Για τον βουβό θάνατο ενός κοριτσιού και μιας κοινωνίας από αναθυμιάσεις αδιαφορίας και φτώχειας…

0

Πα στο μαγκάλι δίπλωσες
τις χάρτινες φτερούγες
κι ανάσανες αποβραδίς
την πίκρα όλη του κόσμου.

Γιόμισαν τα στηθάκια σου
τα ροδομυρωμένα
μαύρους καπνούς
ενός βουβού και πέτρινου Χειμώνα.

Κι η μάνα σου δεν πρόκαμε,
να δέσει στο κεφάλι,
μαύρο πανί να σε θρηνεί
και να σε κλαίει σαν κρίνο.

Να σε φωνάζει μάτια της
σταφύλι της ζωής της ,
αστέρι της πεντάκλωνο
και ήλιο της πυργάτο,
που όταν της έδινες φιλί.
μαραίνονταν η θλίψη.

Δεν έσκισε τα ρούχα της,
δε μάδαε τα μαλλιά της,
μον’ έφταιγε, δικάζονταν
για την αποκοτιά της…
να σε ζεστάνει με κερί,
με χνώτα και μ’ αγκάλη..

Της δέσανε τα χέρια της,
πως έφταιξε η κακούργα
που ‘ταν φτωχιά
και προκοπή
δεν είχε πα στη ζήση.

Και δεν το ξέρω αν φώναζε
μα ακούγονταν κατάρες
«Ώρα κακή κι αναπαμό
που να μη σώσουν να ‘βρουν
κι απάνω στο κεφάλι τους,
το φονικό να πέσει!

Να ‘χουν τον ήλιο ολόμαυρο
και γύπες να τους κρώζουν ,
να τους τρυπούνε τα καρφιά
που βάλαν στους ανθρώπους!…..»

Μάρω Λαχανά 02/12/13

Άφησε σχόλιο