Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

0

Λογοτεχνική παλέτα Χριστουγέννων από το εργαστήρι λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Χριστουγεννιάτικη φάρσα, της Μ.Σ.

Ήταν απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων. Από το πίσω κάθισμα του ταξί κοιτούσα ρομαντικά έξω από το τζάμι τα φώτα της Αθήνας που αναβόσβηναν γιορτινά. Ο οδηγός είχε το ράδιο στη διαπασών κι έτσι αναγκαστικά άκουγα μια ανόητη εκπομπή που δυο άντρες έκαναν φάρσες σε τυχαίους τηλεφωνικούς αριθμούς. Ξεκινούσαν με μια σύντομη σαχλή πειρακτική συνομιλία πάνω σε κάποιο υποτιθέμενο σενάριο και αναλόγως της ανταπόκρισης κατέληγαν σε τρανταχτά κοροϊδευτικά χάχανα.

Κοίταξα τον οδηγό. Χασκογελούσε ξεκαρδισμένος κι είχαμε δρόμο ως το Χαϊδάρι. Μάζευα θάρρος να του ζητήσω να το αλλάξει, όταν ξεκίνησε η επόμενη φάρσα. Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές πριν απαντηθεί. Το σήκωσε μια ηλικιωμένη. «…Ναιι;» είπε με μουδιασμένη μουτρωμένη φωνή. «Έλα, τι κάνεις;» «Ναι; Ποιος είναι;» είπε στυφά και στεγνά η γυναίκα σα να έλεγε ότι όποιος κι αν ήταν, κακώς την ενόχλησε. Σκέφτηκα πως πρέπει να είχε μέρες να μιλήσει με άνθρωπο. «Έλα εγώ είμαι.» «Α εσύ.» μαλάκωσε. Ποιος ξέρει ποιος νόμιζε ότι τη θυμήθηκε. «Ναι. Είσαι εκεί; Έρχομαι.» «Έρχεσαι; Πότε; Τώρα;» έκανε δήθεν τη δύσκολη η ηλικιωμένη γυναίκα και ξαφνικά ζωντάνεψε. «Στης Κούλας είμαι». «Ε πότε θα’ρθεις; Τώρα;» ρώτησε με τραγική δύστροπη αγωνία. «Έχεις χαιρετισμούς από την Κούλα.» άρχισε να λέει αυτός. «Ε πότε θα’ρθεις;» ξανάπε η ηλικιωμένη γυναίκα με λιγωμένη κακοτροπιά, ενώ φαινόταν καθαρά ότι δεν νοιαζόταν για τίποτα άλλο, η ψυχή της πετούσε να δει εκείνο το πρόσωπο που νόμιζε πως της μιλά. «Να’ρθω; Τι να’ρθω; Μπαα όχι μωρέ τελικά λέω να μην έρθω, δε γίνεται, άσε άλλη μέρα.» είπε χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει ο ομιλών. «Α δεν θα’ρθεις» είπε η γυναίκα σα να μονολογούσε. «Γιατί;» είπε σιγανά με συντριβή. «Αχαχαχα, φάρσα γιαγιά….» κι έκλεισε τη γραμμή γελώντας χυδαιότατα χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβη στην εκπομπή του εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων.

Έχουν περάσει κοντά δέκα χρόνια από τότε, η δύστυχη ηλικιωμένη γυναίκα μπορεί και να’χει πεθάνει πια η καημένη, αλλά ακόμα τη θυμάμαι και κάθε μα κάθε φορά νοιώθω εκείνη τη μουντή ματαίωση, εκείνη τη βουβή μοναξιά που χύθηκε πηχτή από το ράδιο κι έβαψε το ταξί και τις γιορτές και την Αθήνα ολόκληρη. Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί μας ακροατές Καλά Χριστούγεννα!

