του Κώστα Προμπονά
Πριν την κατοχή…
Μέχρι το 1940 στη Χίο υπήρχαν τρεις κατηγορίες ψαράδων. Υπήρχαν καταρχήν οι επαγγελματίες αλιείς που ψάρευαν αποκλειστικά προς βιοπορισμό και ήταν εξαρτημένοι από το επάγγελμά τους. Από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων που περιέγραφαν με τα μελανότερα χρώματα τις κακουχίες μιας ζωής γεμάτης άχθος, στερήσεις και ανεκπλήρωτους πόθους είχε μεσολαβήσει η δυναμική είσοδος των Μικρασιατών αλιέων και η μερική εκμηχάνιση των ανεμότρατων που επιχειρούσαν όμως στα ρηχά αλιευτικά πεδία, λόγω περιορισμένης ιπποδύναμης και έτρωγαν ήδη απ’ το 1930 το πικρό ψωμί της αψαριάς μαζί με τους παράκτιους αλιείς «με τους οποίους τσακωνόμασταν διαρκώς» όπως λέει ο Σ.Π, συνταξιούχος ναυτεργάτης. Μια δεύτερη ομάδα, πιθανόν εξίσου πολυπληθής ήταν οι ευκαιριακοί αλιείς, που εξασκούσανε άλλο επάγγελμα , και συμπλήρωναν το τραπέζι του σπιτιού τους με ψάρια όταν και όποτε μπορούσαν. Εδώ το ψάρεμα δεν είναι ακριβώς επάγγελμα, είναι μία ελεύθερη απασχόληση, κατά κύριο λόγο εποχιακή, όχι όμως τελείως αποσυνδεδεμένη από την έννοια του βιοπορισμού. Τέλος, η τρίτη ομάδα αποτελείται από αυτούς που ψαρεύουν αποκλειστικά για ψυχαγωγία, δηλαδή για την συγκίνηση που προσφέρει η ίδια η αλιευτική πράξη. Το να ψαρεύεις για ψυχαγωγία, παρά την διαφαινόμενη κοινωνική απαξίωση της επαγγελματικής αλιείας ανιχνεύεται έμμεσα ήδη στον Πλάτωνα: ο «έρως της περί θάλατταν θήρας» αναφέρεται ως μία επιθυμία από την οποία θα πρέπει να αποτρέπονται οι νέοι.
Το ψάρεμα ως αναψυχή, κυρίαρχη αναπαράσταση τουλάχιστον μέχρι τον ερχομό της τρόικας, ήταν, προπολεμικά, προνόμιο για ελάχιστους Έλληνες, συχνά εφοπλιστές. Ο υπερήλικας Χιώτης Γ.Χ, από οικογένεια εύπορων αστών εξομολογείται: «Όσο καιρό μέναμε στο εξοχικό το καλοκαίρι, ερχότανε και ο καπετάνιος του κότερού μας Γ.Α, και μένανε κάτω, στην Πυργούσικια Αυλωνιά, στο καλύβι που είχαμε φτιάξει και ψαρεύανε. Ο καπετάνιος κάθε πρωί έφερνε τα ψάρια πάνω, ανεβαίνοντας από τον ποταμό, τα καθάριζε, τα άφηνε, έπαιρνε το φαγητό για εκείνον και τον ψαρά και ξανακατέβαινε κάτω. Αυτό κρατούσε 2 μήνες. Ψαρεύανε στο Βενέτικο, ψαρεύανε στα Βρουλίδια, ρίχνανε τα δίχτυα και τα παραγάδια από βραδύς, τα σηκώνανε το πρωί και φέρνανε δέκα, είκοσι κιλά ψάρια πάνω. Και αστακούς που τους ψαρεύανε στα Βρουλίδια… Είχε μέρα που είχαμε πάνω στο τραπέζι και δέκα αστακούς.. Το κοτεράκι είχε δυο καμπίνες, κουζίνα, τουαλέτα, δωμάτιο των ναυτών και το παίρναμε και γυρίζαμε τους κόλπους όλους της Χίου. Μέναμε δύο μέρες στην Αυλωνιά, τρεις μέρες στον Εμπορειό, άλλες τόσες στα Μεστά και περνούσαμε έτσι δεκαπέντε-είκοσι μέρες. Ήμασταν μόνο η οικογένεια. Η μάνα μου, τα δυο παιδιά, ο πατέρας μου κι ο καπετάνιος με ένα ναύτη. Γυρίζαμε και ψαρεύαμε και τρώγαμε πάλι μόνο ψάρι. Γυρίζαμε όλη τη Χίο γύρω-γύρω. Γι’ αυτό την ξέρω πολύ καλά γύρω-γύρω, γιατί από μικρός έκανα βόλτες όλους τους κόλπους. Το φαβορί βέβαια ήταν η Αυλωνιά. Και από ψάρια και από τοπίο καταπληκτικό…»
Όπως ο Οππιανός αιώνες πριν περιέγραψε σε αντιδιαστολή με τις ταπεινές βάρκες των ψαράδων (Αλιευτικά Α ‘ 9, Α’ 41), τα πολυτελή σκάφη που προορίζονταν για την άγρα των βασιλέων, έτσι και εμείς θα αντιπαραθέταμε την «βαρετή» καθημερινή αστακουδιά του νεαρού τότε πληροφορητή μας με την πλημμελή διατροφή της εργατικής τάξης του νησιού. Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα η πλειοψηφία των παιδιών στο Πυργί υπέφεραν από τράχωμα, μια μολυσματική νόσο που μπορούσε να προξενήσει τύφλωση και μπορούσε να αποφευχθεί με καλύτερες συνθήκες υγιεινής.
