Εμείς, θα ήμεστενε άφοβοι;

0

Σαν ήσουνε μικρή όλα εφαινούντανε αγιώς…

Εχτύπαε η καμπάνα, της εκκλησιάς, πένθιμα κι ήκουες που ελέανε: ιγούουου, ήφυενε ο Κωσταντήηηης… Πόσο χρονώ ήτανε; αρωτούσες τη μανή… Νέος, ήλεγενε, 50 χρονώ… Κι εσκεβούσουνε: μα ίντα λε η γιαγιά. Νέος! ευτός είναι πολύ μεγάλος άθρωπος…

Και τα χρόνια εκυλήσανε σαν το νεράκι του Άγριου Ποταμού, γρήγορα κι ορμητικά κι ήφτασες  σε ηλικία που ο κάθε θάνατος και χαμός σου φαίνεται άδικος… Σκας από στεναχώρια σα φεύγουνε αθρώποι νιοί και μωρά, λυπάσαι για τους θειούς και τις άμιες σα χάνουνταινε… δικοί αθρώποι και ξένοι…

Σκέβεσαι κι έναν γείτονα που ’χει πατήσει εδώ και 5-6 χρόνια τα ογδόντα, που δε θε πια να πηγαίνει σε κηδείες κι ευτόν το φόβο που ’χει τονε καταλαβαίνεις…

Και θυμάσαι και την άμια τη Μαριγώ που όποτε εχτύπαενε η καμπάνα για θάνατο εχωνούντανε μέσα στο σπίτι της ίμπα και κρυφτεί απέ το Χάρο… Κι έναν άλλο πάππου που λέγενε: θεός συγχωρέστον, μα όλοι εκεί θα πάμενε…

Κι άμαν επέρασες μια μέρα μεσαριά απέ τον Κήπο της Χώρας, γιατί εβιαζούσουνε, μη δε σε φτάσει η κάρτα του Δήμου για την κούρσα που επάρκαρες, ήμεινες με το στόμα ανοιχτό… Εν εφτάνανε τα μωρά, τα ξενικά, που επαίζανε εκειδά, όξω από τα τσαντήρια, ήτανε κι οι παππούδες κι οι γιαγιάδες τως μαζί…

Κι η πρώτη σκέψη που σου επέρασενε απέ το μυαλό ήτανε: Που τους τραβολογάνε ευτούς τους αθρώπους; Εν τως είναι βάρος; Πως πορπατούνε τόσα χιγιόμετρα κι αντέχουνε;

Και λες πως οι δικοί σου ε θένε ούτε στον Περαία να πάνε, ούτε σε ποστάλι να μπούνε, ούτε σε αερόπλανο, τη βολή και το σπίτι τως θένε… Ετούτοι οι γέροι οι αθρώποι τι πίστη στη ζωή την έχουνε και στα παιδιά τως… πως δε φοβούντε, γρίνα εν έχουνε; Τα φάρμακα τως τα παίρνουνε; Ποιος τους τα γράφει; Καταλένε στα παιδιά τως; Πλερώνουνε κι ευτοί 10 ευρώ τη συνταγή; η σύνταξη τως εχάθηνε; Εδευτοί οι μουσουλμάνοι άλλο Χάρο έχουνε; Και τα παιδιά τους γιατί δεν  ξαπολήσανε τον κύρη και τη μάνα στον πόλεμο;… Κι οι δικοί μας οι γονιοί ίντα θα κάμνανε; Εμείς, θα ήμεστενε άφοβοι;

Κι η σκέψη εκράτησενε παραπάνω κι ήβρες την κλήση κολλημένη στο μπαμπριτζ… Κι εβλαστήμησες και το Χάρο και το Δήμο… Και μουσουλμάνους και χριστιανούς… Μα πάνω απ’ όλους τον πόλεμο και τους υπεύθυνους… που να φάνε τ’ άντερα τως…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο