Εχεμύθια

0

Η ιστορία γράφτηκε από την Κίτσα Μπενοβία στo πλαίσιo της εργασίας με θέμα το «Ξεμάτιασμα» του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Η Σοφία ήταν αγχωμένη. Το ραντεβού ήταν σε μισή ώρα στις 9 κι εκείνη τριγύριζε νευρικά στο μικρό σαλονάκι, κοιτούσε ολόγυρα όλα παλιά, όλα φθαρμένα τα έβλεπε, δεν ήξερε τι να κάνει για να ομορφύνει το ταπεινό δωμάτιο. Έβαλε τα λουλούδια στο μπουφέ μπροστά στον καθρέφτη, έκρυψε το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο με την εμπριμέ κουρτίνα, έστησε σαν στρατιωτάκια στη σειρά τα σύνεργα στο τραπεζάκι και κάλυψε με δύο μαξιλάρια την τριμμένη γωνία του καναπέ.

Έπρεπε ν’ αλλάξει το στυλ, το ντύσιμο της, ν’ αλλάξει έπιπλα, ίσως και σπίτι να πάει σε καλύτερη περιοχή, πολλά τα έπρεπε, αλλά λίγα τα μπορούσε. Όλα είναι θέμα image της έλεγε η Ειρήνη η γειτονοπούλα και τελευταία, σύμβουλος της στην επιχείρηση «ξεμάτιασμα». Έξυπνη κοπέλα, φοιτήτρια τώρα πια, μεγάλωσε μπαινοβγαίνοντας από το ένα σπίτι στο άλλο. Δική της ήταν η ιδέα να βάλει την διαφήμιση στο lifestyle περιοδικό.

– Όλες οι κυρίες του καλού κόσμου πάνε σε χαρτορίχτρες και ξεματιάστρες της έλεγε. Μία να κάνεις πελάτισσα κυρία Σοφία σώθηκες. Θα σου φέρει κόσμο, θα γίνεις φίρμα και θα βγάλεις λεφτά με ουρά.

Το τηλεφώνημα είχε γίνει το πρωΐ και η γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη του σύρματος ακούστηκε ευχάριστη κι ευγενική. Δεν έδωσε επίθετο, μόνο το μικρό της όνομα Λίλιαν και ζήτησε η συνάντηση να γίνει αργά το βράδυ, με την παράκληση να είναι μόνες στο σπίτι. Μίλησε για εχεμύθεια, δεν κατάλαβε καλά η Σοφία αλλά της πέταξε ένα «βεβαίως, βεβαίως» κι έτρεξε στην Ειρήνη για τις διευκρινήσεις.

Παιδούλα ξεκίνησε σαν παιχνίδι το ξεμάτιασμα δεν ήξερε τότε τα λόγια, έλεγε τα δικά της, βλέποντας την γιαγιά της την Αρμένισσα να ξεματιάζει την φτωχολογιά που χτύπαγε την πόρτα της και φόρτωνε στο μάτι τις δυστυχίες που έφερε στον μπόγο της  προσφυγιάς από την Μικρασία. Όταν γέρασε η Ακίν έβαλε τον άντρα της μεσάζοντα να μάθει στην εγγονή της την ευχή, γιατί έτσι είναι η σειρά έλεγε, δεν πιάνει από γυναίκα σε γυναίκα. Κι ήρθε ο άγουρος θάνατος του άντρα της να κάνει εργαλείο επιβίωσης για την Σοφία την ευχή της γιαγιάκας. Στην Τρίτη γυμνασίου γνώρισε τον Γιάννη και παράτησε το σχολείο για να γίνει σύζυγος στα 16, μάνα στα 17 και χήρα στα 40.