Η προφητεία, της Δέσποινας Φιριππή

Πρωτογαλιά έσταζαν οι πρησμένοι μαστοί της και από τους αδένες τους ξεχύνονταν το μητρικό της γάλα. Γιορτάζανε τον ερχομό του βρέφους της. Χριστούγεννα πρωτούγεννα άκουγε τα παιδιά της γειτονιάς να τραγουδούν τη βραδιά της παραμονής των Χριστουγέννων. Πρωτόγεννη ήταν και εκείνη. Μόλις είχε βγει από το μαιευτήριο αφήνοντας το γιο της στην μονάδα  νοσηλείας νεογνών. Μπήκε στο ταπεινό δωμάτιο. Μονάχα ένα εξιτήριο λεχώνας και ένα θήλαστρο, απόθεσε με ευλάβεια πάνω στο γαλάζιο κουβερτάκι της άδειας  φάτνης. Μα οι μαστοί της, πάλλονταν από της ζωής το μέγα θαύμα, σαν ουρανοί αγάλλονταν, χαίρει η φύσις όλη. Το παγωμένο θήλαστρο ρούφηξε τη καυτή θηλή της και η αρχέγονη πηγή ζωής ανάβλυσε το ιερό πύαρ. Ο ουράνιος γαλαξίας για να ευχαριστήσει το δημιουργό του, έστειλε το πιο λαμπρό αστέρι του πάνω ακριβώς από το μαιευτήριο «Αλεξάνδρα». Ακολούθησε τη λάμψη του, βγήκε στο μπαλκόνι. Το υπέρλαμπρο φως του δεν κατάφερε να φωτίσει την καρδιά της. Ήταν θυμωμένη. Σκόρπισε στον ουρανό το γάλα της, που τόσο ανάγκη είχε ο γιός της ίσως και πιο πολύ απ΄το  τεχνητό οξυγόνο των μηχανημάτων που τον εμπόδιζαν να θηλάσει.

«Ωσαννά εν τοις υψίστοις»,  άγγελοι υμνολογούσαν μες στη σιγή της Άγιας Νύχτας. Η ψυχή της αφουγκράστηκε το κάλεσμα. Είχε κιόλας μετανιώσει. Γαληνεμένη πήγε να προσκυνήσει στη φάτνη των βρεφών. Έσκυψε με τη στοργή της μάνας πάνω από την κούνια του γιού της. Το στέρνο του παλλόταν δυνατά, συντονισμένα με τους δικούς της τους μαστούς και ας μην είχε νιώσει ακόμα τη θέρμη τους, και ας μην είχε ακόμα πάρει πνοή από τη ζωή που έκρυβαν εντός τους. Την παρηγορούσε ο παλμογράφος που κατέγραφε τους χτύπους της καρδιάς του. Ήταν το μοναδικό άκουσμα που είχε από το σπλάχνο της. Το γλυκό μωρουδιακό κλάμα που αντηχούσε στο θάλαμο, ερχόταν από μια κούνια διπλανή. Ένα αγοράκι υγιέστατο, που έφερε στο κόσμο άλλη μάνα αλλά εκείνη πέταξε μαζί με τους αγγέλους. Πήγε κοντά του, σήκωσε το ορφανό, το ‘βαλε στην αγκαλιά της και εκείνο αμέσως  έψαξε, πιπίλισε το στήθος της. Ανακάλυψε το θησαυρό που έκρυβε και άρχισε να βυζαίνει λαίμαργα. Τότε ήταν που άκουσε επιτέλους για πρώτη της φορά του γιου της την κραυγή διαμαρτυρίας. Το πρώτο κλάμα της ζωής που μαρτυράει τη χαρά.

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Σήμαναν χαρμόσυνα οι καμπάνες, οι άγγελοι σάλπιζαν τον ερχομό του Μεσσία. Εκείνη με το ορφανό στην αγκαλιά της, συντρόφευε στα όνειρά του το δικό της παιδί, στο πρώτο γαλήνιο ύπνο του και σκεφτόταν την προφητεία του Ησαΐα προς την Παναγιά: «διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ».