Έρχονται οι Γερμανοί…
Με τον ερχομό των Γερμανών στο νησί το κότερο επιτάσσεται και χρησιμοποιείται ως περιπολικό. Οι Γερμανοί μαζεύουν όλες τις βάρκες σε χαρακτηριστικό, ελεγχόμενο από αυτούς σημείο, στην παραλία, έξω απ’ τη θάλασσα: Στο Βροντάδο, τις μάζεψαν στη Βρύση του Πασά . Στα Καρδάμυλα τις μάζεψαν στη παραλία, στο Φρουραρχείο (νυν αστυνομία). Όλα τα καΐκια, κυρίως όσα κινούνταν με μηχανή, επιτάσσονται. Όσο για τα υπόλοιπα καΐκια, έπρεπε μόνον με άδεια να κινούνται. Ο Μ.Μ, εννιάχρονο παιδί, όταν άρχισε η Κατοχή και εγκαταστάθηκαν τότε στα Καρδάμυλα οι Γερμανοί (Μάιος ’41), θυμάται: «Στην Κατοχή οι Γερμανοί επιτάξανε εδώ όλα τα καΐκια, όσα είχανε μηχανή, όπως το δικό μας. Και παίρναμε βόλτα τη Βόρειο Χίο, τα παράλια, κι όπου εβρίσκανε βάρκες οι Γερμανοί, όσες «κολυμπούσανε» τις τραβούσανε πίσω, όσες δεν κολυμπούσανε τις εφέρναμε στο Φρουραρχείο το Γερμανικό. Εκεί στην αλάνα εβγαίνανε οι βάρκες όλες και περνούσανε οι Γερμανοί μια καδένα μέσ’ απ’ το χαλκά για να μην τις παίρνουν, να μην τις κλέβουν τη νύχτα… Μέχρι τα Καμπιά, όπου υπήρχε βάρκα τη μαζώξανε».
Από τις πρώτες εβδομάδες το Γερμανικό Λιμεναρχείο «απαγορεύει την αλιεία προ της 6ης πρωινής και μετά την 9η εσπερινήν» σταματώντας το νυχτερινό ψάρεμα που είναι το αποδοτικότερο και το Φθινόπωρο την απαγορεύουν ολοσχερώς. Στο «Χρονικόν Κατοχής της Χίου παρά των Γερμανών υπό Λεωνή Καλβοκορέση» ακούμε τη φωνή ενός Βολισσιανού Δάσκαλου να διαμαρτύρεται: «το χειρότερο μέτρο των Γερμανών υπήρξε η αυστηρή απαγόρευση της αλιείας που εστέρησε από τους κατοίκους ευθυνή και θρεπτικότατη τροφή».
Ο Χειμώνας εκείνος ήταν καταστρεπτικός. Ο Π.Κ., ζορισμένος απ’ την πείνα εκείνου του χειμώνα, έφυγε την Άνοιξη του ’42 για τη Μέση Ανατολή. «Είχεν απομείνει ο κόσμος γυμνός. Εντελώς γυμνός. Όλα τους τα ρούχα τα πουλούσανε. Αλλά και πάλι δύσκολα. Φαί δεν υπήρχε. Πριν σηκωθώ να φύγω, την έβγαζα κάμποσο καιρό με τους ποσπορδίλους, κάτι κρεμμύδια μεσ’ τη γη. Τα καθάριζα, τα έβραζα σ’ ένα κουτάκι κάπου, και τα ‘τρωγα έτσι, χωρίς λάδι. Όλοι τους που είχανε καΐκια ήτανε στυγνοί μαυραγορίτες. Δεν υπήρχε κανένας που να μην ήτανε. Είχε έρθει στο Παντουκιός το καίκι γεμάτο σακιά αλεύρια και είχε μαζευτεί κόσμος πεινασμένος. Ήμουνα κι εγώ. Του ζητούσαμε λοιπόν, να του το πληρώσουμε -όχι με χρυσό βέβαια! Δεν έδινε σε Λαγκαδούσους!
– Δηλαδή ο κόσμος πέθαινε κι αυτοί δεν ενδιαφέρονταν;
– Τίποτα! Κανένας. Είπα κι εγώ: Moλάρισε κι ότι γίνει! Μπήκα λοιπόν σε μια βάρκα κι έφυγα στη Μέση Ανατολή».
Ο καραγωγέας στο επάγγελμα, κάτοικος τότε Χώρας Χίου, Γ.Ρ, θυμάται εκείνον το χειμώνα: «Όλα τα φαγώσιμα άγρια χόρτα εξαφανίσθηκαν. Αρχίσαμε να τρώμε τσουκνίδες, άγρια σέλινα, σκουπόσπορο, σουσαμόπιτα γεμάτη πέτρες.» Το μαύρο φόντο της ανέχειας και της πείνας οδήγησαν στη μεγάλη φυγή που κορυφώθηκε την Άνοιξη του ’42, οπότε εκατοντάδες Χιώτες πήραν το δρόμο για την Τουρκία και την Μέση Ανατολή. Παντουκιός, Μηλιγγάς, Μερσινίδι, Ταμπάκικα, Καρφάς, Βοκαριά, όλες οι παραθαλάσσιες περιοχές της ανατολικής ακτής του νησιού ήταν τα σημεία της μεγάλης εξόδου. Ο Σ.Π, νεαρός ψαράς τότε, περιγράφει:
«Πηγαίναμε τακτικά κόσμο απέναντι, μάλιστα είχε και πολλούς αιχμαλώτους πολέμου που το’ χανε σκάσει από στρατόπεδα και η οργάνωση τους έστελνε εδώ. Γιατί τότε φεύγανε πολλοί ανθρώποι, άλλος με δικό του μέσο, άλλος με το αντίτιμο που ήπρεπε να δώκει, γιατί κι εμείς ανάγκη είχαμε… Εγώ τι ήτανε να πάρω; Κανα κουκί μας δίνανε… Τέτοια. Πολλές αποστολές. Πάρα πολλές. Σχεδόν κάθε βράδυ. Μόνο άμα ήτανε κακοκαιρία δεν πηαίναμε…»
Η μαρτυρία του Θυμιανούση συνταξιούχου Ναυτικού Λ.Κ διαφέρει στο ζήτημα των κινήτρων:
«-Oι Γερμανοί είχαν δώσει διαταγή να μην έχει κανείς βάρκα στο ακρογυάλι. Λοιπόν ήταν ένας κι είχε μια ωραία βάρκα, την είχε μέσα στον Κάμπο, στο σπίτι του. Αυτή τη βάρκα την πήραμε από κει και τη φέραμε στον Καρφά, μέσα σε κάτι συκιές… Ανοίξαμε ένα λάκκο στην άμμο και τη θάψαμε μέσα. Όταν την βγάζαμε, την σηκώναμε στον αέρα, ούτε να την τραβάμε ούτε να τη σέρνουμε.»
Στην ερώτηση αν οι βαρκάρηδες που φυγάδευαν κόσμο το έκαναν για πατριωτικό σκοπό η απάντηση του ήταν καταπέλτης:
«Δεν είχε , μωρέ πατριωτικά τότε! Άκου τι λέει; O σώζων εαυτόν σωθήτω! Έτσι έλεγαν τότε όλοι! Για να σε περάσουν απέναντι παίρνανε ή λεφτά ή χρυσαφικά..»
Ο Γ.Π, τριάντα χρόνια πολιτικός πρόσφυγας, μετά τον εμφύλιο μνημονεύει την αυθόρμητη βοήθεια ενός γέρου ψαρά στην προσπάθειά της φυγής του για τη Μέση Ανατολή: «Ρίξαμε τη βάρκα, μπήκαμε μέσα και τραβάμε για να πάμε απέναντι στη Τουρκία. Τραβούσαμε τέσσερα κουπιά αλλά που… Μας έβρεχε και το κύμα, η νοτιά. Είχε ψηλά κύματα, που να πας τώρα με τη βάρκα. Φτάνουμε τελικά σ’ ένα νησάκι και τραβάμε τη βάρκα όξω λίγο και καθίζουμε να βρούμε κάνα αχινό, καμιά πεταλίδα. Εκεί ήταν ένας ψαράς από τη Χίο και ψάρευε χταπόδια, είχε και μια βάρκα με πανί. Θυμάμαι, μας έδωσε ένα χταπόδι. Πεινούσαμε, αλλά φοβόμασταν ν’ ανάψουμε φωτιά να ψήσουμε το χταπόδι. Το χτυπήσαμε λίγο και πολεμούσαμε να το φάμε άψητο μα ξερνούσαμε σα τις γάτες…»
Το Γερμανικό Λιμεναρχείο με την απόφαση 288/43, τον Μάρτη του ’43 επιτέλους επιτρέπει την αλιεία υπό αυστηρότατους όρους και εγγυήσεις οι όροι των οποίων γίνονταν βαρύτεροι όσο επιδεινώνονταν η πολεμική κατάσταση για τον άξονα. Οι κυριότεροι: α) Oι ψαράδες οφείλουν να παρουσιάζονται πριν και μετά το ψάρεμα στην υπεύθυνη λιμενική αρχή. β)καταγράφεται η ώρα απόπλου και η επιστροφή γίνεται τουλάχιστον μια ώρα πριν τη Δύση γ)Καθορίζεται το μέρος του ψαρέματος δ) την ώρα της πώλησης καταγράφεται η αξία και η ποσότητα από επιτροπή.
Για τους ψαράδες που έπαιρναν την πολυπόθητη άδεια, η οποία ανανεωνόταν κάθε μήνα εγγυόταν η εκάστοτε Δημοτική αρχή. Ο Λ.Καλβοκορέσης στο Χρονικό του θεωρούσε ότι «χάρις οφείλεται στους παρέχοντας την εγγύησή των διά τας λέμβους, διά τας οποίας ο πειρασμός της χρησιμοποιήσεώς των δια τα επικερδέστερα ταξίδια εις την τουρκικήν παραλίαν, ήτο μεγάλος». Για τον Δ.Χ, συνταξιούχο ναυτικό δεν πρέπει το Έθνος να οφείλει καμιά χάρη: «Τις άδειες για τις βάρκες στο Βροντάδο τις πήρε με μέσο ένας δωσίλογος που πήγαινε γυναίκες στους Γερμανούς. Τις βάρκες τις ετραβούσαν όξω και το πρωί πήγαινες εσύ που ήθελες να ρίξεις τη βάρκα στη θάλασσα, σου ‘δινε το «χαρτί» της βάρκας, το «παπιόν», έτσι το λέγανε, κι επήγαινες στη δουλειά. Με τη συμφωνία ότι όσα καλαμαράκια πιάσεις-ήταν η εποχή τους- θα τα δώκεις σ’ αυτόν. Γι’ αυτό, άμα φύγανε οι Γερμανοί και τον κλείσανε οι ελασσίτες μέσα, ίσαμε να δικαστεί, όταν περνούσε η γυναίκα του, με το καλαθάκι και του πήγαινε στις φυλακές φαί, της φώναζαν: «καλαμαράκια!» Τι να το κάνεις! Επήγε στην Αθήνα και γίνηκε μεγάλος και τρανός! Ναι, ο ρουφιάνος!»
Το ψάρεμα την Κατοχή: H συμβολή των Μικρασιατών της Χίου
Από τις τρεις κατηγορίες ψαράδων απέμειναν να ψαρεύουν μόνον οι επαγγελματίες, αρχικά οι πεζότρατες και οι Μικρασιάτες που δούλευαν την ανεμότρατα ενώ τον Απρίλη του ’42 οι κατοχικές αρχές κάνουν δεχτή την εισήγηση του Νομάρχη να επιτραπεί το Γρι-γρι και παρουσιάζεται προσωρινή αφθονία στην αγορά καθώς «επαστώθησαν μεγάλαι ποσότητες σαρδελλών και υπό οικογενειών». Αρκετοί, όπως ο Λ. Καλβοκορέσης αναγνωρίζουν στους Μικρασιάτες ψαράδες την τεράστια συμβολή τους, ειδικά όταν τα τρόφιμα σπάνιζαν στη διατροφή του Χιώτικου πληθυσμού εκείνες τις τραγικές μέρες της Κατοχής. Κάθε Ιστορία που δεν ενδιαφέρεται μόνο για τους ηγεμόνες αλλά και για το πώς γλύτωσαν κάποια ελληνόπουλα ταπεινών τάξεων από την πείνα θα απονείμει τιμή και έπαινο στους ανεμοτρατάρηδες, πρόσφυγες απ’ τη Μικρασία, που κατάγονταν όλοι απ’ την Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan), ), ένα παραθαλάσσιο χωριό με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή η Αγία Παρασκευή ήταν το μεγάλο καπετανοχώρι της Μικράς Ασίας, το μόνο χωριό στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο. Οι Αγιοπαρασκευούσοι ήταν σπουδαίοι ναυτικοί και ψαράδες. Γνώριζαν όλα τα περάσματα και τις «καλάδες» στις θάλασσες του Αιγαίου –από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα θρακικά παράλια και τον κόλπο της Καβάλας – και με τράτες, ανεμότρατες και περάματα (ψαροπούλες) ψάρευαν και εμπορεύονταν χιλιάδες τόνους ψάρια, συναγωνιζόμενοι τους μαρμαρινούς γεμιτζήδες. Μέχρι το 1914 αλλά και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ψαράδες της Αγίας Παρασκευής ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την τέχνη της αλιείας με τράτα και ανεμότρατα, δηλ. το σύστημα αλιείας βυθού με συρόμενο σάκο. Τράτες και ανεμότρατες δεν υπήρχαν τότε ούτε στην υπόλοιπη Μικρά Ασία ούτε στην Ελλάδα. Η ελληνική αλιεία περιοριζόταν τότε ακόμη σε παραγάδια, μανωμένα δίχτυα, συρτές, καθετές, γρύπους και σε παράνομες μορφές ψαρέματος, φλόμους και δυναμίτιδες. Αυτές οι μορφές αλιείας, τοπικής κλίμακας και περιορισμένης απόδοσης, δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των ελληνικών και τουρκικών παραθαλάσσιων πόλεων. Τις μεγάλες ποσότητες φρέσκων ψαριών τις προμήθευαν τα τρατοκάικα της Αγίας Παρασκευής, που ψάρευαν σ’ όλο το Αιγαίο και καθημερινά με τις ψαροπούλες τους εφοδίαζαν τις μεγάλες αγορές (Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα κ.ά.). Βεβαίως, την εξελιγμένη μορφή της ανεμότρατας την έμαθαν μάλλον από τους Ιταλούς, οι οποίοι ψάρευαν στο Αιγαίο χρησιμοποιώντας και ναύτες από την Αγία Παρασκευή. Έτσι εξηγούνται και οι ιταλικές λέξεις της τρατάρικης γλώσσας τους για τα μέρη του καϊκιού, τα ξάρτια, τα δίχτυα και τις εργασίες (π.χ. «πρίμα σέρα» = η πρώτη βραδινή «καλάδα»). Γύρω στα 1900 άρχισε να διαδίδεται η νέα, πιο αποδοτική μορφή ψαρέματος και σύντομα πολλές τράτες μετατράπηκαν σε ανεμότρατες. Μετά το 1914 και κυρίως μετά το 1922 οι Αγιοπαρασκευούσοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Χίο και Μυτιλήνη, μετέπειτα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και μετέδωσαν την τρατάρικη και ανεμοτρατάρικη τέχνη και σ’ άλλους ψαράδες. Κάτι ανάλογο έγινε και με τους προσφυγικούς πληθυσμούς από τα μικρασιατικά παράλια και την Προποντίδα, που μετέδωσαν την τέχνη της επιφανειακής αλιείας (γρι-γρι). Οι μικρασιάτες ψαράδες αναφέρονταν με σεβασμό στα εργαστήρια κατασκευής βαμβακερών διχτύων που βρίσκονταν προπολεμικά στη Θεσσαλονίκη και είχαν Εβραίους ιδιοκτήτες. «Οι Εβραίοι ήτανε πολύ καλοί τεχνίτες, κάνανε πολύ καλή δουλειά. Μετά τον πόλεμο μόνο ένα εργαστήρι απόμεινε και ήτανε κάποιου Έλληνα που το πήρε από τους Γερμανούς». Τα δίχτυα που τα αρμάτωναν οι ίδιοι οι ψαράδες ήταν κατασκευασμένα από βαμβάκι που αυτό απαιτούσε το στέγνωμα τους μετά την χρη-σιμοποίηση τους.. Μεταπολεμικά η οικονομική υπηρεσία του Αγγλικού στρατού και μετέπειτα η UNRRA θα παρείχε δίχτυα στους Χιώτες ψαράδες αλλά είναι κατώτερης ποιότητας..
Οι πεζότρατες αποτελούσαν το τρίτο σπουδαιότερο επαγγελματικό εργαλείο κατά την Γερμανική Κατοχή στο οποίο δέκα με δεκαπέντε άτομα τραβούσαν τη καλάδα (τρόπος ψαρέματος της τράτας) από τη στεριά με τα χέρια έχοντας περάσει τον κρόκο (φάρδη σχοινί) πίσω από την πλάτη τους. Όταν έφερναν τη καλάδα κοντά στο γιαλό τότε ερχόταν κοντά η πεζότρατα και έπαιρνε το δίχτυ με τα ψάρια. Οι παρακάτω μαρτυρίες ρίχνουν φως στη συμβολή του κάθε αλιευτικού εργαλείου στην αντιμετώπιση του οξέως επισιτιστικού προβλήματος στη Χίο. Ο συνταξιούχος καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού Β.Κ. αφηγείται: «Το ’41 ήρθαν οι Γερμανοί, άρχισε η πείνα. Εμείς είχαμε πολλά πράγματα από τη Ρωσία που τα είχε φέρει ο πατέρας μου και όταν ζόρισε η πείνα πήγαινα με άλλους και ανταλλάσαμε στα χωριά, σεντόνια, τραπεζομάντιλα…με σιτάρι και ζούσαμε. Ήξερα, είπαμε, και την τέχνη του ψαρά. Τραβούσα στις τράτες [το σκοινί] κι έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, έφερνα ένα κιλό να πούμε ψάρια την ημέρα κι είχαμε να φάμε κάτι. Όχι βέβαια να χορτάσομε. Τον Μάη του ’42 επήγα με μια τράτα, από τη Βρύση του Πασά, η οποία ήταν καλά οργανωμένη. Του Μανέ. Ήταν τρία αδέλφια, έξυπνοι άνθρωποι. Την πρώτη μέρα πήγαμε στην Εγνούσα [νησ. Οινούσσες] , που ‘ναι μια καλάδα που τη λένε ο «Φυκάς». Είναι στο μπογάζι μεταξύ Στροβύλι και Εγνούσας. Εκεί πέρα καλάραμε και εβγάλαμε γύρω στις πεντακόσιες οκάδες μέλουνες. Κι άλλη μια καλάδα και φόρτωσε το καΐκι! Οι καπετάνιοι που ‘τανε μέσα-τα τρία αδέλφια- σκεφτήκανε να τα πάμε στην Εγνούσα. Πήγαμε λοιπόν. Τους είπαμε: «Μπορείτε να τα πάρετε όλα;»- ήταν χίλιες οκάδες μέλουνα. Λέει: «Δεν μπορούμε». Και καταλήξαμε στα Καρδάμυλα. Εκεί δέχτηκαν να τα πάρουν όλα και να τα πλερώσουν κι όλα. Και οι Καρδαμυλίτες που ήταν εκεί, στο διοικητικό κομμάτι, αφού είδανε πως η τράτα φέρνει ψάρια, δεν είναι «φτωχιά» σαν τις δικές τους, πήγαν και τα κανόνισαν με τους Γερμανούς να απομείνομε σαν επίτακτοι. Να πηγαίνομε να μας δίνουν ένα Γερμανό μαζί κι ό,τι ψάρια πιάνομε να τα φέρνομε στα Καρδάμυλα, στους ψαρομανάβηδες. Και έτσι έγινε. Αυτή η δουλειά βάστηξε περίπου δύο χρόνια. Τους πηγαίναμε τα ψάρια, τα ζύγιζαν οι Καρδαμυλίτες και την άλλη μέρα μας πλέρωναν. Υπήρχαν και άλλες τράτες αλλά ήτανε πεζότρατες και πήγαιναν με τα κουπιά, να καλάρουνε στο Ναγό, τον Γιόσονα δεν μπορούσανε να βγάλουν πολλά ψάρια. Οι Γερμανοί παίρναν τα καλύτερα ψάρια, τσιπούρες, φαγκριά… Τα διάλεγε το φυλάκιο. Τους τα δίναμε δηλαδή δώρο. Προς το τέλος της Κατοχής που είχαν καταλάβει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά τα πουλούσαν κιόλας. Και μαζεύονταν όλοι εδώ στον Κάτω Γιαλό, άλλος με καλάθι, άλλος με πιάτο και μας έβαζε στη σειρά ο «Αντρέας», ένας Γερμανός γεμάτος με παράσημα από το Ρώσικο μέτωπο που ταράχτηκε ψυχολογικά εκεί απ’ τις μπόμπες και τον είχαν φέρει εδώ. Λοιπόν ο «Αντρέας» πούλαγε τα ψάρια.»
Ο Δ.Χ, κουρέας , εργαζόταν την περίοδο της κατοχής στους θείους του που είχανε καΐκι και δουλεύανε κυρίως ως τρατάρηδες από τους οποίους είδε και άκουσε πολλά:
«Ο πατέρας της μάνας μου έως το ’35 είχε τράτα-πεζότρατα. Μετά κάνανε οι μπαρμπάδες μου ανεμότρατα. Την Κατοχή, εκτός από τα λαθραία που ξεφόρτωναν, δούλευαν και στα ψάρια. Και οι Γερμανοί, άμα γυρνούσαν από την καλάδα, έπαιρναν τα «καθαρά», μπαρμπούνια και κουτσομούρες, και τους άφηναν μόνο σμαρίδες και γούπες. Τους έδιναν βέβαια πετρέλαιο. Ένα βαρέλι πετρέλαιο γιατί η μηχανή ήτανε «πενηντάρα» και ήθελε ένα βαρέλι να περάσει όλη τη μέρα. Τους έδιναν κι ένα Γερμανό πάντα μαζί, να μην κλέβουν ψάρια γιατί τα καλά ψάρια τα ‘θελαν για λογαριασμό τους. Είχε πεντακόσιους Γερμανούς εδώ. Οι Γερμανοί μπορεί να μην ήταν πολλοί, αλλά ήθελαν πολλά ψάρια για να πουλιούνται, κατά προτεραιότητα, σε όσους κατοίκους είχαν επιστρατευτεί και δουλεύανε στο «Συνεταιρισμό», στα περιβόλια για το μάζεμα των εσπεριδοειδών που θα έφευγαν για το Ανατολικό μέτωπο και την Γερμανία. Επαίρναμε ένα Γερμανό στο καΐκι. Ήτανε και καλός άνθρωπος. Πάντα τον ίδιο παίρναμε. Κι ήθε[λε] να ‘ρθει να κρεμάσει το τουφέκι του μες’ τη γέφυρα του καϊκιού και να πάει να πέσει να κοιμηθεί. Και του ‘λεγε ο μπάρμπας μου, που ‘κανε τον καπετάνιο, «ε, καλά! Το βάζεις το τουφέκι σου εδωνά! Μας μπιστεύεσαι; «Άμα θέτε», λέει, «να με σκοτώσετε, αφού είστε οχτώ άνθρωποι μέσα, θα σας αντιμετωπίσω; Σκοτώσετέ με!» Και πήγαινε κι έπεφτε. Εκοιμούνταν. Οπότε τι εκάνανε; Μόλις πήγαινε και κοιμούνταν ο Γερμανός, κρύβαν εκείνοι πολλά «καθαρά ψάρια», δεν τα κρύβανε βέβαια όλα! Παίρναν λοιπόν οι Γερμανοί όσα «καθαρά» βρίσκανε μεσ’ τις κάσες, τα υπόλοιπα [τα κρυμμένα] τα βγάζαν μετά λαθραία όξω.»
Η κληρονομιά της Γερμανικής κατοχής
Με την Κατοχή η χώρα υπέστη ολέθριο πλήγμα στην οικονομική υποδομή της που θα τη σημάδευε και θα την έφερνε πολλά χρόνια πίσω. Για να μπορέσει να ανακάμψει, θα χρειάζονταν πολλά χρόνια, ακόμη κι αν μετά τον πόλεμο ακολουθούσε ειρηνική περίοδος ανοικοδόμησης. Πολλοί Χιώτες ψαράδες θα έβρισκαν τον θάνατο, προσπαθώντας να ανοίξουν κάποια νάρκη για να βγάλουν δυναμίτιδα. Ακόμη περισσότεροι θα υιοθετούσαν το ανορθολογικό επιχείρημα ότι αφού τα χρόνια της Κατοχής η χρήση δυναμίτιδας για αλιεία δεν έδειχνε να μειώνει τις ποσότητες των ψαριών σε περιοχές με ανύπαρκτη αλιευτική προσπάθεια άλλου τύπου, άρα και στο μέλλον θα συνεχίζεται το ίδιο. Μια ακόμα συνέπεια της Κατοχής ήταν η αλλαγή της νοοτροπίας στην ψυχοσύνθεση καθώς απ’ την ανέχεια κληθήκαν οι ψαράδες να διαχειριστούν την πλησμονή και η ζυγαριά μετακινήθηκε ακαριαία στην πλευρά της βουλιμίας: Καλός καπετάνιος πια ήταν εκείνος που ψάρευε μεγάλες ποσότητες αλιευμάτων, ασχέτως αν μπορούσε να τις διαθέσει στην αγορά ή ανεξάρτητα από την τιμή τους. Η ποσότητα ήταν και εξακολουθεί να είναι το βασικό κριτήριο που υποδεικνύει έναν καλό καπετάνιο. Αυτή η στρατηγική είχε ως αποτέλεσμα πιο μεγάλα ταξίδια που είχαν ρίσκο: «Το 1949, πήγαμε για ψάρεμα κοντά στο Πήλιο, όπου πιάσαμε 20.000 οκάδες σαρδέλες· μέχρι να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη είχανε χαλάσει, δεν έμεινε τίποτα» αναφέρει ένας συνταξιούχος αλιεργάτης. Υπήρχαν και θετικά: Η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση την περίοδο της Κατοχής έφερε την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος των αλιεργατών που οργανώθηκαν ενάντια στις σκληρές συνθήκες εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς και διεκδίκησαν με επιτυχία ασφάλιση και αργία για τις μέρες της Πανσελήνου στα γρι-γρι και για το Καλοκαίρι στις ανεμότρατες. «Ένας μεγάλος αριθμός από εμάς ήταν μέλη της ΕΠΟΝ και το σωματείο δημιουργήθηκε όταν ο ΕΛΑΣ πήρε δύναμη» ανέφερε ένας συνταξιούχος.
