Χριστουγεννιάτικη παρεξήγηση

0

της Θάλειας Παντελίδη

24 Δεκέμβρη ΄96. Ο δυνατός πλευρικός άνεμος που φυσούσε έφερνε μυρωδιά κηροζίνης κι έκανε τα μαλλιά και τις τσάντες των επιβατών ν’ ανεμίζουν προς τα δεξιά ενόσο περίμεναν την επιβίβαση μπροστά στην σιδερένια σκάλα με τα πλατιά σκαλοπάτια. Η αεροσυνοδός, μια ψηλή κοκκινομάλλα γύρω στα 30 στάθηκε μπροστά φωνάζοντας τους πρώτους αριθμούς.

Το αεροπλάνο μύριζε φρέσκο καφέ και ανοιγμένα μαντηλάκια κολώνιας. Η καθαριότητα, οι στοιχισμένες γραμμές των καθισμάτων, τα ζεν χρώματα, η ελαφρά μουσική έδιναν εκείνη την αποστειρωμένη, καθησυχαστική αίσθηση ασφάλειας. Τα καπάκια από τις μπαγκαζιέρες ανοιγόκλειναν διαδοχικά μ’ ένα κούφιο πλαστικό ήχο. Τα ατομικά τραπεζάκια ανεβοκατέβαιναν απότομα. Νευρικοί επιβάτες εξερευνούσαν το χώρο τους, περιοδικό, σακούλα εμετού, οδηγίες διάσωσης, μαντηλάκια μιας χρήσης, μάσκες οξυγόνου, εξαερισμός. Βουητό και αναστάτωση, δοκίμαζαν τον φωτισμό απο πάνω τους, τις μεταλλικές πόρπες στις ζώνες ασφαλείας.

Κοίταξε για πολλοστή φορά την ώρα γυρίζοντας ξανά το κεφάλι της προς την πίσω πόρτα της εισόδου ενώ η επιβίβαση συνεχιζόταν. Ακόμα να φανεί.

Διόρθωσε το κραγιόν της μέσα στο καθρεφτάκι και ξανακοίταξε νευρικά το ρολόι της. Οι δύο τελευταίοι επιβάτες μπήκαν και η αεροσυνοδός έκλεισε πίσω της την βαρειά αεροστεγή πόρτα. Δεν ήρθε. Έσφιξε τα δόντια της για να μην κλάψει κι έστρεψε το βλέμμα της στην πίστα του αεροδρομίου. Σουρούπωνε και ο ουρανός είχε ένα βαρύ μπλε μολυβί χρώμα, ακανόνιστα σύννεφα έστεκαν πάνω από τις κορυφογραμμές του Υμηττού. Κάλεσε και πάλι το κινητό του. «Το τηλέφωνο του συνδρομητή που καλέσατε είναι πιθανόν απενεργοποιημένο και θα ειδοποιηθεί για την κλήση σας με γραπτό μήνυμα».

Η ώρα περνούσε και το μεγάλο αεροπλάνο έμοιαζε καρφωμένο στην πίστα, περιμένοντας την εντολή από τον πύργο ελέγχου. Ένα αεροσκάφος της KLM προσγειώθηκε κυλώντας απαλά σαν μπάλα του μπιλιάρδου στον διπλανό αεροδιάδρομο.

Δέκα λεπτά ακόμα πέρασαν. Μέσα στην θλίψη της η Βανέσα σκέφτηκε τα ανηψάκια της που την περίμεναν, τα δώρα που τους έφερνε, δεν θα τα ξετρέλλαιναν όσο η έκπληξη που τους φύλαγε: έσκυψε και κοίταξε τρυφερά το άσπρο-καφέ κουτάβι Τζακ ράσελ που κοιμόταν ήσυχα στο καρώ τσαντάκι στα πόδια της. Τράβηξε προς τα κάτω τη μαύρη μίνι φούστα της και σταύρωσε τα πόδια με μια απότομη κίνηση. Ενοιωσε ένα πόντο να φεύγει στη μέση της γάμπας, συμπαρασύροντας σε ντόμινο την εύθραυστη ύφανση του καλσόν για να χωθεί σαν λεπτό φίδι ψηλά στον μηρό της. Αναστέναξε και έλεγξε πάλι την οθόνη του κινητού της για εισερχόμενα μυνήματα. Η αναμονή συνεχιζόταν. Η αεροσυνοδός πρόσφερε για δεύτερη φορά καραμέλες στο πλήθος. Ο εκνευρισμός ανέβαινε. Μωρά ούρλιαζαν. Τα μέλη της ομάδας «Φάρκαινα» που επέστρεφαν στο ακριτικό νησί μετά από φιλικό αγώνα γ΄κατηγορίας με αντίπαλη επαρχιακή ομάδα είχαν αρχίσει να φωνάζουν συνθήματα.

«Η αναχώρησή μας θα καθυστερήσει για 30 ακόμα λεπτά λόγω αυξημένης εναέριας κυκλοφορίας. Ζητούμε συγγνώμη για την καθυστέρηση».

Εκείνη την στιγμή η Βανέσα γύρισε το κεφάλι της και άκουσε την αεροσυνοδό να ψιθυρίζει στην συνάδελφό της «Μετρώ τις κάρτες επιβίβασης και λείπει ένας επιβάτης. Φοβόμαστε ότι…». Πετάχτηκε πάνω. «Είναι ο αρραβωνιαστικός μου, ο κύριος Φωτεινός, δεν πρόλαβε».

«Αυτά να τα πείτε στους πιλότους», είπε επιθετικά η αεροσυνοδός. Διέσχισαν τον μακρύ στενό διάδρομο. Ο κυβερνήτης την κοίταξε αποδοκιμαστικά. Ο συγκυβερνήτης κάρφωσε το βλέμμα του στα λίγο παχουλά καλλίγραμμα πόδια της χαμογελώντας. «Ο επιβάτης που λείπει είναι ο αρραβωνιαστικός μου, είναι σμηνίας, ερχόταν από την υπηρεσία του στην βάση της Ελευσίνας. Εγώ έδωσα τα εισιτήριά μας και έλεγξα τις κάρτες επιβίβασης».

Ξαναγύρισε στην θέση της με πόδια που έτρεμαν. Ο Ανδρέας πάντοτε αργούσε, όταν καλούσε φίλους της στο σπίτι μιάμιση με δύο ώρες κι έξω την έστηνε τουλάχιστον μισή ώρα αφήνοντάς την εκτεθειμένη στα πειράγματα των περαστικών. Χθες παρά τον ομηρικό τους καυγά τη διαβεβαίωσε πως θα ερχόταν, για να την εγκαταλείψει τελικά μ’αυτόν τον άνανδρο τρόπο, στη μέση ενός εχθρικού πλήθους.

Στις θέσεις ακριβώς πίσω της άκουσε την εφοπλίστρια από τις Οινούσες να διηγείται δυνατά στην αδελφή της ώστε να ακούει όλη η ομήγυρη το επεισόδιο στο Λονδίνο τρεις μήνες πριν. Ενας Άραβας έδωσε στην έγκυο Αγγλίδα φιλενάδα του να μεταφέρει μια βαλίτσα με βόμβα -δήθεν περιείχε δώρα- που ανακαλύφθηκε από +-τ+ην ασφάλεια μερικά λεπτά πριν μπει στην σκευοφόρο του αεροπλάνου. «Κατάλαβες, Μάρω, μ’ ένα σμπάρο δυο τριγώνια. Και να ξεφορτωθεί το εξώγαμο και να ρίξει το αεροπλάνο. Λες να συμβαίνει κάτι εδώ και να πάμε όλοι αδιάβαστοι;»

Μια γριά μαυροφόρα κοίταξε αγριεμένα προς την κατεύθυνσή της Βανέσας και σταυροκοπήθηκε «Εχάλασε πια ο κόσμος».

Από απέναντι οι τρεις ποδοσφαιριστές της Φάρκαινας της έστελναν ηχηρά φιλάκια. Ακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Το αεροπλάνο απογειωνόταν, τα μικρά φλαπς ανοιγόκλειναν πάνω στα φτερά που έτριζαν και μπουκέτα φωτιάς έβγαιναν από τις εξατμίσεις του.

Τα δάκρυά της άρχισαν να τρέχουν από το γιακά του πουκαμίσου πάνω στο στήθος της. Εσκυβε το κεφάλι από αμηχανία, όταν είδε τριχωτά δάχτυλα να της προσφέρουν ένα λεπτό ανοιγμένο χαρτομάντηλο. «Ευχαριστώ» και ξανάρχισε να κλαίει ακόμα πιο δυνατά. Όταν ηρέμησε γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε.