Και του χρόνου στα σπίτια μας, της Μαρίας Φαφαλιού

Αλλιώς τα περίμενε και αλλιώς τα βρήκε. Όταν άκουσε πως γιορτές θα φτάνει το βαπόρι στον Καναδά, πέταξε από τη χαρά του. Πρωτόμπαρκος δόκιμος της μηχανής ήτανε. Σκεφτότανε τα Χριστούγεννα με χιόνια, πολυκαταστήματα, χαριτωμένες Καναδέζες με αγιοβασιλιάτικα σκουφιά να τον ξελογιάζουν. Αλλά μάταια. Οι γιορτές ήρθανε και το βαπόρι είχε μέρες μπροστά του για να φτάσει στο λιμάνι.

Την παραμονή των Χριστουγέννων με ανακατεμένο στομάχι από το σουέλ των έξι μέτρων που τους ταλαιπωρούσε τις τελευταίες μέρες, έβαλε το καλό του πουκάμισο, καθάρισε όσο πιο πολύ μπορούσε τα νιοδούλευτα χέρια του από τα γράσα και κατέβηκε στο καπνιστήριο. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήτανε μπουντελομένο στο μπουλμέ, το μπουκάλι με το ουίσκι ξαπλωτό στο τραπεζάκι μην τυχόν και φύγει με το μπότζι, μπύρες, ξηροκάρπια, ποπ κορν και δύο τρία μεζεδάκια για το καλό της μέρας. Στην τηλεόραση έπαιζε για πολλοστή φορά η εκπομπή με καλεσμένο το Γιώργο Μαργαρίτη ενώ από το καπνιστήριο των Φιλιππινέζων ακουγόταν ξεψυχισμένα καραόκε. Ευχές για υγεία και για καλό ξέμπαρκο, κουβέντες νοσταλγικές και χιλιοειπωμένες γεμίζανε τη γιορτινή ατμόσφαιρα στο βαπόρι.

Εκείνος δεν μιλούσε μοναχά σκεφτότανε τις γιορτές στο σπίτι του, τα τραπεζώματα, τα φαγιά της μάνας του και το μπακλαβά της γιαγιάς του, την παλιοπαρέα του και το μηχανάκι του, αυτό που του αγόρασε ο πατέρας του, που πότε δεν ήτανε ξέμπαρκος τις γιορτές.

– Ευχή και κατάρα σου δίνω γιε μου, ναυτικός μη γίνεις ποτέ. Εγώ δεν σας χάρηκα. Έτσι του έλεγε, αλλά ήρθε η κρίση και η σταδιοδρομία στη θάλασσα έγινε μονόδρομος.

Το βαπόρι κουνούσε πολύ.

– Δεν είναι για πολλά απόψε. Πάμε να πέσουμε και έχει ο θεός. Α δεν σας είπα, παραμονή πρωτοχρονιάς θα ‘μαστε stand by. Ούτε δυο μέρες δεν θα κρατήσει η φόρτωση στον Κάναδα, είπε ο καπετάνιος.

Το δοκιμάκι αποκαρδιώθηκε. Ο καπετάνιος τον κοίταξε συμπονετικά και του είπε: Όσο είσαι εδώ μέσα δεν θα απογοητεύεσαι  ποτέ, αλλά θα ονειρεύεσαι και θα ελπίζεις. Μόνο  έτσι θα αντέξεις. Άντε καληνύχτα, καλά ταξίδια να ‘χουμε και  του χρόνου τέτοιες μέρες στα σπίτια μας με τις οικογένειες μας.

