Χρόνια πολλά μπαμπά

0

Σ΄αγαπάω μπαμπά, σου είπα προχτές, την ώρα που ήσουν ανήσυχος πάνω στο καροτσάκι, δεν ξέρω αν το κατάλαβες. Το μυαλό σου έφυγε ξαφνικά και  είναι πολύ δύσκολο να δεχτώ αυτήν την αλλαγή. Σου χαϊδεύω τα μαλλιά, σε τρίβω στους αδύνατους ώμους σου μπας κι αυτό σε καλμάρει, είναι φοβερό πώς η δύναμη που είχες στη σκέψη μεταπήδησε στα χέρια, τα πιάνω, τα κρατάω, να μείνουν για λίγο ήρεμα, να ξεκουραστούν. Σου είπα, σ’ αγαπάω πατέρα, για πρώτη φορά, φοβήθηκα μην φύγεις ξαφνικά και δεν προλάβω, ήθελα να τ’ ακούσεις όπως κι εγώ ήθελα να τ’ ακούσω να το λες για μένα. Δεν μου το έχεις πει ποτέ, το ξέρεις; Αλλιώς έδειχνες την αγάπη σου, όταν μου μάθαινες με υπομονή τάβλι στο καράβι και μ’ άφηνες να σε κερδίζω για παίρνω το στοίχημα, όταν δεν μου χάλαγες ποτέ χατίρι σαν ξεμπαρκάριζες από τα ταξίδια. Ήσουν επίμονος και ξεροκέφαλος, ανυπόμονος, όμως τα λάθη σου τα αναγνώριζες εύκολα κι έλεγες ναι μωρέ, δίκιο έχεις. Δεν πρόλαβα, πατέρα ν’ ακούσω να μου λες κι άλλες ιστορίες από την Κυδιάντα, τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα σου δεν τα καταλαβαίνω πια, δεν προλάβαμε να μου δείξεις πως παίρνει μπρος το μηχανάκι του πηγαδιού, πώς να βάζω ντοματιές και κολοκυθιές στον μπαξέ. Δεν θα μπορείς πια να μου δένεις, μ’ αυτούς τους τρομερούς ναυτικούς κόμπους, τη σκάλα στην ελιά πάνω, όμως χαμογέλασες σαν σου ‘πα ότι έδεσε ο καρπός στα δέντρα και πως φέτος θα κάνουμε παραπάνω λάδι και να ξέρεις πως την αγάπη για τη γη εσύ μου τη χάρισες, εσύ και τα καλά σου γονίδια. Κι είναι πολλά αυτά τα ‘’σ΄αγαπώ’’ σου μπαμπά. Η καλή παρέα, οι φίλοι, ο μεζές και το ούζο, τα λαϊκά τραγούδια, το διάβασμα, η αγάπη για το βουνό και το χώμα, προίκα μεγάλη.

Χτες, γνώρισα έναν νέο άνθρωπο από τη Βαγδάτη, ο Χασανί έχασε τον πατέρα του πριν τρεις μέρες κι εκείνος ήταν μακριά ψάχνοντας να βρει ένα μέλλον ασφαλές, η απελπισία κι η στεναχώρια του μεγάλη, ήρθα στη θέση του για λίγο κι έπιασα την καρδιά μου με το χέρι μου γιατί πόνεσα μαζί του. Τα μάτια του σκοτεινά και λυπημένα, κανένας λόγος παρηγοριάς δεν τον ανακούφισε. Συνήθως, ο χαμός της μάνας είναι μεγαλύτερος καημός, όμως αυτό δεν ισχύει, εμένα πάντα μου έλειπες από μικρό παιδί, ξεσήκωνα τις γκριμάτσες σου, τα αστεία σου, τα μεζεδάκια που έφτιαχνες για να πιείς το ούζο σου. Έκοβα το κρεμμύδι στα τέσσερα, έμαθα να μου αρέσει σαν ήμουν έξι χρονών, επειδή έτσι το έτρωγες κι εσύ. Στο πετσί μου ένοιωσα τη λύπη του Χασανί, πόσο σκληρό είναι…

Κοίτα αυτό το μωρό πατέρα, είναι ο Μοχάμαντ. Μια κουβέρτα πάνω στα χαλίκια, ο πατέρας του δίπλα τον προσέχει εκεί στη Σούδα, σου έχω μιλήσει για τη Σούδα, θυμάσαι; σε πέρασα μια μέρα, τότε που ήσουν ακόμα καλά, να δεις που μένουν οι πρόσφυγες, είπες δεν είναι δυνατόν να μένουν εδώ αθρώποι. Ο μικρούλης αρκούδιζε και γέλαγε ευτυχισμένος, σάμπως καταλάβαινε που βρισκόταν; ένοιωθε ασφαλής με τον μπαμπά του δίπλα, κι αυτός όλο καμάρι το πείραζε, του έπαιζε μέχρι να σκάσει από τα γέλια. Τους χάζευα αρκετή ώρα και γέλαγα μαζί τους. Έτσι σε θυμάμαι πατέρα να παίζεις με τα εγγόνια σου, να γελάς και να είσαι ευτυχισμένος. Τις αγκαλιές και τα φιλιά, τα αστεία και τα παιχνίδια μαζί τους τα μοιράστηκες κι έλεγα τότε, είναι αυτός ο μπαμπάς μου, μπορεί να ζήλεψα, να ήθελα να γίνω ξανά παιδί να παίξεις και με μένα, ανοησίες κι ανασφάλειες του μυαλού.

Σε βλέπω και πονάω, προσπαθώ να είμαι κοντά σου, το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλά και να μην υποφέρεις. Χρόνια πολλά, μπαμπά μου, να ξέρεις πως σε σένα μοιάζω, είμαι μια καδήδαινα κι εγώ σαν τη μάνα σου κι αυτό είμαι σίγουρη πως θα σου δώσει χαρά.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο