Μια παράξενη ιστορία…

2

του Χρυσοβάλαντη Σεμεριάδη

Ξημέρωνε δευτέρα, εγώ όπως πάντα είχα ξυπνήσει δίνοντας μπουνιές στον αέρα. Προσπαθώντας να φτάσω αυτό το παλιοξυπνητήρι που μου ‘χει καταστρέψει τα πιο όμορφα μου όνειρα.

Ένα χυμό στο πόδι και δρόμο για δουλεία. Έχει μια λιακάδα έξω που σου κόβει την ανάσα. Αυτή η αντανάκλαση του φωτός το πρωί στη θάλασσα είναι το κάτι άλλο ρε παΐδι μου. Μια στάση κάποιων δευτερόλεπτων με το βλεμα μαγεμένο, μια βαθιά αναπνοή, μια φευγαλέα σκέψη του τύπου ‘αυτός είναι ο λόγος που πήρα τον πουλο από την Αθήνα» και συνεχίζω για το μαγαζί ελπίζοντας σε μια καλή εβδομάδα.

Είχα ξεχάσει…

Είχε κηρυχθεί πανελλαδική απεργία. Συνήθως εμείς δεν συμμετέχουμε, λες και είμαστε άλλη κάστα ας πούμε. Λες και δεν έχουμε τα ιδία προβλήματα, αλλά αυτή τη Δευτέρα είδα τους πάντες στο δρόμο. Έξω από τα μαγαζιά. Απεργία έτσι; «Όλοι κλειστά είναι ρε».

Κάνω μια βόλτα στην πλατεία, εκατοντάδες κόσμου είναι έξω. Δεν κάνουν τίποτα. Απεργούν! Τα ταξί δεν είναι στην πιάτσα. Οι τράπεζες είναι κλειστές. Όλοι έχουν κλείσει. Ακόμα και οι καφετερίες είναι κλειστές. Οι καφετερίες; Που θα πιω καφέ ρε;

Κλειστές και οι δημοσιές υπηρεσίες φωνάζει ένας τυπάκος από μακριά σε ένα φίλο τού. Η εφορεία, η Δ.Ε.Η, τα υπουργεία, αλλά και το λιμάνι, το αεροδρόμιο. Το ίδιο και η αστυνομία κάνει λεύκη απεργία. Δεν παρακολουθεί τους διαδηλωτές που έχουν γίνει χιλιάδες πια στην πλατεία. Ένα θέαμα πρωτόγνωρο που σου κόβει την ανάσα.

Μερικές σημαίες ανεμίζουν. Ελληνικές, αλλά και πολλές από διαφορετικές παρατάξεις. Δεν τα πάω καλά με τις σημαίες. Την τελευταία σημαία που σήκωσα, την σήκωσα για ένα νεκρό παιδί στην Ιταλία. Για ένα αγωνιστή. Στα στενά της Γένοβας, 50 μετρά πιο μακριά, είχαν σκοτώσει τον Κάρλος τζουλιανι. Δεν τα πάω καλά με τις σημαίες…

Περπάτησα μέχρι το δημαρχείο. Κλειστό.

Στην πλατεία είχαν στηθεί μικροφωνικές. Όποιος ήθελε έπαιρνε το λόγο. Είπαμε να στήσουμε μια συντονιστική επιτροπή και να μοιράσουμε αρμοδιότητες. Ένας από τους κλασσικούς τυπάκους κάποιας παράταξης έλεγε από το μικρόφωνο πως έχει παραλύσει όλη η χωρά, πως η απεργία έχει 85% συμμέτοχη, πως δεν λειτουργεί τίποτα πια, παρά μόνο για τα αναγκαία. Κυρίως για τον κόσμο δηλαδή. Καφέ θα πιω ρε; Άσε την παρόλα να πούμε.

-Ποσό θα κρατήσει ρε μπρο;
-Tι να σου πω ρε φιλέ, δεν ξέρω αλλά και τι σε νοιάζει να πούμε. Όλα κλειστά είναι. Όλα ωραία είναι. Ηρέμησα μετά από καιρό.