Η κούκλα η καλή, της Ανατολής Βροχαρίδου

Την κοιτούσε μέσα από τη βιτρίνα με εκείνα τα μεγάλα γαλάζια, γυαλιστερά μάτια της και το βλέμμα της τρύπωνε βαθιά στην ψυχή της. Είχε καιρό να την αντικρίσει στα  μάτια. Έστεκε εκεί για χρόνια αλώβητη, ανέγγιχτη, άσπιλη από το πανδαμάτορα χρόνο. Τα μαλλιά της δεν είχαν ούτε μια άσπρη τρίχα, το πρόσωπό της αλαβάστρινο και αρυτίδιαστο, το σώμα της δεν είχε ούτε ένα παραπανίσιο κιλό,  καμιά ουλή δεν χαράκωσε το κορμί της, δεν είχε αρθρίτιδα, δεν είχε αυχενικό, δεν είχε πρεσβυωπία, δεν την πονούσε η μέση της, δεν πέρασε καν κλιμακτήριο. Σε αντίθεση με εκείνη, που ο χρόνος την άρπαξε άγαρμπα και την τσαλάκωσε σαν μια κόλλα χαρτί. Και τα μαλλιά της άσπρισε και το κορμί της βάρυνε και την ψυχή της ρούφηξε και την άφησε κατάμονη. Επέλαση στρατηλάτη έκανε ο χρόνος στο στρατό των ανθρώπων της, κάνοντας μερικούς να λιποτακτήσουν και άλλους να πέσουν στο πεδίο της μάχης. Και έμεινε αυτή μέσα στους τέσσερις τοίχους, παρέα με κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και επώδυνες αναμνήσεις.

Άνοιξε τη βιτρίνα και την πήρε στην αγκαλιά της. Μύρισε ακόμη και το άρωμά της που παρέμεινε αναλλοίωτο εδώ και πενήντα χρόνια. Όσο τη μύριζε τόσο πιο πολύ την έσφιγγε στην αγκαλιά της και στο τέλος άρχισε να τη φιλά στα μάγουλα, στα μαλλιά στα χέρια της και να κλαίει με δάκρυα χαράς, σα να είχε βρει ξανά την παιδική της φίλη.

– Κούκλα μου, κούκλα μου καλή, ψιθύριζε ανάμεσα στα αναφιλητά και τη φιλούσε και τη χάιδευε και την κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Η κούκλα  η καλή, όπως λέμε καλό τραπεζομάντηλο, καλό σαλόνι, καλό σερβίτσιο, καλό φουστάνι. Έτσι την είχε βαφτίσει η μάνα της την κούκλα, κούκλα καλή, και εννοούσε κούκλα ανέγγιχτη, άπιαστη, άπαιχτη και κλειδωμένη στη βιτρίνα. Η κούκλα  η καλή της, χριστουγεννιάτικο δώρο, απεσταλμένο εκ Γερμανίας, με φυσική κίνηση στις αρθρώσεις και φιλέ στο κεφάλι για να μη χαλάει η περίτεχνη κόμμωσή της. Θυμάται ακόμη τη χαρά της και τη λαχτάρα της να παίξει μαζί της τα Χριστούγεννα, μόνο τότε μπορούσε άλλωστε, τότε ήταν η εποχή που η κούκλα  η καλή έβγαινε από τη βιτρίνα για λίγη ώρα και τη συντρόφευε σε ένα φανταστικό παιχνίδι.

Κοίταξε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στρωμένο με τα απαραίτητα εδέσματα, πρόσθεσε άλλο ένα σερβίτσιο στην απέναντι κεφαλή του τραπεζιού, έβγαλε το φιλέ από τα μαλλιά της κούκλας της καλής, τα χτένισε και της φόρεσε ένα φανταχτερό  φιόγκο. Σέρβιρε στα δύο πιάτα γαλοπούλα με γέμιση και πατάτες στο φούρνο, και γέμισε τα ποτήρια με καλό κόκκινο κρασί. Πήρε την κούκλα αγκαλιά, την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα  με προσοχή, για να μη τσαλακωθεί το φόρεμά της και κάθισε και αυτή απέναντι. Την κοίταξε με τρυφερότητα στα  μάτια, σήκωσε το ποτήρι και ευχήθηκε

– Χρόνια μας πολλά καλή μου φίλη!