Σιγά σιγά άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μέσα από την καθιέρωση της αργίας των διακοπών και για την ελληνική εργατική τάξη να γεύεται χωρίς τύψεις λίγες στιγμές χαλάρωσης ψαρεύοντας. Ο Φώτης Κόντογλου, του οποίου μαικήνας υπήρξε ο Χιώτης εφοπλιστής Πατέρας και πριν πεθάνει ιστόρησε τον τελευταίο του ναό στις Οινούσσες είδε το σπίτι του στην Αθήνα να πουλιέται την Κατοχή σε μαυραγορίτη για λίγα σακιά αλεύρι. Ο μεγάλος ζωγράφος πέρασε μέρες της σχόλης σε μια παραλία τροφοσυλλέγοντας θαλάσσιους καρπούς. Ήταν μια ιαματική δραστηριότητα για το συλλογικό ψυχοκοινωνικό τραύμα της Κατοχής. Όταν διαβάζω τις παρακάτω γραμμές, σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να τις είχε γράψει στο γιαλό, κάτω από το μοναστήρι του Μυρσινιδιού, ρουφώντας έναν «ιδιορρυθμήτικο» καφέ, φτιαγμένο από τα χεράκια του Γερο-Αμβρόσιου, του περίφημου συμπαραστάτη των κατατρεγμένων προσφύγων και σωτήρα δεκάδων Βρετανών στρατιωτών:
«Kάθησα κάμποσο. Πιο πολύ με τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδή το μέρος που βάζουνε τις βάρκες και τα σύνεργα της ψαρικής. Άφησα τα γένια μου, τα ξέχασα όλα και γίνηκα ψαράς. Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμόμουνα μαζί με τους ψαράδες που ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιο πολλοί Μπουγαζιανοί, δηλαδή από τα μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωή που πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα με τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλή ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στο κάθε τι κ’ είχε καλογερέψει από μικρός: τον λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαράς από το χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχός τω πνεύματι», ταπεινός και τον λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σον τον άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής και τον λέγανε Νικάνορα. Ο Βαρθολομαίος διάβαζε και βιβλία με ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σε άλλα είχε στο κελί του και δυό τρία βιβλία του Ιουλίου Βερν. Μ’ αυτόν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε και κοράλλια και μου έδειχνε πώς να τα ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στη θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο που τον αποσκέπαζε ένας κάβος και για κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστά είχε κάτι ξέρες που σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπαιρνε βοριάς, κι από πάνω κατεβαίνανε τα βράχια φυτρωμένα με μυρσίνες, με πουρνάρια και κάθε άγριο χαμόδεντρο. Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες αραδιασμένες και μπροστά είχε ένα χαγιάτι που ακουμπούσε σε κάτι δοκάρια από αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Από κάτω είχε κάτι χαμηλές καμάρες και μέσα στις καμάρες τραβούσανε τις βάρκες. Τα δίχτυα τα απλώνανε απάνω στα μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί που κοιμόμαστε ακούγαμε από κάτω μας τη θάλασσα που έμπαινε μέσα στις καμάρες και κυλούσε τα χαλίκια και μας. Παραπέρα αφρίζανε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας βούιζε πανηγυρικά απάνω στα θεόκτιστα βράχια και στα δέντρα.»