Oι ιστορίες του Μιχάλη – Αποχαιρετισμός
Εν τω μεταξύ στον Πειραιά, στην Τρούμπα, στην οδό τρίτης Μεραρχίας, ήταν ένα καφενείο που τό ‘χανε Καταρραχτούσοι και πηαίναν όλοι οι Χιώτες ναυτικοί.
Εν τω μεταξύ στον Πειραιά, στην Τρούμπα, στην οδό τρίτης Μεραρχίας, ήταν ένα καφενείο που τό ‘χανε Καταρραχτούσοι και πηαίναν όλοι οι Χιώτες ναυτικοί.
Το καλοκαίρι που πέρασε στον Εμποριό και τα Μαύρα Βόλια η γλώσσα που άκουγες περισσότερο στην παραλία, στον πεζόδρομο, στο πάρκινγκ, στις ταβέρνες ήταν τα Τουρκικά.
Οι μεγάλες πόλεις, είναι το εργαστήριο και το μηχανοστάσιο της ζωής, εκεί δίνονται οι μάχες των ανθρώπων με την ύπαρξη τους και με τους άλλους
οι παλιοί και οι νέοι κάτοικοι, το πνεύμα του τόπου, η αρμολογημένη μνήμη, ο κυκλικός χρόνος, τα εύκολα καλοκαίρια και οι δύσκολοι χειμώνες
Ο κάθε τόπος υπήρχε πριν από μας και θα συνεχίσει ερήμην μας να υπάρχει
Ο Σίμος μέχρι πριν λίγα χρόνια που μπορούσε να εργαστεί ήταν φαναρτζής, «ο Σίμος ο φαναράς» επιδιόρθωνε και κατασκεύαζε διάφορα αντικείμενα από λαμαρίνα, νέος γύριζε τα χωριά και μαστόρευε. Μαστόρευε και έπινε. Ο Σίμος ήταν φαναράς, κομουνιστής και ελεύθερος άνθρωπος. Ζούσε παρέα με ένα καναρίνι.
Εκλέχθηκαν άραγε οι καλύτεροι, αυτοί που έχουν τις περισσότερες δυνατότητες να προσφέρουν στην τοπική κοινωνία;
Μεγαλώσαμε, μεγαλώνουμε με φανταστικούς και πραγματικούς εχθρούς. Μπορεί να είναι απέναντι, δίπλα μας, μέσα μας
Περπατώντας όμως λίγα μέτρα στο χορταριασμένο χωματόδρομο που οδηγεί στα πρώτα κτίρια του λεπροκομείου, μέσα στη δασωμένη κοιλάδα δίπλα στο ποτάμι, σιγά σιγά ησυχάζεις· οι αισθήσεις εύκολα συγχρονίζονται με αυτό που υπάρχει. Η σκόνη του χρόνου έχει δέσει το πλούσιο φυσικό τοπίο, με τα ερείπια των κομψών κτισμάτων σε ένα τοπίο μετάβασης που σε αφομιώνει.
Ο σάκος βρέθηκε αλλά από μέσα έλειπε η φωτογραφική μηχανή.