου η Ελευθερία Τέτουλα, πρώτη αναγνώστρια και κριτής.

Το επόμενο καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 2014, το χειρόγραφο κείμενο έκανε το δικό του ταξίδι. Χέρι χέρι διαβάστηκε σχεδόν από όλους τους Χιώτες φίλους και προκάλεσε πλήθος σκέψεων, συζητήσεων αλλά και επισκέψεων στα τοπωνύμια που αναφέρονται στο βιβλίο (π.χ. στη σπηλιά στο Λιθί, όπου κρύβονταν Χιώτες και η Βγερού τον καιρό της Σφαγής). Μέσα από αυτήν την “μαγική” διαδικασία η Βγερού μας φαίνεται πλέον πως έγινε αληθινή – όπως είναι και η ετυμολογία του ονόματός της (το Βγερού, βγαίνει από το Βέρα που στα λατινικά σημαίνει “αληθινή”- και απέκτησε πλέον όχι μόνο μνήμη, όπως και η ίδια ζητάει, “μνήμη πικρή σαν πικραμύγδαλο να την εβάζεις στο στόμα σου κάθε πρωί για να θυμάσαι πόσο γλυκιά και όμορφη είναι ζωή, όχι μόνο για εμάς τους Χιώτες, για όλη την ανθρωπότη”, αλλά πραγματική υπόσταση.

Στη συνέχεια είχα την τύχη ένας φίλος Χίωτης, ο Ισίδωρος ο Σαλιάρης να μου συστήσει τις εκδόσεις ΑΙΩΡΑ, κι ένας Θεσσαλονικιός φίλος, ο Κώστας Βόμβολος, να μου συστήσει την Κορίνα Βασιλειάδου, την οποία προτείναμε στο Θέατρο του Θερμαϊκού, νεοσύστατο θέατρο της πόλης, να σκηνοθετήσει το έργο.

Ο Κώστας ο Βόμβολος έγραψε μία καταπληκτική μουσική για την παράσταση, το τραγούδι του τέλους το τραγούδησε ο Παντελής Θαλασσινός που είναι Χιώτης, τον ευχαριστώ που δέχτηκε να μας κάνει αυτό το δώρο, η Κέλλυ Εφραιμίδου που έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια και θα κάνει και τους φωτισμούς και ο Κωσταντίνος Κατσαμάκης την κίνηση. Τις δύο γυναίκες ενσαρκώνουν, τη Βγερού, η Ελευθερία Τέτουλα, που σχεδόν έχει ζήσει το ρόλο, την Αγγελική, η Μελίνα Αποστολίδου, μια εξαιρετική ηθοποιός που είχαμε την τύχη να επιστρέψει πρόσφατα στην Θεσσαλονίκη από την Αθήνα.

Πολλοί ακόμη άνθρωποι δούλεψαν και για την συγγραφή του βιβλίου, προσφέροντας μου αφηγήσεις των γονιών τους, βιβλιογραφία που αγνοούσα, φωτογραφίες, εποχής, γκραβούρες (τυπογραφείο Έντυπο) και πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να βοηθούν, όπως η Αντιδήμαρχος Χίου κ. Βιβή Ποταμούση που έχει θέσει την παράσταση υπό την Αιγίδα του Δήμου Χίου και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου κ. Γιάννης Ζαφείρης που μας πρόσφερε την Υποστήριξη του από την πρώτη στιγμή, ώστε και οι δύο προσπάθειες να βρουν το δρόμο τους και κάνουν το δικό τους ταξίδι: το βιβλίο, ήδη έχει κάνει δεύτερη έκδοση, και η παράσταση, πρόκειται να περιοδεύσει σε όλη την Έλλάδα μέχρι το τέλος του χρόνου!

Τον Αύγουστο θα βρίσκονται στην πατρίδα τους τη Χίο. Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Τσάκος στις 3 Αυγούστου και οι παραστάσεις θα δοθούν στο Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης (Καστρομηνάς) στις 7 ,8, 9 Αυγούστου.

Νιώθω τυχερός που ήρθε στη ζωή μου η “Βγερού” και εξαιτίας της ήρθαν και τόσοι άλλοι άνθρωποι που την αγάπησαν και τους αγάπησα. Ελπίζω να την αγαπήσετε κι εσείς!


i Στυλιανός Γ. Βίος, «Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού», Αιγέας, 2008 (πρώτη έκδοση: 1922)
ii Φραγκομίχαλος Κώστας, Oι σφαγές της Xίου του 1822: Ποιος ο ακριβής αριθμός των θυμάτων τους; Άλφα Πι, 2009
iii Καλβοκορέσης Λ., Η ιστορία του παππού 1822, 1902
iv Απομνημονεύματα πολιτικά του Βαχίτ πασά πρέσβεως εν Παρισίοις τω 1802, Ρεΐζ Εφέντη τω 1808, και Τοποτηρητού της Χίου τω 1822 Εξ ανεκδότου Τουρκικού ιδιοχειρογράφου ελευθέρως μεταφρασθέντα και σημειώσεσι συνοδευθέντα υπό Δ. Ε. Δ., Βαχίτ Πασσάς, Τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος, Εν Ερμουπόλει Σύρου, 1861

Άφησε σχόλιο