20180929 Μια μέρα στον Κάμπο

0

Αναπαλαιωμένα αρχοντικά, ξενώνες και ερείπια, φροντισμένα περιβόλια δίπλα σε εγκαταλειμμένα· πατατοχώραφα, θερμοκήπια, νεόκτιστες κατοικίες. Ο χαρακτήρας της πιο εύφορης περιοχής του νησιού αλλάζει, μένουν οι μνήμες και τα ίχνη από το βίο αυτών που έφυγαν για να θυμίζουν αυτό που κάποτε υπήρξε.

Πρωί Σαββάτου εικοσιεννιά Σεπτέμβρη του δύο χιλιάδες δεκαοκτώ, μέρα όμορφη. Με το Στρατή που γνωρίζει αρκετά καλά την περιοχή ανοίξαμε τη σκουριασμένη πόρτα, ξερά χορτάρια, συκιές, αριστερά το σπίτι ρημαγμένο και στο βάθος το περιβόλι κρυμμένο από τα βάτα. Ανεβήκαμε τη σκάλα, τα κουφώματα ξεχαρβαλωμένα, πεσμένα τα τούβλα του στηθαίου της βεράντας· στα δωμάτια μόλις που στέκονται στη θέση τους τα ξύλινα πατώματα, η μικρή κουζίνα είναι γεμάτη αράχνες. Το σπίτι πρέπει να εγκαταλείφθηκε τουλάχιστον πριν από δέκα χρόνια. Κάτω σοροί από χαρτιά και κούτες με πράγματα μέσα στην υγρασία και τη μούχλα. Όσο περνά η ώρα εξοικειώνομαι με το χώρο και προσπαθώ να συνδέσω αυτά που βλέπω, να σχηματίσω το παζλ της οικογένειας ή του τελευταίου κατοίκου που ζούσε στο σπίτι. Σε ένα κάδρο η φωτογραφία ενός αγοριού στο θρανίο· δεκαετία του εξήντα, όλοι όσοι ήταν μαθητές εκείνα τα χρόνια έχουν μια τέτοια α/μ φωτογραφία. Φωτοτυπίες δίαιτας μέρα-μέρα, βιβλιάριο υγείας, πολλές εξετάσεις αίματος μέχρι τις αρχές του δυο χιλιάδες. Φωτοτυπία ταυτότητας γυναίκας που γεννήθηκε το είκοσι εννιά, απολυτήριο λυκείου κοπέλας το ογδόντα τέσσερα. Απόκομμα εφημερίδας με διαφήμιση διάλεξης για το «πώς θα ξαναζωντανέψετε τα μαλλιά σας», ένα όμορφο κουτί πούδρας, ένα άδειο σωληνάριο κρέμας ξυρίσματος κολυνός· μικρή βιβλιοθήκη με τη σχολική εγκυκλοπαίδεια υδρία. Κατεβήκαμε στο ισόγειο, μοιάζει με αποθήκη, στοιβαγμένα κιβώτια με άδεια μπουκάλια αναψυκτικών, ράφια καταστήματος, σκόρπια τιμολόγια· ξεχώρισα δυο, αφορούσαν αγορά αναψυκτικών και αγορά λουκουμιών. Ψηφοδέλτια εθνικών εκλογών από τις αρχές του ενενήντα. Όλα αυτά στο ισόγειο μου θύμιζαν μπακάλικο, αλλά δύσκολο να ήταν εδώ γιατί ο χώρος δεν έχει πρόσβαση σε δρόμο. Εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι εδώ έμενε κάποτε μια οικογένεια· μάνα, πατέρας, γιος και κόρη.

Βγήκαμε στο χωράφι, το πηγάδι έχει λίγο νερό στον πάτο, παρά την εγκατάλειψη διατηρεί την εμβληματική αρχιτεκτονική και το άρτιο χτίσιμό του. Ξεπέρασα το φράγμα από τα βάτα και μπήκα στο περιβόλι, είναι χορταριασμένο αλλά όχι εντελώς εγκαταλειμμένο, πρέπει να τον έχουν αφήσει εδώ και δυο-τρία χρόνια. Στάθηκα μπροστά από το πηγάδι κοίταξα προς το σπίτι· ρημαγμένο, αλλά οι πέτρες αντέχουν ακόμα. Ποια να ήταν άραγε η ιστορία της οικογένειας; και δεν είναι μόνο η περιέργεια που μου βάζει το ερώτημα είναι ο ίδιος ο χώρος που είναι φορτισμένος, όλα αυτά τα ίχνη, που μιλούν για τους ανθρώπους. Κλείσαμε την πόρτα, απέναντι είναι ένα σπίτι άριστα αναπαλαιωμένο, όμως δεν μπορεί να αφηγηθεί τίποτα, οι αρμολογημένες πέτρες, η τάξη και η καθαριότητα, σαν σφουγγάρι έσβησαν τα αποτυπώματα, οι νέοι κάτοικοι ζουν σε ένα καινούργιο ουσιαστικά σπίτι χωρίς τις βαριές σκιές από τη σκόνη του χρόνου.

Πήγαμε δυο κτήματα πιο πέρα, στον κύριο Μαρτάκη, εκείνη την ώρα έβαζε κοπριά σε μια γλάστρα: «Να, φυτεύω άνιθα, μαϊντανά, ρόκες, να ‘χω για την κουζίνα». Έβαλε τους σπόρους, έριξε λίγο νερό με τις χούφτες και κάλυψε τις γλάστρες. «Τις σκεπάζω γιατί άμα βρέξει όσο λένε α μου τα χαλάσει». Ήταν νωρίς το μεσημέρι, ο Στρατής τον ρώτησε αν θέλει να μας πει καμιά ιστορία από παλιά. «Ελάτε το απόγευμα τώρα είναι μεσημέρι και ακόμα εν έχω φάει». Τριγυρίσαμε στο κτήμα, οι πορτοκαλιές φροντισμένες και κλαδεμένες, ένα μικρό μποστάνι με κολοκυθιές σε ένα ξέφωτο, ένας μικρός σταύλος με μια φοράδα, από κει ήταν και η κοπριά, και δίπλα σπιτάκια με σκυλιά. Η στέρνα είναι στολισμένη με μαρμάρινες κολώνες, που τώρα πια η γερασμένη τους κομψότητα τις κάνει να αιωρούνται, παράταιρες από την μια, από την άλλη ισχυρά απομεινάρια μιας διαφορετικής εποχής. Από το παλιό αρχοντικό έχει μείνει η βάση και σοροί από πέτρες: «Να εδώ ήτανε η σκάλα και πίσω τα δωμάτια, έρκονται κι οι ξένοι και τους τα δείχνω. Τούτο το ‘χτισα με έναν Αλβανό για να κρατηθεί», μου δείχνει τη βάση της σκάλας. Τελικά δεν πήγε να φάει: «Γεννήθηκα το τριάντα ένα, πρόλαβα τα καΐκια και τα σιδερένια βαπόρια που φεύγανε φορτωμένα πορτοκάλια για τη Ρωσία. Τα εσπεριδοειδή τα αγόραζαν τρεις-τέσσερις οικογένειες που ήταν οι εμπόροι, αυτοί είχαν μεγάλες αποθήκες, όπου τα συγκέντρωναν και με κάρα τα πήγαιναν στο λιμάνι. Ο πατέρας μου δούλευε για τον Καρδασιλάρη, ήταν διαλεχτής, πήγαινε στα περιβόλια που συνεργάζονταν με τον έμπορο και ξεχώριζε τα μαντερίνια και τα πορτοκάλια, αυτή ήταν η δουλειά του. Μετρούσε το μέγεθος, την ποιότητα και ξεχώριζε τα άλφα, αυτά τα χαρτώνανε, το χαρτί που τα τυλίγανε το θυμούμαι, ήταν πολύ λεπτό και μύριζε, ίσως είχε κάτι σαν συντηρητικό, αυτά φεύγανε για τη Ρωσία, τα δεύτερα στη Θεσσαλονίκη, εκεί ο Εβραίος που τα παραλάβαινε τα ‘βλεπε και αν ήβρισκε κάνα λιγάκι χαλασμένο το ‘βαζε χώρια και το πουλούσε πιο φτηνά. Να σκεφτείτε ότι η πρώτη ποιότητα είχε μια δραχμή το ένα, και το μεροκάματο είκοσι δραχμές, δηλαδή με είκοσι μαντερίνια επλήρωνες έναν εργάτη. Όμως, περάσανε αυτές οι εποχές, τώρα μένουνε στο χώμα. Εγώ όσα πουλήσω σε γνωστούς· σ’ έναν μπακάλη που δίνω, δεν παίρνω λεφτά, μου δίνει για αντάλλαγμα, ρύζι, μακαρόνια, πράματα για το σπίτι. Το περιβόλι θέλει συνέχεια φροντίδα· τώρα πια έχει πολλά εγκαταλειμμένα, σκέψου ότι βγαίνουν ελιές, που κανονικά ε βγαίνει τίποτις δίπλα στις πορτοκαλιές. Αλλά τρώει το πουλί την ελιά, βγάζει το κουκούτσι και μόνο έτσι μπορεί να φυτρώσει. Τα περιβόλια γεμίσανε δαφνιές, συκιές, αγρέλια, βατιές και ψίρες. Ψίρες είναι τούτα τα αγριόχορτα που ταϊζω τη φοράδα».

Τριγυρίσαμε λίγο ακόμα, το σπίτι που μένει είναι μικρό, είναι το παλιό παράσπιτο που το ανακατασκεύασε. Ανάμεσα στις πέτρες είναι δυο παλιά αναγνωστικά, των πρώτων τάξεων του δημοτικού, τα ξεφυλλίζω· παρά τα χρόνια και την έκθεση στη βροχή, την υγρασία και τον ήλιο, τα χρώματα είναι άθικτα, το δέσιμο ακέραιο, καμία σχέση με τα κακοτυπωμένα βιβλία των τελευταίων δεκαετιών. Φεύγοντας τον ρώτησα για την οικογένεια που ζούσε στο γωνιακό κτήμα που ήμασταν πριν: «Πεθάνανε όλοι, πρώτα ο γιος, μαθητής ήταν ακόμα, μετά οι γονείς και τελευταία η κόρη, είχαν ένα μαγαζί πιο πέρα απέναντι από το σχολειό».

Συνεχίσαμε προς τα Θυμιανά, σταματήσαμε για λίγο στο Βιτιάδικο, επιβλητικό, αλλά παρατημένο δεκαετίες, πνιγμένο στην άγρια βλάστηση. Μετά πήγαμε σε ένα όμορφο κτήμα που κατοικείται, είναι αναπαλαιωμένο και φροντισμένο, έχει άλογα, πρόβατα, κατσίκια, ο παλιός πύργος έχει διαμορφωθεί σε ενοικιαζόμενα. Το πουλάρι πέντε μηνών, μαθαίνει να καλπάζει, η κόρη της Δήμητρας της τωρινής ιδιοκτήτριας, το ταΐζει χαρούπια. Οι γονείς της Δήμητρας μεγάλωσαν στην Αίγυπτο και γύρισαν στη Χίο αρχές του εξήντα και από τότε φροντίζουν το κτήμα.

