Άδωνις και Αιολίς

2

Άδωνις και Αιολίς, τα καράβια που μας εφέρνανε στη Χίο, με το που κλούσανε τα σκογειά. Στο πεσκίρι ψωμοτύρι και αυγά βραστά, στριμωγμένοι στη καμπίνα, ο ύπνος μύτου- κώλου…  Ο γέρο- Τρουβάς, απίκου, όξω από τη σκάλα του παποριού, μας ανίβαζε στο χωριό μισοκοιμισμένος και θαρρούσες πως η κούρσα του επήαινε μονάχια της σαν τα γαδούρια που ξέρουνε ένα δρόμο… Φορτωμένα στα μπαγάζια λουκούμια και φρεσκοκομμένοι καφέδες από την Τσαμαδού, ρόμπες καλοκαιρινές και τα βιβλία τα σκολικά, για να πάρουν κι ευτά τον αγέρα τως… το μεταχειρισμένο ποδηλατάκι στη σκάρα, έτοιμο και γυαλισμένο για την πρώτη του τσάρκα στο χωριό…

Σκοτεινά εφτάναμενε, όξω από  της γιαγιάς, με το γιασεμί στο μπαρκονάκι της να μοσχοβολά κι εκείνη ξύπνια να μας περιμένει… Ένα φιλί στο κούτελο για το καλωσόρισμα και σβέλτα για ύπνο, όσο κι αν είμεστενε λολαγκρισμένοι…

Αλλά μόλις εξημέρωνενε ο θεός τη μέρα… Ζήτω η αξυπολισιά… Κλωτσιά στα ορθοπεδικά του Μούγερ… το ποδηλατάκι στα πόδια κι όξω… Μπάνιο σε όλες τις θάλασσες, οι ακρογιαγιές δικές μας, αρέγα αρέγα επαίρναμε την παραλία κι εβουτούσαμενε παντού… με χείλια μελανά εγυρνούσαμενε σπίτι τρέμοντας… Παιχνίδι όλο το απόεμα, κρυφτό και στάκαμαν, κοίλες και καπάκια… σκανταλιές και γρίνες και «πέρασε πια μέσα, θα σου το βγάλω το σκουλί σου» και «πέσε κοιμήσου θα φωνάξω τη βοτσονού» και «μαυροτσούκαλο ήγινες όλη μέρα στον ήγιο…» … Παραμύθια η γιαγιά και κάθε Κυριακή με το ζόρι στην εκκλησιά, να σέρνεσαι στα στασίδια καταής με το ένα σου καλό άσπρο φορεματάκι, μέχρι ν’ αποψάλλει, να πα να το πετάξεις από πάνω σου… Ψάρεμα και φρίντζες στα δασάκια, πανηύρια κι αυτοσχέδιος Καραγκιόζης, υπαίθριος κινηματόγραφος, ιστορίες για γελούδες  και το  το νυφάκι  που ελέανε πως εγλεντοκόπαγε στο διπλανό το σπίτι κι εσκιαζόσουνα, τον σκοτωμένο Γερμανό στο Φαναράκι… Ασωτία…

Σε λίγες μέρες, το χωριό θα γεμώσει από παιδιά που θάρτουνε με καράβια λουξ χωρίς αυγά βραστά στο πεσκίρι, με ποδήλατα καινούργια που ’χουνε ταχύτητες πολλές, που μπορεί να μη φιλούνε τον πάππου και τη γιαγιά στο χέρι, όμως τους αγαπούνε… Θα κολυμπούνε εκειδά που τους λένε πως η θάλασσα είναι πιο καθαρή…  Θα μιλούνε αναμεταξύ τως με κινητά για να βρίσκουν συνεννόηση και το παγωτό τους θα το τρώνε στις καφετερίες… Θα παίζουνε μπάσκετ και ποδόσφαιρο αντί για κρυφτό και πετροπόλεμο, θα βρεχούνταινε με πολύπλοκα γιγαντιαία νερομπίστολα, δεν θα ’βρουνε την πόρτα του σπιτιού τως στις 9.00 το βράδυ αλλά στις έντεκα και στις δώδεκα…  δεν θα  μιλούνε για σφαντά αλλά για υπολογιστές… Όμως θα είναι εδώ γιατί τους αρέσει κι έρκουντενε, γιατί νοιώθουνε ασφάλεια, γιατί  παίζουνε, κάμνουνε παρέες και χτίζουνε φιλίες που αντέχουνε στο χρόνο. Γιατί κι ευτά, σαν κι εμάς τότε, όλον το χειμώνα το χωριό ονειρεύουντενε…

Καλό καλοκαίρι, παιδιά, κι άμα γυρνάτενε στο Φαναράκι, βράδυ, το νου σας… σφαντάζει…

Γελά και ξεγελά

Συζήτηση2 Σχόλια

Άφησε σχόλιο