Είχαν περάσει τρεις μέρες. Καλά την περνάγαμε. Μουσικούλες, ψήναμε και σουβλάκια, είχαμε και μπυρόνια. Καλά ήταν γενικά. «Tο περίπτερο ρε αδελφέ μου αυτό το… χέστηκε στα φράγκα. Μόνο αυτό είναι ανοιχτό και δεν έχει κεράσει και καμιά μπύρα να πούμε». Στην Αθήνα, στη Πάτρα, στη Θεσσαλονίκη και σε πολλές άλλες πόλεις ακουγόταν φήμες για επέμβαση του στρατού.

Άκουσα ένα θόρυβο. Περίεργο. Δυνατό. Τα τζάμια έτριζαν.

Τον θυμάμαι αυτόν το θόρυβο. Τον ήχο της ερπύστριας. Δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Όχι, δεν έχω κάποιο τραύμα παιδικό, απλά γαμήθηκα δυο χρόνια ήμουν οδηγός σε T.O.MA και αυτές τις ερπύστριες τις καθάριζα με κουταλιά και μυστριά.

Βγήκα στο μπαλκόνι μου που βλέπει στον κεντρικό τον δρόμο. Περνούσαν άρματα. Άρματα; Περνούσαν στάγιερ και τζιπάκια.

Ντύθηκα γρήγορα και κατέβηκα κάτω να πάω ενστικτωδώς στην πλατεία. Πήρα το ποδήλατο και πήγα μέσα από τα στενά. Πρώτη φορά ένιωσα κάποιο φόβο, αλλά τον ξεπέρασα γρήγορα. Τα παιδιά αυτά είναι τα παιδιά μας σκέφτηκα. Τα ανίψια μου, ακόμα και εγώ σε ένα παράλληλο κόσμο ίσως.

Στην πλατεία ήταν καμία εκατοστή άτομα αλλά άρχισαν να μαζεύονται και σε μίση ώρα ήμασταν χιλιάδες. Στην προκυμαία ήταν πεζικάριοι σε θέση φρούρησης και τα τανκς παρκαρισμένα διπλά στο δρόμο. Ένα θέαμα αποκρουστικό. Τώρα τι γίνεται με ρωτάει ο Στρατής. Που να ξέρω ρε συ, κοιμόμουνα να πούμε. Καφέ θα πιούμε το φελέκι μου μέσα του λέω;

Είχε ξημερώσει οι φήμες λέγανε κάτι για στρατιωτικό νόμο. Δεν κατάλαβα γιατί όμως.

Μόλις τέσσερις μέρες απεργίας και είχαν κηρύξει στρατιωτικό νόμο για το καλό της πατρίδας, μας λέγανε από τα μικρόφωνα κάτι γαλονάδες. Στην αρχή διστακτικά μετά με περισσότερο θράσος και ειρωνεία. Από μωρό τέτοιες παπαριές άκουγα. Από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο και τις σχόλες. Αφού πατρίδα είμαι εγώ ρε! Εγώ είμαι το καλό και το κακό. Μη με εξαθλιώνεις. Η οργή του εξαθλιωμένου είναι ασταμάτητη. Δεν έχει τίποτα να χάσει πια. Μόνο να κερδίσει.

Τίποτα δεν άλλαξε. Τουλάχιστον εδώ στη Πλατεία. Κάποιοι είχαν αρχίσει να ανοίγουν δειλά δειλά, αλλά τα βράδια τα μαγαζιά τα σπάγανε ομάδες διαδηλωτών, είχαν ακουστεί και σποραδικά πυρά μέσα στη νύχτα. Φήμες; Ίσως, μάλλον.

Ο κόσμος δεν έφευγε από την πλατεία. Ο στρατός δεν έκανε τίποτα, απλά καθόταν. Είχαμε πιάσει και φίλιες με φαντάρους κυρίως και κάποιους αξιωματικούς. Πολλοί από αυτούς ήταν πελάτες μου. Ti κάνεις εδώ ρε συ; Εγώ ή εσύ ρε, απαντούσα…

Στην Αθήνα χύθηκε αίμα πολύ αίμα. Μάθαμε ότι ο κόσμος είχε όπλα αυτή τη φορά και απάντησε στα πυρά του στρατού ή της αστυνομίας. Δεν ξέρουμε ακριβώς τι έγινε. Ότι μαθαίνουμε είναι από το διαδίκτυο και από φίλους. Δεν λειτουργεί τίποτα, εκτός από αυτοδιαχειριζόμενα σάιτ και κυβερνητικά, απεργοσπαστικά, που όμως γνωρίζεις ότι λένε μαλακίες.

Τα άρματα άρχισαν να αποσύρονται και να πηγαίνουν προς το αεροδρόμιο τα μισά και τα άλλα μισά προς το λιμάνι.

Η κυβέρνηση παραιτήθηκε!!!

Είχε περάσει μια εβδομάδα και το γαμημένο το καφέ άνοιξε. Ήμασταν στην πλατεία καμία δεκαριά ώρες συνεχόμενες. Κάποιοι πανηγύριζαν. Εγώ δεν ένιωθα νικητής όμως. Το μόνο καλό ήταν, ότι εδώ δεν χύθηκε αίμα. Κάτι είναι και αυτό αδελφέ μου.

Η νέα κυβέρνηση θα ορκιζόταν άμεσα. Ήταν ένας συνασπισμός της αριστεράς και όχι μόνο, αφού κανένας δεν αρνήθηκε ότι οι ταμπέλες είναι για τους ηλίθιους. Θυμάμαι ένα αφεντικό αριστερό που επί ένα χρόνο δεν μου πλήρωνε ένσημα, παρόλο που μου κράταγε το κωλοχαρτόσημο…

Η πρώτη κρυάδα όμως δεν άργησε να έρθει. Είχαν υποσχεθεί αμνηστία στους προδότες του λάου. Δεν θα τους πειράξει κάνεις, αρκεί να φύγουν από τη χωρά σύντομα.

Η επιστροφή στη δραχμή ήταν σχεδόν σίγουρη και εγώ ήδη άρχισα να σκέπτομαι ότι πρέπει να αλλάξω το κατάστημα μου, γιατί δεν θα μπορούμε να πουλάμε πια εισαγωγής προϊόντα το κόστος θα είναι τεράστιο. Δεν γαμιέται κάτι θα κάνω.

Στο εξωτερικό γρήγορα αναγνώρισαν τη νέα κυβέρνηση, η όποια υποσχέθηκε εκλογές σε ένα χρόνο, μέχρι να μπούμε σε μια σειρά όπως μας είπαν.

Είχαν αρχίσει διεργασίες για αλλαγή του συντάγματος και του πολιτεύματος σε άμεση δημοκρατία. Η απόφαση πάρθηκε μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας. Στη βουλή θα μπαίνανε 120 βουλευτές, που θα βγαινανε μέσα από εκλογές. Η θητεία τους θα ήταν δυο χρόνια και άλλοι 120 κληρωτοί όπου η θητεία τους θα ήταν ένα χρόνο και τον επόμενο θα έμπαιναν άλλοι 120 νέοι κληρωτοί. Στο τέλος της διετίας οι 240 κληρωτοί θα δίνανε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση για την επομένη διετία ή θα οδηγούσαν τη χωρά σε εκλογές μετά από τρεις μήνες.

Ρε λες να κληρωθώ και εγώ μονολογούσα, με μια μικρή αισιοδοξία ότι ίσως κάτι να αλλάξει προς το καλύτερο. Όχι για μένα αλλά για όλους μας. Όπως και αν έχει αρκεί να είμαστε όλοι μαζί. Αρκεί μόνο αυτό. Το αύριο ποιος ξέρει τι θα φέρει αλλά τουλάχιστον έχει ενδιαφέρον μπρο!

Γεννήθηκε τον προηγούμενο αιώνα στη Γερμανια. Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου και τέλειωσε ως ηλεκτρολόγος εγκαταστάσεων στο Τ.Ε.Λ Αλίμου. Βεβαία καλό είναι να μην ασχοληθεί με ηλεκτρολογικές εργασίες γιατί δεν έχει ιδέα. Τέλειωσε φωτογραφία στη σχολή Leica academy, αλλά δεν το χει και πολύ ούτε αυτό. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.

Συζήτηση2 Σχόλια

  1. Χούντα; Ποιος νάχε τέτοια τύχη «μπρο»; Όχι τους «εχθρούς» δεν ξέρουν να αντιμετωπίσουν, ούτε μια χουντίτσα τόση δα δεν μπορούν να στήσουν οι γαλονάδες μας «μπρο»!

Reply To ΓΜ Cancel Reply