Οι φανοί και ο κλήδονας

1

της Ευαγγελίας Παπαζή

Την παραμονή του Αι Γιαννιού του Φανιστή κάθε γειτονιά στα Καρδάμυλα, ετοίμαζε τον δικό της φανό. Κλαδιά και χόρτα αλλά και τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια γίνονταν «τροφή» για τους φανούς αυτούς και μέρες πριν τα παλικάρια κάθε γειτονιάς φρόντιζαν και συγκέντρωναν μπόλικες «γομαριές»*. Άλλες άρπαζαν απ΄το κατώγι του παππού τους κι άλλες απ’ των γειτόνων τους. Βλέπετε τούτος ο Αι Γιάννης το επέτρεπε γι αυτό κι οι παππούδες φρόντιζαν να φυλάγουν καλά ο καθένας τις δικές του «γομαριές» κι ένας λόγος παραπάνω αν τις χρειάζονταν. Τα αποθέματα αυτά –καλά κρυμμένα από τους νεαρούς βγαίναν σιγά-σιγά και τροφοδοτούσαν τον φανό της γειτονιάς τους. Σαν πέταγε δυνατές τις φλόγες του ένα μπόι ψηλά, οι παλικαράδες ετοιμάζονταν βρέχαν τα μαλλιά τους κι άρχιζαν να πηδούν σταυρωτά τρεις φορές. Όσο πιο ψηλές οι φλόγες τόσο μεγαλύτερος ο θαυμασμός των κοριτσιών που τους καμάρωναν, κτυποκαρδώντας.

Μα κι οι κοπελιές περίμεναν, να καταλαγιάσουν* λίγο, οι φλόγες και να πηδήξουν κι εκείνες με τον ίδιο τρόπο φωνάζοντας: «Να καγούν οι ψύλλοι μου».

Μετά τους φανούς «άνοιγαν τον κλήδονα», στην αυλή όποιου σπιτιού της γειτονιάς διέθετε τον χώρο και την διάθεση, η νοικοκυρά.

Αποβραδίς η πρωτότοκη πήγαινε με τις φίλες της στην πηγή, γέμιζε την στάμνα της με το «αμίλητο νερό». Σ΄αυτό μέσα έριχναν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς, τα ριζικάρια -κάποιο προσωπικό αντικείμενο, ευτελές ή ακριβό. Ο τεζερές* με τα ριζικάρια έμενε όλη νύκτα κάτω απ’ τ’ άστρα, στην ταράτσα του σπιτιού και πριν χαράξει η νοικοκυρά φρόντισε να τον πάρει μέσα.

Και σαν ερχόταν το απόγευμα μαζεύονταν όλε, μικρές – μεγάλες για ν’ ανοίξει ο κλήδονας με την νοικοκυρά να τον σταυρώνει λέγοντας:

«Ανοίγομεν τον Κλήδοναν στ’ Αγιού Γιαννιού την χάριν
κι όποια ναι καλορίζικη να βάλει και στεφάνι»

Είχε κι άνοιγμα του Κλήδονα με φαλλικό υπονοούμενο, που συνήθως το έλεγε κάποιος που είχε ταλέντο στις αθυροστομίες.

«Ανοίγομεν τον Κλήδοναν νάβγει η χαριτωμένη
νάβγει η τσουτσού με τα μαλλιά σα νύφη στολισμένη»

Στη συνέχεια άρχιζαν οι ρίμες αυτοσχέδιες, που παίνευαν δήθεν τυχαία, τα χαρίσματα των κοριτσιών. Άλλες καυτηρίαζαν τα ελαττώματά τους. Πολλές φρόντιζαν με κατάλληλους στίχους να αναδείξουν «μοσχαροδουλειές*» που νόμιζαν ότι τις είχαν κρατήσει κρυφές. Και κυλούσε το βράδυ με χαρές και γέλια και κόρδωνε* από ευχαρίστηση η μαυρομάτα της γειτονιάς που άκουγε να της λένε:

«Τα μάτια σου είναι σαν ελιές που είν’ εις το κλωνάρι,
τα φρύδια σου καμαρωτά σαν δυο μερω φεγγάρι»

Κι η ασχημούτσικη με το κεφάλι κάτω, αποχωρούσε έχοντας τους ήχους απ’ το κοροϊδευτικό δίστιχο στ’ αυτιά της.

«Μωρή σουπιά τηγανιτή και βρωμισμένη σάρδα
δεν κάθεσαι στο σπίτι σου μόνο γυρέβγεις άντρα»

Κάποια κολώνα για να κρυφτεί αναζητούσε κι όποια οι δουλειές της δεν ήταν και τόσο καθαρές κι ο ριμαδόρος, γνώστης όλων των δρωμένων της γειτονιάς, εύρισκε τούτη την βραδιά για να τις αναδείξει με την υπονοούμενη ρίμα του.

«Μη μου πολυκορδώνεσαι και ξέβρω την γενιά σου
Τρία καντάρια κόνιδα έχει η βρακοθελιά* σου»

Οι φανοί τ’ Αι Γιαννιού κι ο Κλήδονας εδώ και λίγα χρόνια αναβιώνουν στα Καρδάμυλα. Στην αρχή με πρωτοβουλία της πολιτιστικής ομάδας του δήμου Καρδαμύλων με υπεύθυνη την δημοτική σύμβουλο κα Μ. Δενδρινού και συνεχίζεται από τον εκπολιτιστικό σύλλογο μας τον ΦΟΚ.

Στην παραλία λοιπόν μπροστά από το κτίριο του Δήμου, θ’ ανάψουν την Κυριακή 23 Ιουνίου στις 8 η ώρα, οι φανοί και θ’ ανοίξει ο Κλήδονας, ελάτε να βρείτε την δική σας τύχη και να βοηθήσετε τον Φιλοπρόοδο Όμιλο Καρδαμύλων να διατηρήσει τα έθιμα του τόπου μας και να τα γνωρίσει στις επόμενες γενιές.

* Αγνωστες λέξεις
Γομαριές: δεμάτια με ξερά κλαδιά
Καταλαγιάσουν: να ησυχάσουν, εδώ να χαμηλώσουν οι φλόγες.
Τεζερές: μπρούτζινο τσουκάλι
Μοσχαροδουλειές: πονηρές, πρόστυχες σεξοδουλιές
Κόρδωνε: καμάρωνε
Βρακοθελιά: κυλότα

Είναι Καρδαμυλίτισσα και αγαπάει το χωριό της και τα παιδιά. Για τα Καρδάμυλα έγραψε το πρώτο της -ομώνυμο- λαογραφικο βιβλίο και για τα παιδιά έγραψε το δεύτερο της βιβλίο "Ανέβα μήλο, κατέβα ρόδι" με 216 παραδοσιακά παιχνίδια. Συνεχίζει να γράφει.

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο