«Μάνα, δεν βρίσκεται λέξη καμία να ’χει στον ήχο της τόση αρμονία»

2

Μητέρα

«Μάνα, δεν βρίσκεται λέξη καμία να ‘χει στον ήχο της τόση αρμονία»… ήγραφενε η κάρτα που μας ήβαζε η δασκάλα να φτιάχνομε και κρυφά την εχώναμε κάτω από το προσκέφαλό της μάνας, τέτοια μέρα…

Μια μαμά που σαν ήτανε κορίτσι δεν την αφήκανε να τεγειώσει το σκολιό, σαν φαντίνα μεγάλωνε με μια φοβέρα από τη μάνα της: ε, καμένη μου, μην ακούσω τίποτι κακό για σένα, θα φουντάρομε κι οι δυό μαζί στο λιμάνι…

Που άμα ήρτενε η ώρα της, ερωτεύτηνε… Και παντρεμένη, για το καλό των παιδιών της και την πρόοδο, εξεπήδησενε από το χωριό εις την πρωτεύουσα… Μια μάνα, σε ρόλο διπλό, ο πατέρας ναυτικός… Αυστηρή, έχοντας να κουμαντάρει δυό παιδιά, φοβισμένη και δυνατή μαζί… μια μάνα κλασσική, της οικογένειας και των καλών τρόπων, του κεντήματος, της καθαριότητας και της εντέλειας, της Κυριακάτικης λειτουργίας… Τσιγκούνα σε αγκαγιές και χάδια, γενναιόδωρη στο φάε, πιε το γάλα σου, πορπάτα όμορφα, ντύσου σάμπου πρέπει, διέβαζε, εμένα μ’ αρέσανε τα γράμματα μα δεν μ’ αφήκανε, έλα να σε ακούσω στην ιστορία… Όνειρα… να δει τα παιδιά της σπουδαγμένα και τακτοποιημένα κατά πως το’χενε στο μυαλό της… Επεράσαμενε τις εφηβείες μας, με φωνές, άγχη και μη κι αλίμονο σου, θα τα γράψω του κύρη σου όλα, με ψεύτικα καρδιακά επεισόδια και λιγοθυμιές, σε κάθε μας καβγά που τότε πιάνανε κι εστεκούμαστενε σούζα, τρομαγμένοι… Μια μάνα που λεγενε: μακάρι να υπήρχε μια σχολή για γονείς… Με μια διαίσθηση ευτή που σου σπα τα νεύρα, προειδοποιούσενε αλλά πως θα μάθεις αν δεν βουτήξεις στα λάθη σου…

Την βλέπεις τώρα και ε θυμάσαι τίποτα από τα παλιά… ούτε το πρόσωπο της στα 35, 40, 50 της… γιατί βλέπεις ομπρός σου μια γριούλα, που σε βλέπει με αγάπη και σε λε κορούλα μου κι ήμαθες μονάχια σου να την αγκαλιάζεις πια, να τη φιλάς και να της αρέσει και να το αποζητά… Τώρα πια, οι ρόλοι ήρτανε πίκουπα… ήγινες μάνα στη μάνα σου… Να κρατάς το σίδερο όταν ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες, φόρα μια ζακέτα κάνει κρύο, πιε τα φάρμακα σου, μάζεψε τα ρούχα σου… Της φωνάζεις όταν βγαίνει η κούραση σου, πνιγμένη στα δικά σου, το μετανιώνεις στη στιγμή όταν βλέπεις αυτό το βλέμμα που παλιά το ‘τρεμες και τώρα σε συγκινεί… Της φωνάζεις που άλλαξε και δε σε προετοίμασε, που κουράστηκε να κάμει δουγιές, που δε θυμάται τα φαγιά που ήκαμνε, που εσυχάθηκενε το κέντημα και το ξαπόλυκε, που ξαφνικά νοιώθεις πως έχεις πάρει εσύ τα ηνία άθελα σου… Πρόσεχε ρε μαμά, της λες κι εκείνη λέει: εσύ να προσέχεις, εγώ θέλω εσείς να είσαστε καλά κι όλα τα παιδιά του κόσμου… Σε σκω ε; Να σου στύψω μια πορτοκαλάδα;

Γελά και ξεγελά

Συζήτηση2 Σχόλια

Άφησε σχόλιο