Μελιτζάνες και μολότοφ

1

του Κοσμά Τσόλα

Flower Thrower. Το διάσημο Stencil Art του Banksy στην Ιερουσαλήμ.
Πρωτοετής.
Πρώτη φορά σε πορεία στην Αθήνα.
Πρώτη φορά μυρίζω δακρυγόνο, που κατεβαίνει σαν ξυράφι στο λάρυγγα.
Πρώτη φορά κοιτάζω έκθαμβος την ομορφιά που περπατάει δίπλα μου και τη λένε Αντιγόνη.
Μέρες τώρα ο Νίκος βογκάει από έρωτα για τη μαχητική ΕΚΟΝ-ίτισα.
«Τη ρήγισσα τη ρήγισσα
την είδα κι ερίγησα»
μουρμουράει αδιάλειπτα κι εγώ από περιέργεια να τη δω, τους συνοδεύω.

Κι έχει δίκιο.
Μια ύπαρξη ολοζώντανη μέσα στα λαχούρια, τα χαϊμαλιά, το πλεκτό ταγάρι της, μια χίπισσα που μόλις ξεπήδησε από τη συναυλία του Γούντστοκ.
Όταν είδα τα ξανθοκάστανα, πυκνά, σγουρά μαλλιά, τα κατάμαυρα ζωηρά μάτια, το αψεγάδιαστο πορσελάνινο πρόσωπο, να στέκουν πάνω στο λυγερό σώμα παράλλαξα ενδομύχως το προηγούμενο απλοϊκό δίστιχο.
«Τη ρήγισσα τη ρήγισσα
την είδα κι εσίγησα»
Πράγματι κόπηκε η μιλιά μου, άμα με σύστησε ο Νίκος σαν σύντροφο κι εκείνη με αγκάλιασε σφιχτά, σα να με ήξερε χρόνια και μου έσκασε δύο φιλιά στα μάγουλα, που ακόμα νιώθω την αέρινη χαρά τους.

Παρακαλώ να μην τελειώσει ποτέ η πορεία για την Αμερικάνικη Πρεσβεία, αυτού του φθινοπωρινού, πολύχρωμου, πολύβουου, επιταφίου κι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για αυτούς που προκαλούν συνεχή σταματήματα στις διασταυρώσεις, για να φωνάξουν συνθήματα η να προκαλέσουν την μήνη των αστυνομικών, που παραμονεύουν αμίλητοι.

Και ξάφνου από το πουθενά αρχίζουν οι συμπλοκές.
Οι αστυνομικοί βγαίνουν από τις κλούβες όπως οι μέλισσες από το μελίσσι, μανιασμένοι, με αλαλαγμούς και κραυγές.
Βρίσκομαι μέσα σε μια δίνη από, σπρωξίματα, βρισιές, συνθήματα, σε μια πάλλουσα πηχτή ανθρώπινη σούπα, που κινείται σπασμωδικά ανάλογα με τις κινήσεις των παραταγμένων διμοιριών των ΜΑΤ, όπως στη θάλασσα ένα σύννεφο σαρδέλες γυρεύει να γλιτώσει από τα πεινασμένα δελφίνια και τις φώκιες.
Τότε μέσα από τον τρομαγμένο κόσμο ξεχωρίζουν κάποιοι που ανεμίζουν στα χέρια τους κάτι φλεγόμενα κουρελάκια, μετά η κραυγή «μολότωφ», ο ήχος των σπασμένων γυαλιών και μιας ξαφνικής αναλαμπής στο νυχτερινό οδόστρωμα.

Αρχίζουμε να τρέχουμε προς τις παρόδους απέναντι από την Αμερικάνικη πρεσβεία.
Μοιάζει σαν παιδικό παιγνίδι, κρυφτοκυνηγητό το λέγαμε στη γειτονιά μου, με χει καταλάβει η ίδια χαρά και έξαψη.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ αρπάζω την Αντιγόνη από το χέρι και τρέχουμε σαν τους παλαβούς.
Ο Νίκος έχει χαθεί, κάπου τον παίρνει το μάτι μου μέσα στα κύματα και μετά τον ξαναχάνω.
Είμαστε στη Κερασούντος αν βγούμε στην Έβρου και βρούμε την Μιχαλακοπούλου σωθήκαμε σκέφτομαι, θα ‘μαστε πια στα λημέρια μου.

