Πόσα ζελεδάκια φράουλα θα φας;

0

Ψυχραιμία παιδιά

γράφει ο Κώστας Ζαφείρης

Η πρώτη μεγάλη επιδρομή σε μπακάλικα και φούρνους (τότε δεν υπήρχαν σούπερ μάρκετ) που θυμάμαι ήταν τον Ιούλιο του 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Είχα μάλιστα δοκιμάσει για πρώτη φορά το γάλα σε κουτί, εβαπορέ και ζαχαρούχο, μέχρι τότε πίναμε μόνο φρέσκο, αφού έφτασαν τρεις χαρτόκουτες «Βλάχας» στο σπίτι μας. Μεταξύ μας; Πιο πολύ μ’ άρεσε το εβαπορέ… αν πεις και για το ζαχαρούχο, εκεί πια απόλαυση. Ο μεγάλος παραλογισμός γινόταν τότε με το ψωμί. Πόσο να κρατήσει χωρίς να χαλάσει μια φρατζόλα; Μια μέρα, δυο τρεις; Τι να τις κάνουν οι άνθρωποι τις ντουζίνες τις φρατζόλες που αγόραζαν και φορτωμένοι στα σπίτια τους κουβαλούσαν; Ευτυχώς αφθονούσαν τότε τα κοτέτσια κι έτσι χαμένο δεν πήγε το ψωμάκι. Χόρτασαν οι όρνιθες.

Το δεύτερο κύμα, πιο μεγάλος πια, το έζησα το 1987 με την έξοδο του Πιρί Ρεΐς στο Αιγαίο και την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. «Τύμπανα Πολέμου» έγραφαν τότε οι εφημερίδες κρεμασμένες στα περίπτερα. Τις έβλεπε ο κόσμος και εφορμούσε. Άντε πάλι ουρές στους Σκλαβενίτηδες κι αλλού. Ξανά υπερφορτωμένα διπλά και τριπλά καρότσια. Γέμισαν ντουλάπια, ντουλάπες, συρτάρια, αποθήκες κι αποθηκάκια, κελάρια και πατάρια. Πάντα με τρόφιμα. Σε οικογένεια καλού φίλου υπήρξε υπερπρομήθεια ενός θηριώδους στοκ σε κονσερβοποιημένα τρόφιμα. Τα οποία καταναλώθηκαν υποχρεωτικά. Αποτέλεσμα; Ο φίλος μου έχει αποκτήσει μια χρόνια απέχθεια και δυσανεξία σε οτιδήποτε είναι σε κονσέρβα. «Δεν τα μπορώ ρε συ, ενάμισι χρόνο τόνους rio mare, ζαμπονάκια zwan και ντολμαδάκια ΖΑΝΑΕ μας τάιζε η μάνα μου!».

Κάτι τέτοιο έγινε και τις τελευταίες δυο τρεις μέρες. Με το ζεστό μετρητό από την ουρά των ΑΤΜ, αναστέναξαν τα ράφια και οι ταμειακές. Δεν υποτιμώ τις εξελίξεις, ο καθένας δικαιούται σαφώς να έχει την αγωνία και τις ανησυχίες του. Αν η απειλή είναι πραγματική ή κατά φαντασία, ή και καθ’ υπαγόρευσιν των media, ας το σκεφτεί ο καθένας μοναχός του. Μεγάλα παιδιά είμαστε. Αλλά και πάλι στα τρόφιμα του νοικοκυριού τις εκδηλώνει τις ανησυχίες του. Σκέφτομαι κι εκείνους που δεν έχουν πέτρα ν’ ακουμπήσουν και μαντίλι να κλάψουν, τους πρόσφυγες που φτάνουν στα νησιά μας, και λέω πόσο μεγαλειώδες, ωραίο και ανατρεπτικό θα ήταν αυτά τα υπερφορτωμένα καρότσια να κατέληγαν σ’ αυτούς, τους πραγματικούς παρίες του σύγχρονου κόσμου. Αλλά για να επανέλθουμε, αν οι προηγούμενες γενιές είχαν σημαδευτεί από το βίωμα της Κατοχής και της πείνας, οι σημερινές γενιές, ευτυχώς, δεν το έχουν ζήσει. Ωστόσο στο βάθος, ένας ιδιότυπος, ίσως και κληρονομικός αταβισμός εκεί οδηγεί. Συνοδευμένος από την πάση θυσία υπεράσπιση της όποιας ευμάρειας εντός των τειχών του νοικοκυριού. Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν.

Μάλιστα, μπροστά στη λαίλαπα της κατανάλωσης ακόμα κι οι ορθολογικές σκέψεις εξαφανίζονται. Διαπληκτισμούς για ρύζι ή ζυμαρικά δεν είδα, είμεθα πολιτισμένοι. Όμως καθώς τα προϊόντα στα ράφια λιγοστεύουν, καταλήγεις από τα «απολύτως αναγκαία» να στιβάζεις στο καρότσι «ό,τι έχει απομείνει». Κάπως έτσι ένας συμπαθής ηλικιωμένος κύριος είχε γεμίσει σχεδόν το καροτσάκι του με ζελεδάκια φράουλα. Πόσα ζελεδάκια φράουλα να φας; Κάτι μου λέει ότι θα τα σιχαθεί ο κύριος τα ζελεδάκια φέτος το καλοκαίρι.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Άφησε σχόλιο