Ήταν έντονα μελαχροινός, με σμιχτά φρύδια και μάτια καστανοπράσινα. Μύριζε το after shave του, μια μυρωδιά πράσινη, φρέσκια σαν δάσος μετά από βροχή, ανακατεμένη με μια δόση πιπεριού πιο βαρειά και αρρενωπή. Από το ανοιχτό πουκάμισό του έβγαινε μια τούφα τρίχες – με τα αντανακλαστικά της αισθητικού σκέφτηκε πόσο δύσκολο ήταν ν’ αποτριχωθεί ένα τέτοιο στέρνο. Δεν ήξερε αν αυτό της άρεσε ή όχι, πάντως την αναστάτωνε.

* Ισίδωρος Φουντούκος, από το Θολό Ποτάμι, της συστήθηκε.

* Βασιλική Καρύβαλη, γεννήθηκα στα Θυμιανά, απάντησε εκείνη δίνοντας του το χέρι της.

Κι ύστερα σώπασαν, τα φωτάκια ήταν χαμηλωμένα, απ’ το παράθυρο μαύρο πηχτό σκοτάδι, τα μωρά είχαν αποκοιμηθεί, η εφοπλίστρια ρέμβαζε κι οι μάγκες απέναντι διάβαζαν αθλητικές εφημερίδες.

Σκεφτόταν τα ρούχα του Ανδρέα στη σκευοφόρο του αεροπλάνου, το καλό του κουστούμι για το ρεβεγιόν την βαλίτσα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να το κάψει με βενζίνη στην πίσω αυλή; Να το ρίξει στις λάσπες στο κοτέτσι και να το ποδοπατήσει; Να το ξεσκίσει με τα μυτερά ψαλίδια της γιαγιάς της της μοδίστρας; Κοίταξε απ’ το παράθυρο και μέσα απ’ το σκοτάδι αναδύθηκε το πρόσωπό του – έβαλε πάλι τα κλάμματα.

Και ύστερα μίλησαν. Της είπε για τα παιχνίδια του στο Θολό Ποτάμι, πετροπόλεμο και αμάδες στη βαθειά ρεματιά με τα πλατάνια και τις καστανιές. Για τα χρόνια που μαθήτευσε σ’ έναν χωριανό του κρεοπώλη στον Καναδά, μια μέρα τον σάπισε στο ξύλο που του χάλασε ένα μεγάλο μπούτι χοιρινό, 14 χρονών ήτανε. Μετά απ’ αυτό έγινε ο καλύτερος, χειρούργο τον έλεγαν στην κεντρική αγορά στην Αθηνάς. Μπορούσε να εξαφανίσει ένα βόδι σε τρεις ώρες. Υστερα καθάριζε την πριονοκορδέλα, τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες και μόνο η μυρωδιά του οινοπνεύματος έμενε στο άδειο πεντακάθαρο μαγαζί. Βέβαια τώρα αυτό το έκανε σπάνια τώρα, για μάθημα στους καινούριους. Μόνο με χονδρέμπορους ασχολείτο πια. Ένα από τα τρία πιο μεγάλα ονόματα στην Αθηνάς.

Η Βανέσα Κουρή, σύμφωνα με την κάρτα της αισθητικού, κατά κόσμον Βασιλική Καρύβαλη, του είπε για το πατρικό της στα Θυμιανά, για το πώς γνώρισε τον Ανδρέα δύο χρόνια πριν στο νησί, μπροστά στο μοναδικό παλιό καφενείο της Χώρας, όταν πέταξε ένα αστείο για την ταμπέλα «Απαγορεύεται το κουγκάν». Εκείνη γέλασε κι ύστερα κατέληξαν στα «Μυλαράκια» στο ουζερί με τους τρεις παλιούς μύλους κι εκεί μετά από αρκετά ούζα, χταποδάκι στα κάρβουνα και μαστέλο ψητό, άρχισε η σχέση τους.

