Η χριστουγεννιάτικη ραπτομηχανή

1

γράφει ο Κώστας Ζαφείρης

Ήταν, και είναι, από τα ορόσημα, από τα χαρακτηριστικά σημεία του πατρικού σπιτιού. Ένα τραπεζάκι μικρό. Ένα μικρό ορθογώνιο με στρογγυλές γωνίες και τελικά με τόσα κρυμμένα μέσα του μυστικά. Με απροσδόκητο τρόπο άνοιγε στη μέση του και σαν από εξηγήσιμη μαγεία ξεπρόβαλλε η Singer ραπτομηχανή. Μεταλλική, σκούρο μαύρο μέταλλο, μασίφ, με χρυσές τις στάμπες της εταιρείας, με πάντα λαδωμένα, απαστράπτοντα ασημιά τα κινητά της μέλη.

Με λεπτή αριστουργηματική μαστοριά, με τρόπο όχι με κόπο καθώς θα έλεγαν αργότερα, έμπαιναν οι χρειαζούμενες κλωστές, τα πόδια άρχιζαν να πατάνε με ρυθμό και όρεξη, τσακ τσακ τσακ, ρυθμικά η ραπτομηχανή έπαιρνε μπροστά κι έκανε το καθήκον της. Τσακ τσακ τσακ… ένα αδιατάραχτο μοτίβο, ένα ρεφρέν των παιδικών μας χρόνων.

Η ραπτομηχανή για όσους δεν την ξέρουν ήταν ένα σοβαρό περιουσιακό στοιχείο για τις παλιές οικογένειες, ειδικά για τις νέες κοπέλες. Η δικιά μας ταξίδεψε από την Πελοπόννησο μέχρι τη Χίο με ειδικό συμβόλαιο μεταφοράς. Ήταν προικώο αντικείμενο της μάνας και έπεσαν υπογραφές για να μετακινηθεί. Πολύτιμο στοιχείο μιας οικιακής οικονομίας άλλων καιρών. Όπου σχεδόν τα πάντα τα φτιάχναμε στο σπίτι, υπήρχαν επαγγελματίες ράφτες και τσαγκάρηδες και λίγα «ετοιματζίδικα». Αλλά τα ρούχα μας τα μεταποιούσαμε διαρκώς, εκείνο που δεν έκανε στον μεγάλο μια χαρά θα πήγαινε στον μικρότερο. Κι ύστερα (η κληρονομιά μας) : κρετόν, κουρτίνες, καλύμματα, τραπεζομάντηλα των εορτών… αλλά και παντελόνια που ήθελαν μεταποίηση, και μπλου τζιν που έγιναν σορτσάκι, κουρτίνες που έγιναν φούστες, και… και… Δεν ήταν απλά τα περιορισμένα οικονομικά μέσα, ήταν κοινωνικές συνθήκες και μια αίσθηση του «τίποτα δεν πάει χαμένο», της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης που έχει πλέον εκλείψει.

Και όταν χάλαγε, γιατί χαλάνε και οι Singer οι αθάνατες, τα ανταλλακτικά της πάντα από του κυρίου Τάκη του Μπελέγρη στην Απλωταριά. Πολλά τα ανταλλακτικά της: οι ειδικές βελόνες της, το λάδι της σε μικρό μπουκαλάκι με τη σφραγίδα της αντιπροσωπείας. Φανταστείτε λίγο. Υπήρχε κατάστημα με σχεδόν αποκλειστικά ραπτομηχανές στον κεντρικό εμπορικό δρόμο της μικρής μας της πολιτείας. Δείγμα του πόσο αναγκαία και πρώτης γραμμής συσκευή ήταν σε κάθε σπίτι. Αναγκαία και αναντικατάστατη.