Φυγή στο άγνωστο της Κ. Μ.

Θα μείνω στο ράφι, πάει τελείωσε. Αυτό που φοβόμουνα τόσο καιρό, το βλέπω πια σχεδόν βέβαιο.

Μισή ώρα απομένει μέχρι τις 9, όταν τα φώτα θα σβήσουν και η πόρτα θα κλείσει δίπλα μου.

Μα εγώ έχω μια αποστολή, ένα όνειρο. Να διαβώ αυτό το κατώφλι, να ταξιδέψω στον άγνωστο μου κόσμο. Να νοιώσω μάτια τρυφερά να με κοιτούν, δάκτυλα ανυπόμονα να μ’ αγγίζουν, αγκαλιές ζεστές να με νανουρίζουν. Να δώσω χαρά, συγκίνηση και γνώση, να γίνω συντροφιά και παρηγόρια. Κι εγώ ν’ αποκτήσω φίλους και σπιτικό.

Λαχτάρησα πολλές φορές, πετάρισε η ψυχή μου, νόμισα ότι ήρθε η ευλογημένη ώρα, αλλά τελικά δεν ήταν η δική μου.

– Μην με ξεχνάτε εδώ, θέλω να φωνάξω, αλλά ήχος δεν βγαίνει, η σκόνη κόβει την ανάσα μου. Ύπουλα χώνεται παντού και σκιάζει την ομορφιά μου.

Απόψε ο δρόμος γυαλίζει βρώμικος κάτω από το ψιλοβρόχι, τα πιτσιρίκια ψάλλουν φάλτσα τα κάλαντα και οι διαβάτες, με κάθε λογής τσάντες στα χέρια, περνάνε βιαστικοί μπροστά μου. Μόνο τα Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια μου κλείνουν το μάτι από τ’ απέναντι μπαλκόνι. Με συμπόνια και κατανόηση. Όχι για πολύ, λίγα τα ψωμιά τους.

Να, κάποιος στάθηκε, έριξε μια ματιά, αλλά όχι. Λάθος πόρτα. Τα καινούργια μοντέλα είναι δίπλα, εκεί πάει.

Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν κι οι άνθρωποι, αγάπησαν τις μηχανές κι έγιναν σκλάβοι τους.

Η ώρα περνά, παίρνει και την ελπίδα μου. Ο κούκος πετάχτηκε από την φωλιά για να μου πει χαιρέκακα ότι η ώρα πήγε 8.45. Ξέρει την αγωνία μου και κάνει πλάκα ο γρουσούζης. Κλέβει λεπτά, πάω στοίχημα.

– Μα τι βλέπω, μια μύτη κόλλησε στο τζάμι και δυο μάτια κοιτάνε μέσα, ερευνητικά.
– Φαίνεται η σκόνη ? Σε ποιον θεό να προσευχηθώ να ρίξει το φως του πάνω μου ?

Μπήκε μέσα, έρχεται προς το μέρος μου. Έξυπνο μούτρο, ξεχτένιστα μαλλιά, παράταιρη φόρμα και τριμμένο μπουφάν. Και το πιο τρυφερό δεκαπεντάχρονο βλέμμα που έχει πέσει ποτέ πάνω μου.

– Αν με πάρει στα χέρια του, τα έχω καταφέρει, κέρδισα. Έχω εμπιστοσύνη στην αξία μου και στην ομορφιά μου.
– Φεύγω επιτέλους, δεν θα μείνω στο ράφι. Η πόρτα της Κιβωτού του βιβλίου έκλεισε παντοτινά πίσω μου.

Ο ουρανός ξανάγινε βελούδινος, οι δρόμοι ερήμωσαν και τα βήματα του Στάθη ακούγονται μελωδικά στο πλακόστρωτο. Νοιώθω ζεστή την παλάμη του και βροντερούς τους κτύπους της καρδιάς του.

