γράφει ο Κοσμάς Τσόλας
Δεν μου αρκεί που θα τους δω στις οθόνες να κρύβουν επιδέξια, με τα ακριβά τους ρούχα, τα δεσμά της απληστίας τους. Η ειρκτή δεν είναι για κείνους. Ούτε να ακούσω θέλω κρότο τουφεκιού η της καταπακτής το σύρσιμο στο ικρίωμα. Άτυχη είναι η εκδίκηση, το ξέρω.
Θα θελα όμως ένα κυριακάτικο απόβραδο, σε ένα γκρίζο, μουντό, συνοικιακό καφενείο, με λαδομπογιά στους τοίχους και παλιούς καθρέφτες, μέσα στη κάπνα να τους δω, να κάθονται μπροστά σε ένα φλιτζάνι καφέ, μόνοι, ανυπόληπτοι κι αποδιωγμένοι απ όλους, αγνώριστοι, να κοιτούν έξω από τα θολά τζάμια και με το δεξί τους χέρι να ξεκουκίζουν στην τσέπη τους κάτι πενταροδεκάρες που τους απόμειναν κι όλο να υπολογίζουν κι όλο να σκέφτονται, αν θα βγει ο μήνας και την αγωνία τους αυτή κανείς να μην μοιράζεται.
Θα θελα ακόμα να τους δω στις θλιβερές ουρές των συσσιτίων να μοιράζουν φαΐ στους απόρους και τους ανέργους με σκυμμένο το κεφάλι και να ζητούν τόσες συγνώμες όσες οι ανομίες τους η ακόμα σε ένα διάδρομο νοσοκομείου ξενυχτισμένους να κουβαλούν για άδειασμα τα ουροδοχεία των αρρώστων.
Και τα βράδια, όταν πάνε να κοιμηθούν στον άθλιο θάλαμο του δημόσιου γηροκομείου, να ακούν τα βογκητά, να ξαγρυπνούν και να λένε, εγώ φταίω.