Η όμορφη, ψηλή και κομψή κυρία Λίλιαν έφερε έναν αριστοκρατικό αέρα στο λαϊκό δυαράκι και η φινέτσα της θάμπωσε την καταγοητευμένη απλοϊκή γυναίκα, που μίλησε πρόθυμα για την ζωή της και την οικογένειά της στις έντεχνα διατυπωμένες ερωτήσεις της επισκέπτριας της. Τα λόγια της Ειρήνης τριβέλιζαν το μυαλό της και τώρα που έβλεπε την «κυρία του καλού κόσμου» στο σαλονάκι της αναρωτήθηκε αν ήταν αυτή η ευκαιρία της.  Να ήταν τούτη η στιγμή που κύλισε η μπίλια στη ρουλέτα της ζωής της; Θα είμαι ψύχραιμος παίχτης υποσχέθηκε στον εαυτό της.

Όμορφα παρατεταγμένα στο τραπεζάκι της το κουτάκι με τα μοσχοκάρφια, το μπωλ με το νερό, ο αναπτήρας, οι καρφίτσες, περίμεναν την έναρξη της ιεροτελε-στίας κι η ξεματιάστρα καλοβαλμένη κι εκείνη στο κιτρινοπράσινο φουστανάκι της επιστράτευσε την θεατρικότητα της τέχνης της κι αργά και τελετουργικά άναψε το πρώτο μοσχοκάρφι.

– Δεν είναι για μένα, έρχομαι για λογαριασμό άλλου την διέκοψε η κυρία Λίλιαν.
– Δεν γίνεται ξεμάτιασμα έτσι. Πώς να πιάσει η ευχή αν δεν ξέρω τον άνθρωπο, άντρας είναι ή γυναίκα ;

Συννέφιασε η Λίλιαν, άφησε αναπάντητη την ερώτηση, της ζήτησε να κάνει ένα τηλεφώνημα, μίλησε χαμηλόφωνα για λίγο και προτού κλείσει το τηλέφωνο, την ρώτησε αν μπορεί να γίνει και με φωτογραφία. Γίνεται της είπε, όχι χωρίς κάποιο δισταγμό, αλλά δεν είναι το ίδιο να έχω μπροστά μου τον άνθρωπο.

Όρισαν νέο ραντεβού και σε δύο μέρες, πάλι αργά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, μία μαύρη μερσεντές  έφερε στην πόρτα της την Λίλιαν και μία άλλη γυναίκα, ψηλή, ξανθιά, νταρντάνα. Ένοιωσε άνετα μαζί της η Σοφία, σαν να την ήξερε, δεν ήταν απρόσιτη σαν την φίλη της

– Που την έχω ξαναδεί αυτήν; αναρωτήθηκε, αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Είχε μάθει και την «εχεμύθεια» και ήταν  πολύ προσεκτική.

Η κυρία Δήμητρα, η νέα επισκέπτρια, απλή και φιλική ξεκίνησε την συνομιλία τους  με επαινετικά λόγια για την Σοφία και την τέχνη της, για να ζητήσει στην συνέχεια και να λάβει την επιβεβαίωση της απόλυτης εχεμύθειας που απαιτούσε η περίσταση.

Της ροκάνιζε τα σωθικά η περιέργεια της ξεματιάστρας, αλλά στο μυαλό της η ρουλέτα είχε αρχίσει τους γύρους της κι έβαλε την μπίλια στο στόμα να μη μιλήσει και βγει λάθος νούμερο, λάθος χρώμα.

– Άνοιξε σε παρακαλώ την τηλεόραση της ζήτησε η νεοφερμένη κι εκείνη υπάκουσε παραξενεμένη.

Όλα τα κανάλια έδειχναν την ορκωμοσία των νέων υπουργών, δεν καταλάβαινε τίποτα η Σοφία, γύρισε και κοίταξε τις δύο γυναίκες ερωτηματικά.

– Αυτόν θα ξεματιάσεις της είπε η Δήμητρα κι ακούμπησε το δεξί δείκτη στην οθόνη για της δείξει επιτέλους το Πρόσωπο.

Κύλησε η μπίλια στη ρουλέτα, μα δεν σταμάτησε ούτε στο μαύρο, ούτε στο κόκκινο.

Σταμάτησε στο πράσινο και τυχερό.

Άφησε σχόλιο