Όμως στη διασταύρωση έχει μπλόκο.
Σταματάμε με τη ψυχή στο στόμα.
Τα ΜΑΤ μας βλέπουν και χαιρέκακα μας γνέφουν να πάμε προς τα κει προτείνοντας φαλλικά τα γκλόμπς τους.
Γυρίζουμε πίσω κι αρχίζουμε να δοκιμάζουμε πόρτες πολυκατοικιών, χτυπώντας αλλόφρονοι κουδούνια.
Βρίσκουμε μια ανοιχτή, μπαίνουμε μέσα κατεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούν σε δυο μεταλλικές πόρτες. Η μια είναι κλειδωμένη η άλλη ανοιχτή.
Στα σκοτεινά μυρίζουμε τη μπόχα από πετρέλαιο, γράσο και υγρασία, λουφάζοντας ακίνητοι.

«Η Αντιγόνη στη γωνία
τρέμοντας από αγωνία» ψιθυρίζω και μας πιάνουν μουλωχτά γέλια.
Ακούμε την εξώπορτα που ανοίγει, ακούμε φωνές, «κωλόπαιδα θα σας πιούμε το αίμα», δε με νοιάζει τίποτα, νιώθω την ζέστα της Αντιγόνης, μυρίζω τα μαλλιά της.
Βαριές πατημασιές στη σκάλα, χτυπήματα στις πόρτες, μετά από λίγο πάλι η εξώπορτα και ησυχία.
Δεν θέλω να φύγω ποτέ από κει, θέλω να μείνουμε όλη τη νύχτα, μα η Αντιγόνη σηκώνεται, πάμε μου κάνει, έφυγαν.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες του υπογείου, στο ημιυπόγειο, μια πόρτα χαράζει προβάλλοντας ένα γυναικείο ολοστρόγγυλο πρόσωπο με σκιστά μάτια, μετά δεύτερο και τρίτο, μου φαίνονται πανομοιότυπα, σα να αναπαράγονται με ένα μαγικό τρόπο.
Μας κοιτούν ερευνητικά, με καχυποψία, μα το παντοδύναμο χαμόγελο πασπαρτού της Αντιγόνης, τις καθησυχάζει.
Στεκόμαστε αμήχανα για λίγο μπρός στην πόρτα, μετά μας ανοίγουν και μας καλούν μέσα.
Ένα λιλιπούτειο διαμέρισμα χωρίς κανένα έπιπλο, μόνο ψάθες και υφαντά στους τοίχους, ένας χάρτης των Φιλιππίνων, σε ένα μικρό ράφι ένας γύψινος εσταυρωμένος.

Πάνω σε δυο ξύλινα καφάσια βρίσκεται ένα καμινέτο με ένα τηγάνι που μέσα τσιτσιρίζουν μελιτζάνες, με μια πολύ έντονη οσμή σκόρδου και ξυδιού.
Στο διπλανό καφάσι σε ένα σκεύος που δεν έχω ξαναδεί ασπρίζει το αχνιστό ρύζι.
Μας κάνουν νόημα και καθόμαστε κάτω στα μαξιλάρια.
Με κινήσεις σχεδόν χορευτικές, απόλυτα συντονισμένες, παρακολουθούμε την μια να κόβει σε μικρούς κύβους τις τηγανισμένες μελιτζάνες, την άλλη να σερβίρει το ρύζι σε μικρά γαβαθάκια και την άλλη να στρώνει εμπρός μας το λιτό δείπνο τους.

Δεν μιλήσαμε σχεδόν καθόλου εκείνο το βράδυ.
Ούτε την Αντιγόνη δεν ξαναείδα.
Γόνος πλούσιας αστικής οικογένειας, έφυγε μετά από μερικές εβδομάδες για σπουδές αρχιτεκτονικής στο Παρίσι.
Από τότε οι μελιτζάνες σκορδαλιά και οι Φιλιππίνες μου δημιουργούν συνειρμούς επανάστασης και έρωτα.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο