Φιλοξενία

0

Θέλω να σας δω, να έρθω; ρώτησε και στο έμπα του χωριού, δυό γυναίκες την καλοδέχτηκαν με το που έφτασε, λες και την περίμεναν ώρες. Ανέβηκε μαζί τους στο σπιτάκι, έβγαλε τα παπούτσια όπως έκαναν κι εκείνες, της έδωσαν ζεστές παντόφλες να φορέσει, της έδειξαν την πιο άνετη θέση κοντά στην σόμπα και ένας καφές μερακλίδικος έφτασε σε δισκάκι. Αυτό το έπλεξα για τη μαμά σου, είπε η μεγαλύτερη κι έβγαλε από τη σακούλα έναν όμορφο μποξά, να της το ρίχνεις στην πλάτη τώρα το χειμώνα κι αυτό το μικρό κασκόλ είναι από τα μαλλιά που μου περίσσεψαν, να σκεπάζεις το γατάκι σου.

Τα γέλια και τα ευχαριστώ μπερδεύτηκαν με σοβαρές κουβέντες για την κατάσταση, την αγωνία και τον φόβο της αυριανής μέρας. Κι όσο να δει τις φωτογραφίες που της έδειχναν στο κινητό ένα μικρό τραπέζι στρώθηκε δια μαγείας. Φάε αυτό, έχει πολλές βιταμίνες, της είπε με ύφος σοβαρό η Όφφα, κάνει καλό στην καρδιά και στο στομάχι, χορταράκια ψιλοκομμένα ωμά, με μπόλικο κρεμμύδι, λάδι και λεμόνι. Τα πιάτα γέμισαν από σις μπαράκ κι από πάνω σκεπάστηκαν από μια σάλτσα γιαουρτιού με μπόλικο δυόσμο, μια σαλάτα ταμπούλε πολύχρωμη κι αρωματική κι ας παραπονιόταν  η Τζιχάν πως δεν είχε να βάλει μέσα χας που πάει να πει μαρούλι.

Η κουβέντα γύρισε στο φαγητό και οι λέξεις έγιναν παιχνίδι, πως λένε τις πιπεριές, το δυόσμο, το κολοκύθι στη γλώσσα τους, μεταφράστηκαν, ζωγραφίστηκαν  κι όταν δήλωσε ότι απ’ όλα αυτά  τα κουκιά αγαπά πιο πολύ, θα σου φτιάξω, της είπε η Όφφα, με ταχίνι, δεν έχεις δοκιμάσει ποτέ κάτι τέτοιο. Τα πιάτα μαζεύτηκαν και μια πιατέλα με καθαρισμένα μήλα και πορτοκάλια εμφανίστηκε, όπως έκανε παλιά κι η μάνα της κάθε μεσημέρι.

Όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής, την πιάσαν από το χέρι και την πήγαν στα χωράφια και μάνι μάνι γέμισαν μια σακούλα βρούβες, αυτή είναι η σαλάτα που φάγαμε, είπαν, να την κάνεις στους γονείς σου, θα τους κάνει καλό. Αποχαιρέτησε με βαριά καρδιά τις φίλες της κι όσο οδηγούσε σκεφτόταν ότι η φιλοξενία μπορεί να είναι μια λέξη ελληνική, που βγαίνει από το φιλώ = αγαπώ + ξένος όμως τούτη τη ζεστασιά δεν την είχε ξανανοιώσει.

Πήγε στο σπίτι  και διάβασε ότι, στα χρόνια τα αρχαία, οι ξένοι ήταν καλοδεχούμενοι, γιατί ήταν για πολλούς η μόνη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο και πηγή πληροφοριών λόγω της έλλειψης μέσων επικοινωνίας. Οι ηθικές υποχρεώσεις της φιλοξενίας ήταν να την προσφέρουν σε κάθε περαστικό, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, την οικονομική του κατάσταση ή την πολιτική του θέση, να αντιμετωπίζονται όλοι με τον ίδιο σεβασμό, να μην σηκώσουν ποτέ όπλα ο ένας ενάντια στον άλλο και η υποχρέωση αυτή δέσμευε και τα παιδιά τους. Οι υλικές υποχρεώσεις ήταν να υποδεχτούν και να περιποιηθούν τον ξένο, να του προσφέρουν γεύμα, λουτρό και ύπνο, στο τέλος της παραμονής του να τον αποχαιρετίσουν με ευχές και δώρα. Έτσι ο οικοδεσπότης  κι ο φιλοξενούμενος συνδέονταν με δεσμούς φιλίας, που κληρονομούνταν και στους απογόνους τους.

Και σκέφτηκε πως όσα διάβαζε εκείνη τη στιγμή, την ίδια μέρα τα έζησε, μόνο που οι φίλες της ήταν από το Χαλέπι της Συρίας κι εκείνη ήταν η ντόπια, πως ακόμα και τότε που ζούσανε σε αντίσκηνο στη Σούδα και ανάβανε φωτιά για να μαγειρέψουν πάλι με την ίδια χαρά και αγάπη την φιλοξενούσαν.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο