Νεοελληνική γλυπτική στη Χίο: Τα έργα του Γιάννη Παππά

0

του Βαγγέλη Χαρίτου

Η Χίος έχει την τύχη να φιλοξενεί έργα σπουδαίων Ελλήνων γλυπτών, όπως ο Μιχαήλ Τόμπρος (Κανάρης) ή ο Θανάσης Απάρτης (Αφανής ναύτης). Ανάμεσα στα έργα αυτά, ιδιαίτερη θέση κατέχουν εκείνα του ακαδημαϊκού Γιάννη Παππά.

Ο γλύπτης Γιάννης Παππάς, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1913 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου το 1929 ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Το 1930 εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Το 1937 βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο στην διεθνή έκθεση των Παρισίων, ενώ το 1939 εκθέτει το πρόπλασμα του ανδριάντα Κοραή. Το 1952 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1953, εκλέγεται καθηγητής γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Έργα του υπάρχουν στην Αθήνα, Θεσσαλονική, Ηράκλειο κ.α. Πέθανε το 2005.

Αδριάντας Αδαμαντίου Κοραή

Το σημαντικό αυτό έργο, βρίσκεται μπροστά από τη βιβλιοθήκη Χίου “Αδαμάντιος Κοραής”. Η λάξευση του ολοκληρώθηκε το 1939, αλλά τοποθετήθηκε στο σημείο που βρίσκεται μέχρι σήμερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τον γλύπτη Ιωάννη Παππά, το έργο ήταν παραγγελία του Μητροπολίτη Χίου (πρόκειται για τον Ιωακείμ Στρουμπή) κάπου στα 1934-35. Ήδη από το Νοέμβριο του 1931 είχε συσταθεί ερανική επιτροπή για τη συγκέντρωση του απαραίτητου χρηματικού ποσού. Με την ολοκλήρωση των προπλασμάτων σε γύψο το 1937, αποστέλλονται στη Χίο το Δεκέμβριο, ώστε να επιλεγεί ανάμεσα στον τύπο του όρθιου και του καθήμενου από την επιτροπή. Επελέγη τελικά ο τύπος του καθήμενου. Δυστυχώς η είσοδος της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Κατοχή που ακολούθησε, είχαν ως συνέπεια ο ανδριάντας να παραμείνει στο εργαστήριο του γλύπτη και μάλιστα να κινδυνεύσει το έργο να καταστραφεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Τελικά το έργο μεταφέρθηκε στη Χίο μετά το τέλος της ταραγμένης περιόδου.

Πάνω σε ένα ορθογώνιο βάθρο κατασκευασμένο από γκρίζο μάρμαρο, έχει τοποθετηθεί ο ανδριάντας του διδασκάλου του Γένους, κατασκευασμένος από λευκό μάρμαρο. Σε αυτό, ο Αδαμάντιος Κοραής εικονίζεται σε προχωρημένη ηλικία. Κάθεται σε ένα αρχαιοπρεπές κάθισμα, σε στάση είτε έτοιμος να γράψει είτε αφού έχει ολοκληρώσει κάποιο πόνημα, αφού στο δεξί του χέρι κρατά φτερό. Αρχικά ο γλύπτης είχε επιλέξει τη στάση του σκεπτόμενου, που όμως δεν άρεσε στην επιτροπή, γι’ αυτό και μετά από αρκετά σχέδια, κατέληξε σε αυτή που τελικά δουλεύτηκε στο μάρμαρο. Εντυπωσιακά στο έργο είναι τα ενδύματα, με τις δύσκαμπτες πτυχώσεις, που αποτελούν αναπαράσταση του ενδυματολογικού κώδικα της εποχής που έζησε ο Κοραής.

Ηρώο Νεοχωρίου

Το επόμενο χρονολογικά έργο, είναι η σε υπερφυσικό μέγεθος γυναικεία μορφή στο Ηρώο του Νεοχωρίου. Στο μάρμαρο έχει αποτυπωθεί η μορφή μιας γυναίκας που φορά παραδοσιακή ενδυμασία. Ο καλλιτέχνης έχει κατορθώσει με τη θέση των χεριών να οδηγεί το βλέμμα του θεατή στο πρόσωπο της μορφής: Το δεξί χέρι είναι διπλωμένο κάτω από το στήθος, ενώ με τα δάχτυλα του αριστερού ακουμπά το πηγούνι της. Με τον τρόπο αυτό, που παραπέμπει στο στίχο του ποιητή (“μελετά τα λαμπρά παλικάρια”) εξωτερικεύονται τα συναισθήματά της : θλίψη, πόνος αλλά και η ανάμνηση των αγαπημένων προσώπων που χάθηκαν. Θα μπορούσε να εικονίζει την κάθε μάνα, σύζυγο, αδελφή ή κόρη, (ή ακόμα και τη “μικρή πατρίδα”, το Νεοχώρι) που στέκεται μπροστά στον τάφο του αγαπημένου της προσώπου και πέραν από τον προσωπικό της πόνο στοχάζεται τα δεινά των πολέμων. Η απόδοση της μορφής παραπέμπει λόγω της διάχυτης θλίψης, στα κλασικά επιτύμβια ανάγλυφα.

Για το ιστορικό της κατασκευής υπάρχουν τα εξής στοιχεία: Σύμφωνα με επιγραφή που συνοδεύει το γλυπτό, τη δαπάνη ανέλαβε ο ευεργέτης του χωριού Βασίλειος Κουτσουράδης και όχι όπως ανέφερε σε συνέντευξή του ο γλύπτης, πως την παραγγελία έκανε ο δήμαρχος του Νεοχωρίου. Για το χρονικό της κατασκευής, ο κ. Σωτηράκης αναφέρει πως η θέληση του Κουτσουράδη ήταν η κατασκευή ενός ηρώου παρόμοιου με εκείνο των Μεστών, δηλαδή ενός οβελίσκου όπου θα αναγράφονταν τα ονόματα των φονευθέντων και στη βάση του η απεικόνιση ενός νεκρού στρατιώτη. Όμως οι Νεοχωρούσοι (με επικεφαλής πιθανόν τον πρόεδρο του χωριού) επέλεξαν τη γυναικεία μορφή, αν και σύμφωνα με τον γλύπτη, εκείνος έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στη γυναικεία μορφή και στη μορφή “ενός στρατιώτη οπλοφορούντος και αγριεμένου”. Το έργο τοποθετήθηκε στο χώρο αυτό το 1965 και τη διαμόρφωση του χώρου, πραγματοποίησε ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Ζάνος.

Η Δόξα

Το πλέον “ταλαιπωρημένο” έργο του γλύπτη στη Χίο, αφού μετά την παραγγελία, τη χύτευση και τη μεταφορά στη Χίο, κάποιοι το θεώρησαν ως “προκλητικό” βλέποντας τη γυμνόστηθη μορφή. Για το λόγο αυτό, έμεινε για πολλά χρόνια σε αποθήκη του δήμου (τι μοίρα για ένα έργο τέχνης !) μέχρι την ανακίνηση του θέματος από τον τότε δημοτικό σύμβουλο κ. Ανδρέα Μιχαηλίδη.

Σύμφωνα με τον γλύπτη κ Γιάννη Κουτσουράδη, το έργο παραγγέλθηκε το 1976, από τον τότε υπουργό πολιτισμού Κωνσταντίνο Τρυπάνη, με καταγωγή από τη Χίο. Παραδόθηκε το 1978. Η σύλληψη του γλύπτη ήταν να αποδοθεί ως γλυπτό, το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, “Η δόξα των Ψαρών”.

Το έργο είναι λιτό. Η αδύνατη γυναικεία μορφή κινείται κοιτόντας μπροστά, χωρίς καμία περίσπαση. Κρατά το δάφνινο στεφάνι με το αριστερό χέρι. Οι καθαρές γραμμές του έργου και η δωρική του λιτότητα απεικονίζουν την υπόσταση της δόξας: Χωρίς φτιασίδια και στολίδια, καθαρή απέριττη όπως η αλήθεια.

Άλλα έργα στη Χίο: Οι προτομές μελών της οικογενείας Αργέντη, στον τύπο των Ερμαϊκών στηλών, η προτομή του ψυχιάτρου Μιχαήλ Γιαννίρη στο Πυργί και η προτομή του Κωνσταντίνου Άμαντου στο 1ο Γυμνάσιο.


Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του κ. Νίκου Σωτηράκη, Το Νεοχώρι της Χίου, την ιστοσελίδα του Μουσείου Μπενάκη και τοπικές διαδικτυακές εφημερίδες (Αλήθεια, Chios news)

Γεννήθηκε το 1982 στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, με καταγωγή από τα Θυμιανά της Χίου. Από το 2005 ζει μόνιμα στη Χίο. Έχει εργαστεί ως Συντηρητής Αρχαιοτήτων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Άφησε σχόλιο