Για εμάς τα παιδιά η ραπτομηχανή σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο, ήταν θαυμαστή μηχανή και πράγμα απαγορευμένο. Θαυμαστή διότι μας αποκάλυπτε με τρόπο μοναδικό απλά μυστικά της τεχνολογίας. Ιμάντες, μεγάλους ποδοκίνητους τροχούς, μετάδοση της κίνησης, ανθρώπινη ενέργεια σε πολύ λεπτούς χειρισμούς, π.χ. να γαζώσεις το παντελόνι που θα φόραγες αύριο. Χαζεύαμε. Ας ασχοληθεί ο φίλος Τέλης Τύμπας με τέτοιου είδους οικείες αλλά συνάμα «μαγικές» μηχανές μελλοντικά στην Απλωταριά.

Κι απαγορευμένο. Γιατί, το είπα και πιο πριν, ήταν πράγμα πολύτιμο χρησιμότατο και ακριβό, δεν ήταν για παιχνίδι. Μπορεί να το χαλούσαμε, μπορεί και να γινόταν ατύχημα. Ωστόσο, παρανομώντας στις οικιακές εντολές, είχαμε παίξει μαζί της. Σιγά μην αφήναμε. Στρατιωτάκια, μικρά τανκς πλαστικά, γενναίοι ιππείς, ινδιάνοι, καουμπόηδες, τσολιαδάκια, ναύτες μολυβένιοι, αεροπλάνα, κανόνια και (πρωτόγνωρα τότε) playmobil. Έβρισκαν την θέση τους. Κι η ποδοκίνητη Singer που είχε ροδάκια και την μετακινούσαμε (άλλο θαύμα!) γινόταν στα παιδικά τα μάτια: οχυρό, φρούριο, διαστημόπλοιο, ακρόπολη, θωρηκτό, ινδιάνικο χωριό. Αυτά και τόσα άλλα που πια δεν τα θυμάμαι. Κι αν τρώγαμε και καμιά καρπαζιά για την ατασθαλία μας… δε βαριέσαι, δεν πειράζει.

Πάλι μακρηγόρησα και δεν θέλω να κουράσω. Τα παιδικά μας χρόνια δεν ήταν εύκολα αλλά δεν ήταν και δύσκολα. Ήταν αλλιώτικα, πιο φτωχικά (χμμμ αλήθεια ήταν;) και όμορφα.

Όταν καμιά φορά κλείνω τα μάτια και ζητώ να με κλέψει ο ύπνος, ο πιο συντροφευμένος, αγαπημένος και γλυκός ήχος είναι αυτό το τσακ τσακ τσακ… από τα πόδια και τα χέρια της μάνας στη Singer ραπτομηχανή. Που ξέχασα να το πω: πάνω της καμάρωνε το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο του σπιτιού μας, στα χαμηλά η φάτνη, με τα μπαμπάκια και τα όλα της, αλλά αυτή την ιστορία την έχουμε ξαναπεί.

Καλά Χριστούγεννα λοιπόν. Με αγάπη, φροντίδα και θαυμαστές μηχανές. Για όλους και όλες. Αυτό χρειαζόμαστε.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Συζήτηση1 σχόλιο

  1. Αγγελική

    Η ραπτομηχανή και ο μαγικός της κόσμος.
    Το ψαλίδι, χάντρες με χρώματα, κουμπιά και κουμπάκια σε όλα μεγέθη, τζετζιφένια, μεταλλικά, κοκάλινα, μασουράκια, το μεγάλο μαύρο και το άσπρο καρούλι (που περιμέναμε πως και πως να τελειώσουν) και ένα
    σωρό άλλα ψιλολοείδια στα συρταράκια της.
    Κλειστή στη θέση των ποδιών πάντα στρωμένο το πατάκι από τσουβάλι με τα περασμένα πολύχρωμα κουρελάκια.
    Διασκεδαστικό το γρήγορο γύρισμα του καρουλιού αλλά και τι φόβος όταν του έβγαινε το λάστιχο..
    Τη φωνή της μάνας μας κατά διαστήματα, όταν βρισκότανε σε λειτουργία ¨έλα μωρή κόρη μου να μου περάσεις τη βελόνα¨ σαν να την ακούω ακόμα.

Άφησε σχόλιο