Μόνο άμαν έμπεις στο πετσί του αλλονού θα τονε νοιώσεις και θα τονε καταλάβεις, ελέγανε οι παλιοί και χίλια δίκια είχανε. Εγώ, παιδιά δεν έκαμα, μα σαν χάνονται μικρά παιδιά νοιώθω πως ένα χέρι μού ξεριζώνει τη μήτρα και την καρδιά. Έτσι ένοιωσα σαν επνίγηκε ο μικρός Αχμέτ στα νερά μας, εκοπανιότανε η Ζεχρά, ετραβούσε τα μαλλιά της, χτυπούσε με τα χέρια το σώμα της, εφώναζε κι έκλαιγε, παραμιλούσε κι ο Μοθένα έβγαινε έξω, να κλάψει μοναχός του. Γλώσσα κοινή δεν είχαμε, όμως είχαμε χέρια και μ’ αυτά εμιλούσαμε, χέρια που χάδευαν κι αγκάλιαζαν, χέρια παρηγοριάς, χωρίς λόγια. Το δεύτερο παιδί που έχασε το ζευγάρι, εδώ το θάψανε, σε νεκροταφείο δικό μας, του διάβασε ο πατέρας κομμάτια από το κοράνι, βούτηξε μέσα κι αυτός, έφτιαξε το μωρό στο τελευταίο του κρεβατάκι. Έφυγαν, ήταν από τους τυχερούς, επήγανε στη Γερμανία, κλείσανε πια τα δυο χρόνια, το μωρό τους το άλλο ζει πίσω στη Βαγδάτη με τη γιαγιά κι ο Μοθένα σκέφτεται και ψάχνει να βρει τρόπο να το πάρει κοντά τους, οι επανενώσεις οικογενειών αργούν πολύ, δεν θέλει πια ούτε να μας βλέπει, ούτε να μας μιλάει, μας έχει θυμώσει ο Χαμζά, μου γράφει, τι να κάνω δεν ξέρω, κάναμε τρία παιδιά και δεν έχουμε κανένα. Στον ένα χρόνο, γύρισαν πίσω στο νησί για λίγες μέρες για να πάνε στον τάφο του παιδιού τους κι ο Μοθένα έπεσε κλαίγοντας στο τσιμέντο που σκέπαζε τον Αχμέτ.
Σκέφτομαι και λέω πως όλοι οι άνθρωποι είτε χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι τον ίδιο πόνο νοιώθουνε στο χαμό και θυμήθηκα τη γιαγιά μου που της επνίγηκε ένα κοριτσάκι στα τρία του και πέρασαν χρόνια πολλά και ποτέ δεν είχε μιλήσει η γιαγιά γι’ αυτό, μα σαν εξεψυχούσε το φώναζε πολλές φορές κουνώντας τα χέρια της σαν να το ‘βλεπε μπροστά της.
Το Σταματάκι ήτανε δέκα σαν επήγε τον κουμπαρά του στη μάνα του, μαμά, της είπε, πάρε τα λεφτά μου να πάμε να ψωνίσουμε για τα παιδάκια που δεν έχουνε σπίτι. Γάλατα, μαμά, να πάρουμε, σοκολάτες και νερά. Ποτέ δεν τα ξεχνούσε ο μικρούλης τα προσφυγόπουλα του Κήπου, είναι η μέρα, μαμά, έλεγε, πάμε στα παιδάκια.
Κανείς δεν ορίζει τη μοίρα του, κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει, μέχρι που αρρώστησε και τούτο το καλό παιδάκι, με την αθώα ψυχή. Στο νοσοκομείο, στο διάδρομο της αγωνίας και του πόνου, ο μικρός Χασάν, άρρωστος κι αυτός, πείραζε τους γονείς του Σταμάτη κάθε φορά που τους έβλεπε, τους γελούσε, πήγαινε κοντά τους και τους αγκάλιαζε, έπαιρναν κι έδιναν δύναμη κι ελπίδα. Μόνο σαν σταμάτησε η καρδούλα του Σταμάτη να δουλεύει ο Χασάν χάθηκε, δεν εμφανίστηκε πια, δεν είχε λόγια με τα χέρια του να δείξει.
Ο πόνος βαρύς στη δική μας γλώσσα πια, ο άδικος χαμός σε παραλογίζει, τα λόγια δεν βγαίνουν από το στόμα, πως να παρηγορήσεις, με τι κουβέντες. Θα πάω στα παιδιά, ήταν η πρώτη μου σκέψη σαν εξύπνησα και πήγα τρέμοντας από συγκίνηση, καρδιοχτυπώντας, χωρίς να ξέρω τι θα πω, όμως η αγάπη κι η κατανόηση τέτοια θέλουν και δίνουν δύναμη. Θέλω να έρθω εκεί που πας, είπε η μάνα, θέλω να δώσω ό,τι μπορώ στα προσφυγόπουλα που δεν έχουν γονείς, είπε, το δωμάτιο του γιού μου, τα παιχνίδια και τα ρούχα του, την ψυχή μου όλη, είπε κι έμεινα βουβή από το μεγαλείο της καρδιάς μιας μάνας πονεμένης, αυτό θα δώσει μεγάλη χαρά στον Σταμάτη και σ’ εμάς, είπε. Ήταν ίδια η στιγμή, μέσα σ’ αυτό το ζεστό, γεμάτο ανθρωπιά και πόνο, σπίτι που ήρθε μήνυμα στο τηλέφωνο μου, η Ζεχρά είναι έγκυος δυο μηνών, έγραφε ο Μοθένα κι ένοιωσα ένα κύμα ζωής να πετάγεται και να βάζει το θάνατο στη θέση του, ναι ρε, θα κερδίσει η ζωή άμαν έχει μέσα της ανθρωπιά, άσε που ο Σταμάτης σίγουρα θα γελά χαρούμενος κι ευτυχισμένος.