Στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα,
ω, στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα,
να ρίξω τη ζωή μου!
Να κάψω με τον αλμυρό αφρό που φέρνουν οι άνεμοι
τον ουρανίσκο μου των μεγάλων ταξιδιών.
Να μαστιγώσω αλύπητα με νερό τις σάρκες της περιπέτειάς
μου,
να μουλιάσω στο ψύχος των ωκεανών τα κόκαλα της
ύπαρξής μου,
να μαστιγώσω, να κομματιάσω, να τσουρουφλίσω με άνεμο,
αφρό και ήλιο, το κυκλωνικό κι ατλαντικό μου είναι,
τα νεύρα μου τεντωμένα σαν ξάρτια,
λύρα στα χέρια των ανέμων!
…
Α, και τα ταξίδια, τα ταξίδια αναψυχής, και τ’ άλλα,
τα ταξίδια της θάλασσας, όπου όλοι είμαστε σύντροφοι ο
ένας του άλλου
με τρόπο ιδιαίτερο, λες κι ένα μυστήριο θαλασσινό
φέρνει κοντά τις ψυχές μας και για μια στιγμή γινόμαστε
πατριώτες προσωρινοί της ίδιας αβέβαιης πατρίδας,
περιπλανώμενοι αιώνια πάνω στην απεραντοσύνη των
νερών!
…