του Νίκου Χούλη
Έτσι έγραψε μία φορά κι ένα καιρό ο Ψυχάρης, όταν επισκέφτηκε τη Χιο. «Στη χώρα είναι πάρα πολλοί Τούρκοι και μου έρχεται πλήξη να τους βλέπω». Τώρα, Τούρκους, άντε και δεν έχει. Σε λίγο, δεν θα ‘χει και βουνά. Προύχοντες όμως; Κάθε λογής; Αυτό που το πάτε; Κατακαημένη Χιος! Από τη μια θα μπορούσες να υπερηφανεύεσαι προχτές και να καμαρώνεις, στο Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο, από την αγωνία, την ευγένεια, την ευαισθησία, τη γνώση, μιας μερίδας συμπολιτών μας, που λες και βάλθηκε να μας δείξει από την αρχή τη δύναμη της λαϊκής ψυχής, μιας άλλης Ελλάδας. Μιας Χίου με τεράστια κληρονομιά, ξεχωριστή και θαυμαστή, που παρ ’όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, αντέχει ακόμα.
Μα από την άλλη τι; Η απουσία, τους «φώναζε» προς όλες τις κατευθύνσεις των υπευθύνων. Των εκλεγμένων που επικαλούμενοι φθισικές πλειοψηφίες, μας κυβερνούνε. Η απουσία τους λοιπόν, που μόνο ως αστάθμιστη και ασύνετη μπορεί να χαρακτηριστεί, αξίζει να αναλυθεί, σημειολογικά, και κοινωνιολογικά ως θέμα, (από μόνη της), μείζονος σημασίας για τον τόπο.
Μάλιστα δε, περισσότερο, πολύ περισσότερο ακόμα και από το ίδιο το θέμα της συνάντησης, αλλά και αυτής καθ’ αυτής της ίδιας της εγκατάστασης στο νησί, του μεγαλύτερου στο Αιγαίο Αιολικού Πάρκου.
Στις συνέπειές του, δε θα αναφερθώ- άλλωστε, λες και αυτές, μέσα μου, αντανακλαστικά περάσανε σε δεύτερη μοίρα, μετά την «τοποθέτηση» του Δημάρχου, κ. Λαμπρινούδη, ο οποίος κοντολογής, τίποτα δεν ήξερε, τίποτα δεν γνώριζε. Και που ως φαίνεται επειδή ακριβώς ούτε γνώριζε, ούτε ήξερε, ούτε από κανέναν είχε ενημερωθεί, απ’ όσο δίχως στο ελάχιστο να ερυθριά μας είπε, αποχώρησε! Θεωρώντας λοιπόν, ότι η στάση και η θέση του στην όλη διαδικασία, μα και την ουσία του θέματος, με προσέβαλε βαθύτατα ως πολίτη του τόπου που ζω, γράφω με λύπη μου σήμερα τούτα τα λόγια. Βεβαίως και δεν θα είχε κανείς την απαίτηση να είναι «ερωτικά δεμένος με τα πράγματα» και δη με τα βουνά ο Δήμαρχός μας.
Δήμαρχος είναι. Βεβαίως και δεν τον βασανίζει του τόπου η ομορφιά. Βεβαίως, ίσως όπως δυστυχέστατα και των περισσότερων που ασχολούνται με την συστημική πολιτική σήμερα, του λείπουν εκείνα τα οποία θα έθεταν σε κίνηση την πνευματικότητά του. Δικαίωμά του και δικαίωμά τους. Δεν με αφορά και δεν θα με ενοχλούσε, εάν: η κατάσταση όλη αυτή, δεν είχε να κάνει με την κατάντια μας ως χώρα τελικά.
Που χρόνια τώρα, χρόνια αρδεύεται από τη λήθη και την ξεδιαντροπιά. Την ασέβεια, την ασυλλογισιά. Ενός συστήματος που μόνο από τα κέρδη του ωθούμενο ξεσπά. Κόβοντας όνειρα και εμποδίζοντας αμετάκλητα το μέλλον των παιδιών μας.