Πού πήγαν οι λέξεις;
πάνε κι αυτές, ποιος τις εμπιστεύεται πια,
ακόμα και το φετινό καλοκαίρι ξεστράτισε από το ημερολόγιο,
οι φωτιές το θυμίζουνε μόνο,
πόση οργή, απόγνωση, φόβο, ταπείνωση να αντέξεις για να συνεχίσεις, να προσποιείσαι ότι όλα είναι όπως πριν;
τώρα που τίποτα δεν είναι όπως πριν,
φτύνουν εκείνοι που πανηγύριζαν, πανηγυρίζουν εκείνοι που τους έφτυναν,
το εθνικό μας τσίρκο, κυρίες και κύριοι,
σύντροφοι, φίλοι, συλλογικότητες, κανονικότητες εξαϋλώνονται και τώρα φτου κι απ’ την αρχή στην ουρά, ναι αλλά με ποιους;
κανείς δεν έμεινε πίσω,
κλείνεσαι και κλείνεσαι, κι ας τριγυρνάς, μόνος κατάμονος ανάμεσα σε τόσο πλήθος, τόσα λόγια, τόσες λέξεις που κραυγάζουν απελπισία και τρόμο με τη σέσουλα,
όμως τίποτα δε λένε στη σιωπή, τώρα που φεύγουν όλοι από τούτη την έρημη χώρα…