14 Εγρηγόρος – 15 Κουρούνια

0

Εγρηγόρος

20151018

Σχεδόν μεσημέρι, μέσα φθινοπώρου και το φως του ήλιου είναι ακόμα δυνατό, ήχοι από τον άνεμο, τα πουλιά και τα δέντρα· ανάμεσα στις αμυγδαλιές το μικρό χωριό. Κατηφορίζω το τσιμεντένιο καλντερίμι, ο οικισμός είναι μέσα στην άγρια, σχεδόν, φύση. Οι αμυγδαλιές γερασμένες και αφημένες όπως σ’ όλο το νησί. Σ’ ένα σπίτι ετοιμάζονται να ανάψουν φωτιά για να ψήσουν, προσπερνώ, ακούω κάποιον να φωνάζει, «έ που πας, πως περνάς χωρίς να μιλήσεις;»· ο Τάκης και η Μαρία πάνε πάνω από είκοσι χρόνια που αγόρασαν το σπίτι, και έφεραν κι άλλους που αγόρασαν κι αυτοί. Ο Τάκης μου δείχνει το σπίτι, το υπόγειο με το παλιό πατητήρι, τη βεράντα που βλέπει τις απέναντι πλαγιές και τη θάλασσα, «γι’ αυτή τη βεράντα αγόρασα το σπίτι». Με κέρασε σούμα από τα Λεπτόποδα.

Λίγο πιο κάτω, χαιρέτησα το ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν στη βεράντα· ο Αλέκος και η Ιωάννα· «Αλέξανδρο με βαφτίσανε αλλά η γιαγιά μου ήθελε να το μικρύνει· έτσι έχουν χάσει όλοι το όνομά τους· Εύα σου λέει, η Εύα είναι του Αδάμ, Ευαγγελία είναι το όνομα. Εδώ γεννήθηκα αλλά μικρός πήγα με τη μάνα μου στα Καρδάμυλα, ο αδελφός μου έφυγε από κει ναυτικός, όλοι ναυτικοί πήγαιναν τότε· το μισό εμπορικό στόλο τον έχουν Καρδαμυλίτες. Εκεί τελείωσα το σχολείο και γύρω στο εξήντα μπαρκάρισα· έφυγα από τη θάλασσα όταν έπαθα ένα σοβαρό ατύχημα, μετά πήγα στην Αμερική και μετά γύρισα στο χωριό. Στην Αμερική ήταν ο αδελφός μου, στο Οχάιο. Σε ρεστοράν δούλεψα, ο αδελφός μου είχε ένα πολύ καλό ντίνερ σε κεντρικό δρόμο. Κάποιος μου είπε, όλοι οι Έλληνες δουλεύετε σε εστιατόρια, οι Κινέζοι στα λάντρι, στα καθαριστήρια δηλαδή και οι Τούρκοι ταξιτζήδες».

«Παλιά είχαμε πολλά ζώα αγελάδες, κατσίκες· μια φορά τον κλώτσησε η αγελάδα κι έβγαλε το χέρι του, και φωνάξαμε ταξί από τα κατόχωρα, άργησε να ’ρθει αλλά όλα πήγαν καλά. Τώρα έχουμε μόνο κότες κι η μια κακαρίζει σαν πετεινός» λέει η Ιωάννα. «Και ένα γάδαρο και μια φοράδα, κάθεται η κυρία στο γάδαρο κι εγώ στη φοράδα και πηγαίνουμε στο μποστάνι και στις ελιές». «Το ελαιοτριβείο ανοίγει πρώτη Νοέμβρη και κλείνει πρώτη Φλεβάρη αλλά εν προλαβαίνουμε να τις μαζέψουμε». «Δεν έχει βρέξει κι έχουν αρχίσει να πέφτουνε». «Εδώ έχει πολλές χουρμάδες, παλιά ερχόταν κάθε μέρα φορτηγά και φορτώνανε». «Βλέπεις απέναντι τις πλαγιές που είναι δασωμένες, παλιά όλα τα καλλιεργούσαμε, να βοσκήσουν τα ζα, δεν υπήρχε φύλλο. Δέναμε την αγελάδα με το βοσκό, πήγαινα να τη φέρω το απόγευμα και το στομάχι της ήτανε μέσα, εν έβρισκε να φάει τίποτα». Βλέπω τη φιάλη υγραερίου, «προμήθειες από που φέρνετε;» «Μας φέρνει ο γιος μας από τη Χώρα, φιάλες φέρνει κάποιος στα Αφροδίσια».

Μου είπαν πολλά για τη ζωή τους, το χωριό, την πρόσφατη κηδεία του αμερικάνου· «Να μας συγχωρείς, αλλά δεν περνούν συχνά αθρώποι από δω και όπως λέει μια παροιμία, την κουβέντα και το φαγητό να μην τα αφήνεις γιατί α τα χάσεις, τη δουλειά ασ’ την, την κάνεις και άλλη ώρα». Η Ιωάννα καθάρισε τα υπόλοιπα ρόδια, «τα φάγανε οι ποντικοί και τα καθαρίζω για τις κότες».

Ο Αλέκος και η Ιωάννα και μια ηλικιωμένη κυρία που μένει λίγο παραπάνω είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού. Συνέχισα τη βόλτα, μια οικογένεια έκανε επισκευές στην αυλή, και στον κεντρικό δρόμο κάποιοι δούλευαν σε ένα νέο σπίτι. Η εκκλησία μεγάλη, φροντισμένη και καθαρή, στην άκρη του χωριού το παλιό δημοτικό και ένα νέο μεγάλο αλλά κλειστό κατάστημα, προφανώς λειτουργεί το καλοκαίρι.

Κουρούνια

20151018

Ο κεντρικός δρόμος χωρίζει το χωριό σε πάνω και κάτω, το μεγαλύτερο είναι το κάτω· κατηφορίσαμε και βγήκαμε στο ρέμα, άγρια βλάστηση, καρυδιές και κυκλάμινα. Νερό δεν είχε αυτή την εποχή, το μονοπάτι βγάζει στη θάλασσα. Επιστρέψαμε στο χωριό· μικρά τα περισσότερα σπίτια, με μπαλκονάκια και βεράντες, μεσημέρι και οι λίγοι κάτοικοι, υποθέτω ξεκουράζονται. Από μια τηλεόραση ακούγεται η εκπομπή «αλάτι της γης» με μουσικές από τη Θήβα. Ένας ηλικιωμένος, ο Γιώργος, μεταφέρει σταφύλια στην ταράτσα· «είναι τα τελευταία, τα απομείνια, α τα βάλω με τα σύκα για σούμα, α τα ’πλώσω όμως τώρα στην ταράτσα να λιαστούνε πρώτα. Εδώ, στη σούμα βάζομε μόνο σύκα, σταφύλια και κρασί, παλιά κρασιά και μονή απόσταξη να ’ναι λαφρύ· στα κατόχωρα μπορεί να βάζουνε και γλυκάνισο και άλλα πράματα».

Του ζητώ να τον φωτογραφίσω, «όλο φωτογραφίες με βγάζουνε, να σήμερα πάρετε την Καθημερινή που μου πήρανε συνέντευξη, γιατί όπως οι πρόσφυγες από τη Συρία τώρα, έτσι κι εγώ, παιδάκι όταν ήμουνα, πήγαμε από την Αγιά Ελένη στο Τσεσμέ το σαράντα τρία και μετά στη Συρία και μετά σε τσαντίρια στην έρημο. Πείνα, δεν κινδυνεύαμε απ΄τους Γερμανούς αλλά πεινούσαμε. Καλά περάσαμε εκεί». Τελειώνει με τα σταφύλια, «α πάω τώρα σπίτι, κι α συνεχίσω το απόγευμα, έλα να δοκιμάσεις τη σούμα». Στη βεράντα είναι μια βαλίτσα, «σήμερα γυρίσαμε από την εκδρομή, είχαμε πάει μια βδομάδα στη Μακεδονία, όλα τα γυρίσαμε από την Καστορία ως την Καβάλα, και με σκάφος γύρω γύρω το Άγιον Όρος». Η σύζυγος, η κυρία Σοφία, φέρνει τη σούμα, τους φωτογραφίζω στη βεράντα, τον κοιτάζει, του φτιάχνει το πουκάμισο και αφήνει το χέρι της πάνω του.

Πάνω από τον κεντρικό δρόμο, κάποιοι επισκευάζουν ένα λέβητα. «Γύρισα στο χωριό και επισκευάζω το σπίτι, βγήκα στη σύνταξη αλλά σύνταξη δεν πήρα, και δεν θα πάρω όσο είμαστε όλοι έτσι. Δεν υπάρχει φιλότιμο και αξιοπρέπεια, κανείς δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του, ξέρεις τι είναι το εργόσημο; εσύ όταν παίρνεις έναν εργάτη του πληρώνεις εργόσημο;» οργισμένος για τα πάντα, μάλλον προσπαθεί να φέρει το χωριό στα μέτρα του…

Η ταβέρνα είχε αρκετό κόσμο, όμορφη μέρα σήμερα, ανέβηκε κόσμος για βόλτα και για λουτρά στα Αγιάσματα.

Γεννήθηκε στην Καλαμωτή της Χίου το 1970

Άφησε σχόλιο