Ένα απόγευμα, με καιρό βροχερό

0

Ξέρεις πως όποτε πας στη ΒΙΑΛ γυρνάς άρρωστη, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία. Κι έτσι πας, μετά από μια νύχτα και μια μέρα βροχερή.

ΒΙΑΛ, ένας τεράστιος λασπότοπος. Για να περπατήσεις προς τα μέσα, πρέπει να ξέρεις καλό πατινάζ, γιατί τα πόδια γλιστρούν, τα παπούτσια βαραίνουν και χώνονται βαθιά στη λάσπη, τα κοιτάς με απελπισία, πως θα καθαρίσουν, σκέφτεσαι, κι όταν από δίπλα βλέπεις μικρά παιδιά να φορούν σαγιονάρες, ξεχνάς τα δικά σου κι ούτε σε νοιάζει πια.

Νέοι λένε γεια, χαμογελαστοί και σχολιάζουν πόσο όμορφα είναι και γιατί δεν τους φέρνουν βάρκες για να κυκλοφορούν από τέντα σε τέντα και τι όμορφος παράδεισος είναι εδώ, τους λες, όπου να’ναι θα σας φτιάξουν και πισίνα, γελάμε. Πολλοί άντρες προσπαθούν να σουλουπώσουν τις σκηνές τους, κοπανάνε με πέτρες και πρόχειρα εργαλεία τα πασαλάκια να μπουν όσο γίνεται μέσα στη γη, εργένηδες φτιάχνουν δεντρόσπιτα και με τους μουσαμάδες της Ύπατης προσπαθούν να στήσουν σπιτάκια αυτοσχέδια που θύμιζαν ινδιάνικες σκηνές, χρησιμοποιούν κάθε κομμάτι ξύλου που βρίσκουν.

Λίγο πιο κάτω, νοικοκυρές απλώνουν τα βρεγμένα ρούχα, ανάβουν μικρές φωτιές να ζεσταθούν. ΒΙΑΛ μια τεράστια απλώστρα! Γυναίκες βγαίνουν και μιλούν, κλαίνε και πιάνουν την καρδιά τους, άντρες μέσα στην απελπισία τους φωνάζουν, μας λένε κουβέντες που δεν καταλαβαίνουμε.

Λίγο να σταθείς ν’ ακούσεις, αυτό θέλουν, κι αμέσως οι φωνές χαμηλώνουν, σκάνε χαμόγελα, ρωτούν τι είμαστε, από που είμαστε, αν δουλεύουμε μέσα εκεί, αν είμαστε δημοσιογράφοι, κάνουμε ότι τρομάζουμε, γελάμε όλοι μαζί. Μια νέα γυναίκα μιλά, δεν καταλαβαίνεις, της δείχνεις, φωνάζει ένα νεαρό και σου λέει στα αγγλικά πως έχει ένα μωρό με πρόβλημα στο μάτι, να πάει στο γιατρό, της λες, μα που να τον βρω, απαντά.

Αγόρια από την Παλαιστίνη και τη Συρία μας καλούν στην τέντα τους, το ρεύμα που έφτανε ως εκεί με μια μπαλαντέζα έχει κοπεί, είναι σχεδόν σκοτεινά κι η ώρα είναι τρεις, προσπαθούν να φάνε, νο γκουντ, λένε, δείχνοντας κάτι που ίσως είναι κροκέτα ψαριού με κάτι σαν πουρέ στην άκρη, αδειάζουν πάνω του μισή χούφτα πιπέρι κι αλάτι, δεν τρώγεται αλλιώς, λένε. Θα σας φτιάχναμε τσάι μα δεν έχουμε ρεύμα, θα ξανάρθετε όμως ε, ναι, απαντάμε.

Ένας πονοκέφαλος, ένα βάρος αρχίζει να εμφανίζεται, ίσως να φταίνε και τα μαύρα σύννεφα που εμφανίζονται από δυτικά, έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και νοιώθεις πως θες να φύγεις, η θολούρα στο κεφάλι όλο και μεγαλώνει. Στο δρόμο, οικογένειες με τα μωρά τους περπατούν, άντρες γυρνούν πίσω με σακούλες από το μπακάλικο του διπλανού χωριού, κορίτσια βγάζουν φωτογραφίες. Ένας μικρός αγροτικός δρόμος στο πουθενά απέκτησε ζωή, ένα απόγευμα με καιρό βροχερό.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο