Είσαι η ανάσα της ανάσας μου

0

Όταν γνώρισα το Νικόλα, με είδε, σκουντούφλησε και κόντεψε να φέρει κάτω το δίσκο με το σερβιτόρο μαζί, στον καφενέ που καθόμασταν με τη συνάδελφο. Ήταν 10 του Οκτώβρη του 2009 κι εγώ δασκάλα πρωτοδιόριστη στο χωριό του. Κάθισε με μια παρέα απέναντι μας, κάνανε τη φασαρία που κάνουν μεταξύ τους οι άντρες, φωνές, πειράγματα, στην υγειά μας και τσουγκρίσματα, η συζήτηση ξεκινούσε πάντα από τα ξόβεργα, περνούσε στις γκόμενες και κατέληγε στην ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό. Εκείνη τη βραδιά, μας έστειλε σούμα κέρασμα ο Νικόλας και μετά δειλά μας πλησίασε και συστήθηκε. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά και το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο όταν του είπαμε να καθίσει μαζί μας. Τον ρώτησα αν νοικιάζεται κανένα σπίτι και την άλλη μέρα μου βρήκε. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, ήταν ευγενικός και λιγομίλητος, μ’ αυτήν την ντροπαλοσύνη που έχουν τα χωριατόπαιδα.

Το χωριό μου έπεφτε βαρύ το χειμώνα, κάτι έπρεπε να κάνω να περνάω δημιουργικά το χρόνο μου, όπως και στη Θεσσαλονίκη, λέω να γραφτώ στα μαθήματα του Ομηρείου, του είπα κι εκείνος δήλωσε χαρούμενος κι είπε πως θέλει να δοκιμάσει κι αυτός και να πηγαίνουμε μαζί. Δεν ξέρω αν του άρεσαν όλ’ αυτά, μια φορά σε μια ταινία, στη λέσχη, αποκοιμήθηκε στον ώμο μου, κουραζόταν πολύ, δούλευε σε έναν μεγαλοεργολάβο του νησιού, όμως ποτέ δεν έλεγε όχι για ένα ποτό με τους συναδέλφους μου μετά. Του έγραψα σι ντι για το αυτοκίνητο, μα ν’ ακούει Χριστοδουλόπουλο και Σφακιανάκη, κουβέντα δεν είπε και φάνηκε να χαίρεται με το δώρο μου. Όταν έμαθα ότι υπήρχαν πρόσφυγες που κρατούνταν στο Μερσινίδι του ζήτησα να με πάει, μα ίντα δουγιά έχομε εμείς εκεί, ευτοί είναι λαθρομετανάστες, αναφώνησε. Του εξήγησα, του μίλησα πολλή ώρα κι όταν ανεβήκαμε έμεινε βουβός και ζαρωμένος δίπλα μου. Την επόμενη φορά είχε μαζέψει ρούχα, παπούτσια, κουβέρτες και μια κούτα τσιγάρα, δεν αντέχω τόση δυστυχία, είπε, μεγάλο κρίμα οι αθρώποι.

Ήξερα ότι με ήθελε, φαινόταν ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου, με κοίταγε μέσα στα μάτια, κρεμόταν από τα χείλη μου, αλλά κι εμένα μου άρεσε η παρέα του, μ’ έκανε να γελάω, ήταν αυθόρμητος μέσα στην απλότητα του, ήξερε ένα σωρό πράγματα για τη φύση και τη θάλασσα, με πήγε σε μέρη μαγικά, κάναμε βόλτες στα βουνά, μου έμαθε να μαζεύω αμανίτες και χόρτα. Όταν είδα το σύνθημα στο δρόμο: ΕΙΣΑΙ Η ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΑΣ ΜΟΥ και πιο κάτω το ‘’Βούλα σ’ αγαπώ’’, ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι τα είχε γράψει εκείνος, του είπα ότι ποτέ δεν γράφουμε στις πέτρες με μπογιά και ποιος κάνει τέτοιες ανοησίες στην εποχή μας. Δεν μίλησε.

Δεν ξέρω γιατί δεν του μίλησα για τη σχέση μου, δεν με ρώτησε, δεν τόλμησα να του το πω, όταν όμως ήρθε να με δει ο Δημήτρης από τη Θεσσαλονίκη σε μια εθνική επέτειο και μας είδε ο Νικόλας αγκαλιά, έχασε το χρώμα του, δεν έχω ξαναδεί πιο χλωμό άνθρωπο, τους σύστησα, κάτι είπε κι έφυγε, εξαφανίστηκε. Δεν τον ξαναείδα. Δεν σήκωνε τηλέφωνα, η μάνα και οι φίλοι του όταν τους ρώταγα δεν μου απαντούσαν, μου έλειπε, ήξερα πως είχε πληγωθεί, ήταν λάθος μου. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, έμαθα πως αρραβωνιάστηκε με μια κοπέλα του χωριού, στεναχωρήθηκα.

Έφυγα από το νησί, διορίστηκα κοντά στη Θεσσαλονίκη, συγκατοικήσαμε με τον Δημήτρη για 2 χρόνια, δεν τον άντεξα τον ξερόλα, χωρίσαμε, πήρα τηλέφωνο το Νικόλα, είχε αλλάξει αριθμό, μίλησα με τον φίλο του το Γιάννη, μου είπε ότι ο Νικόλας είχε ήδη ένα παιδί. Τον σκεφτόμουν συχνά. Τα χρόνια πέρασαν , το προσφυγικό φούντωσε για τα καλά, ήταν απόφαση της στιγμής, ήταν το μπάφιασμα της πόλης, ήταν που βαρέθηκα τα ίδια και τους ίδιους, έκανα τα χαρτιά μου για το Χοτ σποτ του νησιού σαν συντονίστρια εκπαίδευσης προσφύγων, δύσκολη δουλειά, κολύμπι σε βαθιά νερά, αλλά έπρεπε να το ρισκάρω, να μετρήσω τις δυνάμεις μου.

Τα μάτια μου νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα, αλλά ήμουν σίγουρη πως ήταν αυτός, ο Νικόλας, έξω από το χοτ σποτ, με άλλους παρέα να κάθεται να ζωγραφίζει γελώντας, με τα προσφυγόπουλα. Έμεινα άφωνη, μου κοπήκαν τα πόδια, περίμενα να επανέλθουν οι παλμοί στα φυσιολογικά και πλησίασα, ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του, Νικόλα; Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, μείναμε αμίλητοι να κοιτάμε ο ένας τον άλλον.

Η ώρα της κουβέντας ήρθε, οχτώ χρόνια ήταν αυτά και ειπώθηκαν σε ένα βράδυ, άνοιξε την καρδιά του στο πιάτο δίπλα στο καραφάκι με τη σούμα, έκανα κι εγώ το ίδιο. Μόνος με το γιό του, είπε, η γυναίκα τον παράτησε για έναν λοχαγό από το διπλανό στρατόπεδο, ελευθερώθηκα, είπε, ζήτω τα στρατά!
Ναι, ξέρω, είναι ενάντια στις ιδέες μου, όμως το έκανα. Πήρα σπρέυ μαύρο κι ένα βράδυ, ξαναπέρασα με τη μπογιά:

ΕΙΣΑΙ Η ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΑΣ ΜΟΥ, 10/10/09, Σ’ αγαπώ.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο