22 Μαΐου 2015

0

του Γιάννη Κωσταρή

«Δίπλα στο λιμανάκι μετά τα βράχια βγήκαν Σύριοι, τώρα περιμένουν το λιμενικό· είναι χριστιανοί, ένας έχει τατουάζ το σταυρό, μου τον έδειχνε», μου είπε το πρωινό της Παρασκευής μια γειτόνισσα στην Κώμη. Το απόγευμα πήγα στο σημείο, στη στενή παραλία μεταξύ Κώμης και Λιλικά. Από πάνω, στο δρόμο, υπήρχαν πολλά άδεια μπουκάλια νερού άλλα ελληνικά και άλλα τουρκικά, τα περισσότερα μέσα σε μια σακούλα, άλλα πεταμένα τριγύρω. Ακολούθησα τα ίχνη και κατέβηκα στην παραλία. Δεν υπήρχε φουσκωτό, κάποιοι θα το είχαν μαζέψει. Υπήρχαν πάλι πλαστικά μπουκάλια αλλά και κάλτσες, άδεια πακέτα τσιγάρων, μωροπάνες, σκασμένα μπαλόνια, συσκευασίες από κρουασάν, ψιλοπράγματα που θυμίζουν εκδρομή και ένας φάκελος από ταξιδιωτικό γραφείο της πόλης Zarqa της Ιορδανίας.

Νοτιάς και άπνοια, τα νερά διάφανα, το μέρος αυτό με την ιδιαίτερη τοπογραφία που δημιουργούν τα όμορφα βράχια ημερεύει με τη μπουνάτσα και αγριεύει με τη φουρτούνα· οι ντόπιοι το λένε «της γριάς ο φούρνος».

Λίγες μέρες πριν ένα άλλο φουσκωτό είχε βγει νοτιότερα, στα μαύρα βόλια· «σχεδόν όλοι ήταν νέοι, ήταν χαλαροί, έτρωγαν, έπιναν, μιλούσαν στο τηλέφωνο και περίμεναν το λιμεναρχείο». Εδώ υπήρχαν περισσότερα πράγματα: το φουσκωτό σκισμένο και χωρίς τη μηχανή, 2-3 σωσίβια πλοίου με τυπωμένο “Ε/Γ-Ο/Γ Σαμοθράκη”, μια γόβα, κάλτσες και πακέτα τσιγάρων, μπαλόνια, μπουκάλια νερού. Ξαναπήγα σήμερα το απόγευμα να βγάλω φωτογραφίες· το φουσκωτό έλειπε, κοίταξα τριγύρω ήταν σε δυο κομμάτια στο χωράφι παρακείμενης κατοικίας. Θυμήθηκα πριν 2 χρόνια που σε ένα ανάλογο γεγονός πάλι στα μαύρα βόλια, ένας ηλικιωμένος άντρας έκοβε με προσοχή κομμάτια από το φουσκωτού·«είναι σκληρό το πλαστικό και α το βάλω κάτω, εκεί που καθαρίζομε το μαστίχι, έχουνε κόψει κι άλλοι».

Ταξιδεύω με το πλοίο για Πειραιά, κάθομαι σε ένα τραπέζι στο κατάστρωμα και γράφω αυτό το κείμενο, στα γύρω τραπέζια οικογένειες από το Αφγανιστάν και τη Συρία, νέοι και παιδιά. Αριστερά μου ένα ζευγάρι, η κοπέλα προσπαθεί να κοιμηθεί στο τραπέζι, ο άντρας κάτι γράφει στο τάμπλετ του, τα δυο τους αγόρια με παρόμοια ρούχα τριγυρίζουν στο κατάστρωμα. Απέναντί μου ένας γεροδεμένος πατέρας, ίσως από τη Συρία, με σφιγμένο πάνω του, το γιο του· είναι μικρούλης, ίσως δύο χρονών, τον φιλά στοργικά κι ο μικρός κολλάει στο λαιμό του. Δυο κοπέλες με μαύρα ρούχα και γκρι μαντίλες ψάχνουν μπρίζα να φορτίσουν το τηλέφωνο, βρίσκουν στην τζαμαρία του μπαρ. Μετά από λίγο μια κοπέλα από την παρέα τους άπλωσε μια πετσέτα και ξάπλωσε κάτω, σχεδόν δίπλα στα πόδια μου· μετακίνησα την καρέκλα να μην την ενοχλώ· «θεν κιου» χαμογέλασε.

Το πρωί στο βάθος της διάφανης θάλασσας πρόβαλλε ο Πειραιάς, πολλοί από τους μετανάστες σε εγρήγορση φωτογραφίζονται με φόντο το λιμάνι. Τελευταία ανακοίνωση «το πλοίο έφτασε στον Πειραιά», το ζευγάρι με τα δυο αγόρια κοιμάται ακόμα· η κοπέλα ακουμπισμένη στο τραπέζι, ο άντρας κάτω και το ένα αγόρι δίπλα του· το άλλο έχει ξυπνήσει και κουνά με τα χέρια τους υπόλοιπους να σηκωθούν. Μαζεύουν τα πράγματά τους, δυο μικροί σάκοι πλάτης και μια τσάντα όλα τους τα υπάρχοντα. Κοίταξα από το πάνω κατάστρωμα το πλήθος που είχε βγει έξω· το μεγαλύτερο ποσοστό είναι μετανάστες, αρκετοί κινούνται γρήγορα προς τα ταξί, οι περισσότεροι προς τα λεωφορεία και οι υπόλοιποι στέκονταν αναποφάσιστοι τριγύρω.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα, μόνο τη δύναμη της ελπίδας· έκαναν άλλο ένα βήμα στο ταξίδι της ζωή τους, έφτασαν ως εδώ και συνεχίζουν. Κατέβηκα, ένας νεαρός με ρώτησε πώς θα πάνε στην πλατεία Βικτωρίας· του είπα, χαμογέλασε, χαμογέλασα και έφυγα.

Γεννήθηκε στην Καλαμωτή της Χίου το 1970

Άφησε σχόλιο