Επιστρέψαμε εκεί που ξεκινήσαμε, στην οδό Αργέντη, εδώ είναι το πατρικό του Γιάννη. Έλειπε, μπήκαμε μόνοι στο περιβόλι, τα δέντρα πλέκουν τα κλαδιά τους δημιουργώντας ένα μεγάλο κουκούλι. Η άλλη άκρη του περιβολιού δεν φαίνεται, περπατήσαμε αργά να την βρούμε, αλφαδιασμένα τα δέντρα, κλαδεμένα, γεμάτα με πράσινα ακόμα πορτοκάλια. Από τις τρεις πλευρές υπάρχουν άλλα περιβόλια, τα ξεχώριζε μόνο ο τοίχος. Καθίσαμε λίγο στο κέντρο, υπάρχει μόνο μια παλιά μεταλλική καρέκλα με λάστιχα, σαν αυτές που έχουν ακόμα κάποια θερινά σινεμά· όμορφη ησυχία. Επιτρέψαμε στην είσοδο, δίπλα στη στέρνα, μας περιμένει πίνοντας τον καφέ του ο Γιάννης. «Παιδί το εξήντα πρόλαβα τις εξαγωγές, τότε ακόμα έβγαζαν καλά λεφτά, με αυτά αγόρασαν οι παππούδες μας τα περιβόλια. Αλλά και μεις όσο υπήρχε ο συνεταιρισμός και το εργοστάσιο βγάζαμε λεφτά. Αλλά εμείς είμαστε αγρότες, ε ξέρουμε από διοίκηση, είχαμε ένα λογιστή, αλλά δημιουργήθηκαν χρέη. Ο νέος ιδιοκτήτης του εργοστασίου προφανώς δουλεύει με τις τιμές της αγοράς. Ότι μαζέψω και πουλήσω στο εργοστάσιο μόνος μου, δε συμφέρει να ‘χεις εργάτες, ίσα ίσα βγάζω τα έξοδα του. Το φροντίζω όσο μπορώ, δουλεύω κάθε μέρα, και πάλι δεν είναι όπως θα ‘πρεπε. Αυτά τα δέντρα είναι πολύ παλιά, όσο ζω θα είμαι εδώ, μετά δεν ξέρω τι θα κάνουν τα παιδιά μου. Όλοι τα έχουν παρατήσει γιατί δεν έχει λεφτά. Ο χαρακτήρας του Κάμπου έχει αλλάξει, πίσω από τους τοίχους πέφτει πριόνι, κόβουν τα δέντρα και τα περιβόλια γίνονται πατατοχώραφα, δεν επιτρέπεται αλλά ποιος νοιάζεται;»

Περίπου οκτακόσια πενήντα δέντρα σε αυτό το περιβόλι, φυτεμένα και διατηρημένα από πολλές γενιές πίσω, αλλά και χιλιάδες άλλα στον Κάμπο της Χίου βρίσκονται σε μια καμπή της ιστορίας τους. Αν δεν παρθούν πρωτοβουλίες, αν οι αγρότες της περιοχής δεν βρουν νέους τρόπους προώθησης των εσπεριδοειδών, αν δεν συνεργαστούν, όλος αυτός ο πλούτος κινδυνεύει να χαθεί. Η ζωή αλλάζει κι αυτό που χθες ήταν η πραγματικότητα, σήμερα μπορεί να μην υπάρχει· το ίδιο κι αυτό που ζούμε τώρα και το λέμε παρόν και ήμαστε σίγουροι ότι έτσι είναι ο κόσμος, αύριο δεν θα υπάρχει. Όμως οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να αλλάξουν αυτό που μοιάζει νομοτελειακά να έρχεται.

Μπήκα πάλι στο περιβόλι, στάθηκα πάλι στο κέντρο, παρατηρώ τους κορμούς, τα κλαδιά που κλείνουν τους διαδρόμους, τα φύλλα και τα άγουρα πορτοκάλια· προσπαθώ να βγάλω μια φωτογραφία· τι να βγάλω; τι να φανεί από αυτή την απέραντη γαλήνη, από την τάξη και την ομορφιά;

Έτσι κι αλλιώς ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

Έξω είναι απόγευμα και έχει λιακάδα.

Γεννήθηκε στην Καλαμωτή της Χίου το 1970

Άφησε σχόλιο