Τώρα ξεκινά το δικό μου ταξίδι στον κόσμο, Φυγή στο άγνωστο με τον πιο γλυκό συνταξιδιώτη ανυπόμονο να μάθει, να χαρεί, να ονειρευτεί όσα ποθεί η ψυχή του.

Ήρθε νωρίτερα ο Άη Βασίλης φέτος;

Το  βιβλιαράκι της τράπεζας, της Βίκυς Γεωργούλη

Σαν έφυγαν από το χωριό να πάνε στην πρωτεύουσα για τις γιορτές με τους γονείς του, τα συναισθήματα του ήταν περίεργα. Τον μάγευε το ωραίο σπίτι του θείου του που τους φιλοξενούσε, το μεγάλο δέντρο στη σάλα με τα όμορφα στολίδια, οι πιατέλες με τα γλυκά, η ζεστασιά και η κατάφωτη πόλη που πηγαίναν για βόλτα τα απογεύματα, ο πολύς ο κόσμος ο διαφορετικός, τα μαγαζιά. Την μικρότερη ξαδέρφη του όμως δεν μπορούσε να την ανεχτεί, δεν του άρεσε που ήταν τόσο ζωηρή και χαρούμενη, που συνέχεια ήθελε να χορεύει και να τραγουδά, που όλοι πια την καμαρώνανε και την αγαπούσαν τόσο.

Εκάμαμε του κόσμου τα έξοδα να ‘ρτομε εδωνά για να με ζαλίζει ετούτη με τα καμώματα της, έλεγε ο μικρός στη μάνα του κρυφά. Σσσς θα σ’ ακούσει ο θείος σου, ντροπή, του είπε η μάνα του κοιτώντας με ματιά πλάγια τη νύφη της. Για ‘δε τηνε, σκέφτηκε, καινούργιο φόρεμα πάλι φορεί, λες και δεν της έκανε το περσινό της.

Παραμονή Χριστουγέννων κι η μικρή πήρε τον ξάδερφο της να πούνε τα κάλαντα στη γειτονιά. Την ξέρανε όλοι από μωρό παιδί κι έτσι μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε κι η γλάστρα, βγάλανε καλό χαρτζιλίκι που το μοιράσανε δίκαια, φράγκο φράγκο. Τρέχοντας μπήκε η Άννα στο συνοικιακό μαγαζάκι με τον κόπο της στο πορτοφολάκι και άδειασε όλο το περιεχόμενο στον πάγκο της κυρά Τασίας. Είχε δει εδώ και μέρες μια κούκλα στη βιτρίνα που πολύ της άρεσε, με τα ρέστα γέμισε μια τσάντα σοκολάτες και καραμέλες. Κοίτα, Μιχαλάκι, είπε και του ‘δειξε τη σακούλα, μαζί θα τις φάμε το απόγευμα. Εσύ, δεν θες να πάρεις τίποτα;

Τσίγκρωσε ο Μιχάλης τα μάτια του, εγώ θα τα βάλω στο βιβλιαράκι μου στην τράπεζα, εν είμαι σπάταλος σαν και σένα, της είπε και η Άννα του έκανε μία αστεία γκριμάτσα.

Τα χρόνια πέρασαν και κανείς από τους δυό δεν άλλαξε συνήθειες. Η Άννα παρέμεινε γελαστή και καλοπροαίρετη, απ’ αυτούς τους ανθρώπους που ‘ναι χαρά θεού. Ο Μιχάλης απόμακρος με τη μανία των χρημάτων να του τρώει το διαλυμένο σπιτικό και τα σωθικά του. Να του ρουφάει τη ζωή. Έσβησε νέος, με την Άννα να του κρατά το χέρι ως το τέλος του και με πολλά πολλά λεφτά στο βιβλιαράκι. Μια χαμένη ψυχή με καταθέσεις.

Άφησε σχόλιο