Κείμενο της Μαρίνας Σαουνάτσου με παράλληλη ηρωίδα που αναδύθηκε από το κείμενο «Άνθρωπος Πατρίδα», γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Δροσούλα: Σύζυγος Θωμά, χήρα εδώ και τρία χρόνια, έχει το μπακάλικο στην πλατεία του χωριού και έχει έναν γιο τον Στρατή ο οποίος έφυγε να σταδιοδρομήσει στην Αμερική.
Το μάτι ανάποδα της γύρναγε της κυρά Δροσούλας κάθε φορά που έμπαινε η Ρεβέκκα στο μαγαζί της να ψωνίσει. Την κοίταγε απαξιωτικά πίσω απ’ τον πάγκο της κι έκανε την απασχολημένη για να μην χρειαστεί να της μιλήσει. Όποτε χρειαζόταν να την εξυπηρετήσει το έκανε αμίλητη και βαριά, την έκλεβε και στο ζύγι, έβγαζε και το φτερό επιδεκτικά και ξεσκόνιζε τάχαμου τη φωτογραφία του γιου της του Στρατή. Την είχε μεγεθύνει και την είχε κρεμάσει επίτηδες σε περίοπτη θέση πάνω απ’ την ταμειακή μηχανή, ένα κάδρο τεράστιο πλαισιωμένο από χρυσή κορνίζα σκαλιστή, έβγαζε μάτι κι αυτή ακριβώς ήταν και η πρόθεσή της Δροσούλας, να βγάλει το μάτι της γερμανίδας που της πήρε τον συγχωρεμένο μέσα απ’ τα χέρια είκοσι χρόνια πριν. Γιατί πολύ τον ήθελε τον μακαρίτη η Δροσούλα για γαμπρό. Παράστημα είχε, κτήματα είχε, χρήματα είχε, όλα τα είχε, θα είχε βγει και ο Στρατής της δυο μέτρα παλικάρι, όχι που πήρε το Θωμά που ήταν ζουμπάς και μαυριδερός σαν γύφτος και λες και το έφτυσε το παιδί και βγήκε καρμπόν, ίδιος, ολόφτυστος ο πατέρας του, τίποτα δεν πήρε από εκείνη, που μπορεί να μην είχε το παράστημα και τη λάμψη της γερμανίδας αλλά όπως και να το κάνουμε ήταν πικάντικη και ζουμερή και μια τσαχπινιά ελληνική την είχε.
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός έλεγε και ξανάλεγε μέσα απ’ τα δόντια της και λοξοκοίταζε τη λυγερόκορμη Γερμανίδα. Τουλάχιστον αυτή είχε κάνει το χρέος της. Έφερε στον κόσμο ένα παιδί και στον Θωμά είχε παρασταθεί μέχρι την ύστατή του ώρα, είχε να το λέει το χωριό, και τώρα που έμεινε μονάχη δούλευε σαν το σκυλί στο μπακάλικο για να τα φέρει βόλτα, γιατί ούτε μια σύνταξη δεν της άφησε ο Θωμάς, δεν πρόλαβε, τίποτα δεν βρήκε έτοιμο η Δροσούλα ποτέ, μια ζωή παιδεμός, ενώ η ξένη; Τι είχε κάνει η ξένη όλα αυτά τα χρόνια εκτός απ’ το να περιφέρεται άσκοπα στη ζωή του μακαρίτη, διακοσμητική, οκνηρή, να ροκανίζει την περιουσία του και να αφήνει την ελληνική γη να ρημάξει. Άπονη ράτσα, σκεφτόταν και κουνούσε το κεφάλι της με πικρία, στράφι πήγε το σπίτι και τα κτήματα στα ξένα χέρια, που ξέρουν αυτοί να τα εκτιμήσουν; Ενώ αν τα είχε η ίδια θα ήταν όλα διαφορετικά, πολύ διαφορετικά, γιατί είχε μεγαλεπήβολα όνειρα η Δροσούλα για την ξένη περιουσία, θα είχε φτιάξει έναν ξενώνα πολυτελείας, σαν αυτόν της Μάρθας στον Πλατύ Γιαλό, και θα χε κρατήσει τον Στρατή κοντά της να τον δουλεύουνε μαζί. Θα το ‘χε εξασφαλίσει το παιδί, θα είχε και αυτή μια συντροφιά, ένα αποκούμπι για τα γεράματά της. Άμα υπήρχαν χρήματα δεν θα χε φύγει το παιδί στα ξένα, μουρμούραγε και έχυνε χολή το βλέμμα της για την γερμανίδα που ψώνιζε πάντα βιαστική. Δεν θα είχε φύγει ο Στρατής και δεν θα είχα μείνει μόνη, έλεγε και ξανάλεγε με το φτερό στο χέρι κάτω από την φωτογραφία του μοναχογιού της, κοίταζε τη Ρεβέκκα και φούντωνε μέσα της το μίσος λες και έφταιγε αυτή για όλη τη θλίψη που την είχε ποτίσει η ζωή. Άφριζε απ’ τον θυμό της μέχρι να ξεμακρύνει με το ποδήλατό της και να χαθεί πίσω απ’ τη στροφή και ούτε μία φορά δεν σκέφτηκε πως η μοίρα τους ήταν κοινή.