Ο φωτισμός χαμήλωσε καθώς το αεροπλάνο άρχισε την κάθοδό του. Το βουητό απο τις κουβέντες σίγασε. Τα χέρια έσφιξαν τα μπράτσα της πολυθρόνας. Η ξανθειά αεροσυνοδός άνοιξε το πτυσσόμενο καρεκλάκι της και δέθηκε.Ο Ισίδωρος έκανε μηχανικά το σταυρό του. Στο προηγούμενο ταξίδι του, τρεις μήνες πριν, η προσγείωση ήταν επεισοδειακή. Καθόταν ανάμεσα σε μια τρομοκρατημένη γριούλα και μια μητέρα μ’ένα δίχρονο κοριτσάκι που έκανε ακατάσχετο εμετό.

Ο αεροδιάδρομος ήταν εξαιρετικά μικρός,  στο τελείωμα του υψώνονταν μια σειρά παλιές μονοκατοικίες με μαύρες σημαίες στις ταράτσες τους.Η διεκδίκηση απαλλοτρίωσης εκκρεμούσε χρόνια τώρα κι οι εταιρείες έστελναν μόνο εξαιρετικά έμπειρους πιλότους.

Οι πίσω τροχοί άγγιξαν το έδαφος και πριν καλά καλά ευθυγραμμιστούν κι οι μπροστινοί με τη γη, ακολούθησε το απότομο φρενάρισμα κι η απόκοσμη δυνατή βοή απο το αντίστροφο βήμα των κινητήρων που αγωνίζονταν να συγκρατήσουν το αεροπλάνο. Ο τεράστιος σιδερένιος όγκος του σταμάτησε λίγα μόλις μέτρα απο το μικρό κτίσμα του αερολιμένα, μέσα σ’ένα κύμα χειροκροτημάτων.


Θα ‘ταν πια πέντε το πρωί όταν ο Ανδρέας Φωτεινός πήδηξε πρώτος στην προκυμαία, πριν καλά καλά ανοίξει η μπουκαπόρτα και ακουμπήσει ο καταπέλτης στο τραχύ τσιμέντο.

Με μια ενστικτώδη κίνηση έψαξε το κινητό του στην τσέπη του στήθους. Είχε γίνει βίδες το ίδιο απόγευμα, όταν βγαίνοντας από το κοσμηματοπωλείο του γλίστρησε από τα χέρια και πατήθηκε από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Πιάστηκε στα χέρια με τον οδηγό κι αυτό έγινε η αιτία να χάσει το αεροπλάνο. Το χέρι του κατέβηκε πιο χαμηλά στην πλαϊνή τσέπη κι έσφιξε χαμογελώντας το κόκκινο βελούδινο κουτάκι με το δαχτυλίδι. Θα τον περίμενε ξύπνια για να του κάνει μια φοβερή σκηνή ή ακόμα καλύτερα θα κοιμόταν. Την φαντάστηκε ξαπλωμένη ανάσκελα τροφαντή και ζεστή απ’ τον ύπνο και χαμογέλασε…

Το στενό σοκάκι στα Θυμιανά ήταν νοτισμένο από την υγρασία της νύχτας. Σιωπή και σκοτάδι και μόνο τα πολύχρωμα φωτάκια από τα στολισμένα δέντρα και τις γιρλάντες δίπλα στα παράθυρα αναβόσβηναν ρυθμικά.

Κι η ησυχία της χριστουγεννιάτικης νύχτας διαλύθηκε ξαφνικά, τα περιστέρια φτερούγισαν τρομαγμένα από τις φωλιές τους, οι κόκορες άρχισαν να λαλούν πριν την ώρα τους κι όλα τα σκυλιά της γειτονιάς ν’ αλυχτούν όταν ο Ανδρέας Φωτεινός βρήκε την αγαπημένη του με τα μάτια ακόμα πρησμένα από τα κλάμματα, να κοιμάται βαθιά στην αγκαλιά του δασύτριχου κρεατέμπορου.

Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην κεντρική Αφρική. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και σύγχρονη λογοτεχνία στη Σορβόννη. Διήγημά της έχει διακριθεί στον διαγωνισμό των εκδόσεων Πατάκη για το Hotel Χάος (2013) και άλλο της διήγημα έχει δημοσιευτεί στη στήλη «Μικροιστορίες» του Books Journal. Ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται σαν καθηγήτρια ξένων γλωσσών. Αγαπά τα βιβλία, το κολύμπι, τις γάτες και τις εξωτικές κουζίνες, συμπεριλαμβανομένης και της χιώτικης.

Άφησε σχόλιο